Η δεκαετία του 1990 σφραγίστηκε από μια πολύ έντονη συζήτηση για το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης. Στους πολλαπλούς ορισμούς του, ως «δι-εθνικός», «πλανητικός», «μετα-βιομηχανικός», «μετα-μοντέρνος», «πληροφοριακός», «καταναλωτικός», ο καπιταλισμός της ύστερης νεωτερικότητας περιγράφηκε και αναλύθηκε πρωτίστως ως ένα σύστημα ροών που υπερέβαινε φραγμούς, σύνορα και όρια. Σ’ αυτή τη διαδικασία, η σταδιακή αποδυνάμωση των εθνικών κρατών, η εκχώρηση αρμοδιοτήτων και η συρρίκνωση ζωτικών λειτουργιών τους θεωρήθηκαν μη αναστρέψιμα φαινόμενα, υποκείμενα σε μια αναπόδραστη νομοτέλεια. Αυτή η άποψη απέκτησε χαρακτηριστικά «ορθοδοξίας». Οι «επιτάφιοι του εθνικού κράτους» που συνόδευσαν τους λόγους περί της παγκοσμιοποίησης κατά την δεκαετία του 1990 τροφοδότησαν δύο αντιτιθέμενες τάσεις: α. την διαδικασία αισθητικοποίησης της μετα-εθνικής πολιτισμικής υβριδικότητας και της διασπορικής κουλτούρας, η οποία στην ακραία εκδοχή της απλώς εμπλούτισε το φολκλόρ της παγκοσμιοποίησης, και β. την πολιτική της ενίσχυσης του εθνικού χώρου στο πλαίσιο της αντίστασης απέναντι σε έναν ισοπεδωτικό δι-εθνικό ή μετα-εθνικό καπιταλισμό και ενδεχομένως της ανατροπής του. Η δεύτερη αναδείχθηκε σε μια από τις βασικές συνιστώσες εκείνου του πολιτικού λόγου που διέγνωσε ως εξαιρετικά προβληματική την ανάδειξη ενός «ρηχού κοσμοπολιτισμού», αδιάφορου για τις πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις της συρρίκνωσης του εθνικού δημόσιου χώρου. Ο «αντιστασιακός χαρακτήρας» του έθνους (βλ. σε πολλές περιπτώσεις του έθνους-κράτους) προβλήθηκε, σε αυτό το πλαίσιο, ως βασικός μοχλός κίνησης του λεγόμενου «προοδευτικού» ή «αριστερού» εθνικισμού.


Η αυγή του 21ου αιώνα χαρακτηρίζεται από φαινόμενα και διεργασίες που καθιστούν επιβεβλημένη την αναθεώρηση ορισμένων από τις υποθέσεις εργασίας των πρώιμων προσεγγίσεων της παγκοσμιοποίησης. Ιδιαίτερα, η υιοθέτηση μιας αναλυτικής οπτικής που βασίζεται στην προϊούσα εξαφάνιση των εθνικών κρατών υπό τις πιέσεις των καπιταλιστικών ροών και αναδεικνύει το εθνικό κράτος σε ένα από τα βασικά θύματα της παγκοσμιοποίησης απαιτεί επανεξέταση υπό το φως των τρεχουσών εξελίξεων και όχι των υποθέσεων ή των φαντασιώσεων περί της παγκοσμιοποίησης. Πρέπει να επισημανθεί κατ’ αρχάς ότι η νοηματοδότηση της παγκοσμιοποίησης ως ενός πρωτοφανούς φαινομένου με εντελώς νέα χαρακτηριστικά είναι κατά βάσιν α-ιστορική. Ο σχηματισμός μιας γεω-πολιτικής και γεω-οικονομικής τάξης με αξιώσεις παγκοσμιότητας υπερβαίνει κατά πολύ τον σύντομο 20ό αιώνα. Μόνο μια πολύ περιορισμένη αίσθηση της ιστορικότητας της παγκοσμιοποίησης επιτρέπει την δημιουργία εντυπώσεων περί καθολικώς πανίσχυρων, ιδεοτυπικών εθνικών κρατών τα οποία διασφάλιζαν την ισότητα της πολιτικής συμμετοχής στο παρελθόν ενώ τώρα απειλούνται. Η ιστορικοποίηση του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης προσφέρει τη δυνατότητα να κατανοήσουμε ότι τα εθνικά κράτη απετέλεσαν σημαντικούς κόμβους στην ανάδειξη του συστήματος της παγκόσμιας γεωπολιτικής τάξης της νεωτερικότητας και ότι η αντινομία μεταξύ του εθνικού και του παγκόσμιου είναι επίπλαστη. Επιπλέον, η συμμετοχή των εθνικών κρατών στο σύστημα των οικονομικών και πολιτικών δικτύων που σφράγισαν αυτή την διαδικασία συνέβαλε στην αποκρυστάλλωση των ιεραρχιών μεταξύ τους, της ποικιλίας των πολιτικών που ανέπτυξαν και των ιδιαιτεροτήτων των ελίτ και των υπάλληλων τάξεων που περιέκλειαν στο εσωτερικό τους. Δεν υπάρχουν «αθώα» και «ανυποψίαστα» εθνικά κράτη μιας ειδυλλιακής εποχής που εν προκειμένω υφίστανται την λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης, αλλά συγκεκριμένα όσο και διαφορετικά πολιτικά μορφώματα και συστήματα τα οποία συνέβαλαν με διαφορετικούς όσο και ιεραρχημένους τρόπους στη διαμόρφωση του παγκόσμιου γεωπολιτικού γίγνεσθαι που προηγείται του σύγχρονου φαινομένου του πλανητικού καπιταλισμού. Τα ζητήματα αυτά έχουν ήδη από τη δεκαετία του 1970 αναλυθεί.


Ωστόσο, η ανάδειξη της ιστορικότητας δεν πρέπει να επισκιάζει τη δυναμική της συγχρονίας. Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, η απο-αποικιοποίηση κατέλυσε την περιχαράκωση της διεθνούς οικονομίας σε ιμπεριαλιστικές ζώνες, ενώ η διάλυση του σοβιετικού μπλοκ επέτρεψε την διείσδυση του καπιταλισμού στην Ευρασία. Αυτές οι μεταβολές δημιούργησαν και ενίσχυσαν πλανητικά οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά δίκτυα με νέα χαρακτηριστικά. Τα εθνικά κράτη κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν αυτή την πραγματικότητα η οποία, σε πείσμα μερικές φορές της θεωρίας ή της προφητείας, δεν υποκατέστησε συνολικά το «εθνικό» με το «παγκόσμιο» ούτε το «κράτος» με την «αγορά». Σε πολλές περιπτώσεις, αναδιαμόρφωσε τη δυναμική της μεταξύ τους σχέσης και τροφοδότησε τον μετασχηματισμό της. Ηδη το 1997, η Linda Weiss επεσήμανε αυτή την προοπτική στο δοκίμιό της «Η παγκοσμιοποίηση και ο μύθος του ανίσχυρου κράτους» (Globalization and the Myth of the Powerless State» (New Left Review, Ι/225). Η ανάλυσή της ανέδειξε δύο πολύ σημαντικά φαινόμενα. Πρώτον, στις χώρες της «νέας εκβιομηχάνισης», ιδιαίτερα στην Ανατολική Ασία, τα εθνικά κράτη όχι μόνο δεν συρρικνώθηκαν αλλά λειτούργησαν ως βασικοί διαμεσολαβητές ανάμεσα στο τοπικό και στο παγκόσμιο και υπ’ αυτή την έννοια, ως επιταχυντές της παγκοσμιοποίησης. Δεύτερον, οι παραδοσιακοί φορείς της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας στον προηγμένο Βορρά, είτε στην αγγλο-αμερικανική επικράτεια είτε στην ηπειρωτική Ευρώπη, εντοπίζονται σε μεμονωμένα εθνικά κράτη ή σε συνασπισμούς εθνικών κρατών που αναπροσαρμόζουν τις στρατηγικές τους ειδικά στο επίπεδο της τεχνογνωσίας, του ελέγχου των παραγωγικών και χρηματοοικονομικών δυνάμεων και των επενδύσεων. Η ανάλυση της Weiss αλλά και άλλων μελετητών, κυρίως κατά την τελευταία πενταετία, κατέδειξε ότι τα εθνικά κράτη αναπτύσσουν μια ποικιλία πολιτικών η οποία δεν δικαιολογεί τη θυματοποίησή τους, ιδιαίτερα σε πολιτικούς λόγους που αυτοπροσδιορίζονται ως κριτικοί ή ως ριζοσπαστικοί. Η υπεραπλουστευμένη και γενικευτική εικόνα μιας παγκοσμιοποίησης που καταχθόνια υπονομεύει το εθνικό κράτος ή έστω τον εθνικό δημόσιο χώρο (ποια είναι η «χωροταξική του διευθέτηση», αν όχι τα κρατικά εδαφικά όρια;) έχει συμβάλει στην ανάδειξη του τελευταίου είτε σε είδος υπό εξαφάνιση είτε σε είδος υπό προστασία.


Η προβληματοποίηση αυτής της εικόνας και ο εμπλουτισμός των αναλύσεών μας με την κατανόηση της «τοπικο-παγκοσμιοποίησης» (glocalization) των εθνικών κρατών θα μπορούσε να υπερβεί τις αντιπαραγωγικές δυαδικές αντιθέσεις ανάμεσα στο «εθνικό» και το «παγκόσμιο» αλλά και τις εξαιρετικά προβληματικές αξιολογικές τους συνδηλώσεις στο επίπεδο της πολιτικής σκέψης και παρέμβασης. Η νέα εστίαση στο ζήτημα είναι απαραίτητη προκειμένου να αναδείξει ότι πολλές εκ πρώτης όψεως πολιτικές απορρύθμισης των εθνικών κρατών είναι πολιτικές επαναρρύθμισης των θεσμικών διευθετήσεων και των στρατηγικών θέσεων που καταλαμβάνουν οι εθνικοκρατικοί μηχανισμοί. Οχι μόνο το «κράτος καταλύτης» της παγκοσμιοποίησης στην ασιατική περίπτωση αλλά και το «κράτος αστυνόμος» (the policing state) στον ευρωπαϊκό και αμερικανικό χώρο αποτελούν σαφείς ενδείξεις αναπροσαρμογής των ρόλων που αναλαμβάνουν τα εθνικά κράτη. Η σύνθετη αναδιευθέτηση του ζωτικού οικονομικού και πολιτικού χώρου στο πλαίσιο του ελέγχου (και της αστυνόμευσης) των μεταναστευτικών ροών, του εργατικού δυναμικού, της τεχνογνωσίας και των συστημάτων στρατιωτικής και οικονομικο-πολιτικής ιεραρχίας και κυριαρχίας συμπορεύεται πολλές φορές με κεντρικά κατευθυνόμενους λόγους περί της εθνικής ασφάλειας και της προστασίας του έθνους. Ως εκ τούτου, η πολιτική εν τέλει συμβολή στη θυματοποίηση του έθνους-κράτους παραμένει μετέωρη και εμμέσως προδίδει τους στόχους της. Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς, δικαίως ως έναν βαθμό, ότι αντίστοιχα μετέωρη σε ό,τι αφορά τις πολιτικές της αναφορές παραμένει η συνεχής φλυαρία περί «φιλοξενίας», «οικειότητας» και «υβριδικότητας» που προβάλλεται ως εναλλακτικός πόλος σκέψης. Ωστόσο, η κατανόηση της κλίμακας των δυναμικών σχέσεων και των αναβαθμών της διαμεσολάβησης μεταξύ του τοπικού, του εθνικού και του παγκόσμιου μπορεί να αποδειχθεί τελικά πολύ περισσότερο παραγωγική από την επανάπαυση στη βολική ίσως λογική των αντινομιών.


Η κυρία Εφη Γαζή είναι επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.