Πηδώντας από το έξι στο επτά ο νέος χρόνος, βρήκε αντιμέτωπη την Ιλιάδα, που γυρεύει κι αυτή τώρα το δίκιο της. Θέλοντας και μη λοιπόν, μισάνοιξα την πόρτα, δοκιμάζοντας να μεταφράσω την πρώτη ραψωδία. Προηγουμένως όμως άρχισε το σκάλισμα. Για να εξευμενίσω την ακατάδεκτη μετάφραση, επικαλέστηκα την καλόγνωμη παράφραση, σταματώντας όπου το χώμα του κειμένου ήταν μαλακό και υποχωρούσε ευκολότερα. Το αποτέλεσμα: κάποια δοσμένα δώρα για την καλή χρονιά, χαρισμένα στους φίλους της μονότονης στήλης, που προχθές ορφάνεψε με την αποδημία του Μάριου. Προηγείται επομένως το λυπημένο δώρο, που έχει να κάνει εντούτοις με το φαγητό.


Πρόκειται για παραινετική διήγηση, που ακούγεται στην εικοστή τέταρτη ραψωδία από το στόμα του Αχιλλέα (601-617), για να πείσει τον σπαραγμένο ικέτη Πρίαμο να αγγίξει επιτέλους το φιλόξενο φαγητό που του προσφέρεται, θυμίζοντάς του την παραδειγματική ιστορία της Νιόβης. Παραφράζω:


Ο Απόλλων, λέει, της θανάτωσε τοξεύοντας έξι γιους, στον ανθό της νιότης τους. Η Αρτεμη έξι πανέμορφες θυγατέρες. Και ο λόγος: η Νιόβη συνερίστηκε τη Λητώ, μάνα των αδελφών θεών, λέγοντας πως εκείνη γέννησε μόνο δύο παιδιά, η ίδια όμως δώδεκα. Μέρες εννιά παρέμειναν άθαφτα και αιμόφυρτα τα τέκνα της Νιόβης, γιατί ο Δίας πέτρωσε τον γύρω χώρο και δεν βρέθηκε άνθρωπος να τα θάψει. Στο μεταξύ η μάνα τους, θρηνώντας ακατάπαυστα, αρνήθηκε να βάλει μπουκιά στο στόμα της, μένοντας εννιά μέρες ολονήστικη. Αλλά στις δέκα πάνω μέρες, όταν οι ολύμπιοι θεοί δέχτηκαν κι έθαψαν οι ίδιοι τα σκοτωμένα της παιδιά, τότε θυμήθηκε η μάνα τους να φάει. Μετά έγινε πέτρα κάπου στα απάτητα φαράγγια της Σιπύλου, και πετρωμένη εκεί, στάζει τον ασταμάτητο καημό της, κοντά στα λημέρια του Αχελώου, όπου χορεύουν αθάνατες νεράιδες.


Η σπαρακτική αυτή ιστορία (τη δραματοποίησε αργότερα και ο Αισχύλος) προτείνει μια φαινομενικά αταίριαστη σύγκριση. Ομως, με λίγη προσοχή, αναγνωρίζονται μεταξύ Νιόβης και Πριάμου κάποια συγγενικά στοιχεία: πολύτεκνη εκείνη (με έξι γιους και έξι θυγατέρες), πολύτεκνος κι εκείνος (με πενήντα γιους και δώδεκα θυγατέρες)· σπαραγμένη η Νιόβη από τον χαλασμό των παιδιών της, σπαραγμένος και ο Πρίαμος από τον χαμό του Εκτορα· άταφα για εννιά μέρες τα δώδεκα τέκνα της, άταφος ακόμη κι ο δικός του γιος· αν οριστικός κλήρος της Νιόβης ήταν η μεταμόρφωσή της σε βράχο που δακρύζει, ο κλήρος του Πριάμου προδιαγράφηκε σκληρότερος – με την άλωση της Τροίας τον περίμενε άγριος σφαγιασμός.


Το άλλο δώρο της παράφρασης είναι χαρούμενο και γιορτινό. Πρώτα τα συμφραζόμενα. Αν εξαιρέσουμε τον υπερφίαλο Θάμυρη της δεύτερης ιλιαδικής ραψωδίας (καυχήθηκε, λέει, πως μπορεί να βγει νικητής με τα τραγούδια του σε ανταγωνισμό ακόμη και με τις Μούσες, οπότε εκείνες τον τύφλωσαν, του πήραν πίσω το χάρισμα της θεσπεσίας αοιδής, του αφαίρεσαν την τέχνη του κιθαριστή), η Ιλιάδα δεν έχει άλλον επώνυμο αοιδό· διαθέτει μόνον έναν, αμφίβολο και ανώνυμο τραγουδιστή. Απεικασμένο στην ασπίδα του Αχιλλέα, που ο χωλός θεός, ασυναγώνιστος τεχνίτης, τη φτιάχνει μέσα σε μία νύχτα, υποχωρώντας στην παράκληση της Θέτιδας – τη θέλει ο σπαραγμένος γιος της, για να εκδικηθεί τον φόνο του αγαπημένου του εταίρου. Βρισκόμαστε στο τέλος της δέκατης όγδοης ραψωδίας (590-605), όπου ο λόγος για το κεντρικό τέχνημα του Ηφαίστου, προτού κυκλώσει την ασπίδα με το ποτάμιο σθένος του Ωκεανού. Παραφράζω:


Χάραξε, λέει, ο καλλιτέχνης θεός επάνω στην ασπίδα, στολίζοντάς την, ένα χοροστάσι, αντάξιο μ’ εκείνο που είχε φτιάξει ο Δαίδαλος για χάρη της Αριάδνης στην Κνωσό. Κι ο στολισμός παρίστανε: αγόρια και κορίτσια να χορεύουν χέρι με χέρι, δεμένα στον καρπό· φορώντας οι κοπέλες ρούχο λινό, λεπτό, κι οι νέοι χιτώνα λαμπερό, με λάδι ποτισμένο· στεφανωμένα τα κορίτσια με λουλούδια, τα αγόρια οπλισμένα με αργυρά μαχαίρια, κρεμασμένα από λουριά· χορεύοντας, τα πόδια τους πετούσαν γοργά κι ανάλαφρα, όπως γυρίζει ο τροχός έμπειρου κεραμέα· άλλοτε πάλι ο κυκλικός χορός άλλαζε σε αντικριστό, η μια σειρά απέναντι στην άλλη, και γύρω ο κόσμος μαζεμένος θαύμαζε. Κάπου στο πλάι ο θείος αοιδός χτυπούσε την κιθάρα του, κρατώντας τον ρυθμό για χορευτές και δύο ακροβάτες, που εκεί στη μέση ακροβατούσαν.


Χαρακτήρισα τον ανώνυμο αοιδό αμφίβολο, επειδή κάποιοι, παλιοί και νέοι, φιλόλογοι αθετούν τον στίχο που τον φιλοξενεί. Προσωπικά βρίσκω ταιριαστή την αμφιβολία με την ανωνυμία του αοιδού. Γιατί εδώ φαντάζει το πρότυπο του προγονικού ποιητή, προτού κερδίσει ακόμη διακριτικό όνομα, καν τη βεβαιότητα της ύπαρξής του.