Ολα δείχνουν ότι η αναταραχή στον χώρο της παιδείας θα συνεχιστεί και κατά πάσα πιθανότητα θα ενταθεί, χωρίς κανείς να γνωρίζει πού θα οδηγηθεί. Είναι πολύ δύσκολο σε μια τόσο λεπτή και κρίσιμη περιοχή, όπως είναι σε όλες τις βαθμίδες της η εκπαίδευση, να προτείνει κανείς έτοιμες λύσεις που μοιάζουν, τις περισσότερες φορές, με κομπογιαννίτικες συνταγές. Οι προτάσεις εδώ, πιθανόν περισσότερο από αλλού, χρειάζονται μελέτη, τόλμη και μυαλό. Ισως μάλιστα και φαντασία. Με το δεδομένο αυτό, θα περίμενε κανείς ότι η σημερινή κυβέρνηση, ύστερα από τόσα χρόνια στην αντιπολίτευση και τουλάχιστον προβληματισμένη από την κατάσταση στον χώρο της παιδείας, θα μπορούσε να προτείνει λύσεις, έχοντας αναθέσει την επεξεργασία τους σε ανθρώπους έμπειρους γύρω από τα προβλήματα αυτά.


Υστερα από δυόμισι χρόνια διακυβέρνησης έχω την εντύπωση πως δεν θα ήταν μεγάλος ο αριθμός εκείνων που θα συμφωνούσαν με τους κυβερνητικούς χειρισμούς στα θέματα της παιδείας. Ειδικά μάλιστα στο πανεπιστήμιο, για όσους ζουν τα θέματα αυτά από κοντά και επιπλέον βρίσκονται ή έχουν βρεθεί σε διοικητικές θέσεις που τους υποχρεώνουν να συναλλάσσονται με το υπουργείο Παιδείας, η κατάσταση θυμίζει συχνά την ατμόσφαιρα που πρέπει να είχε κατά νου ο Γκόγκολ όταν έγραφε τον Επιθεωρητή. Ετσι, για παράδειγμα, οι διορισμοί εκλεγμένων μελών του διδακτικού προσωπικού καθυστερούν περισσότερο από ένα έτος χωρίς απολύτως καμία εξήγηση, ενώ στο πρόσφατο παρελθόν σπανίως υπερέβαιναν το όριο των τριών μηνών. Λεπτομέρειες – θα πει κάποιος. Και δεν θα έχει άδικο, αν παραβλέψει το γεγονός ότι αυτές και άλλες παρόμοιες προδίδουν ένα ύφος άσκησης της εξουσίας που έχει ήδη πάρει διαστάσεις λαίλαπας.


Το κυριότερο και αυτάρεσκα προβεβλημένο χαρακτηριστικό του εν λόγω ύφους είναι ο αυταρχισμός του. Εντολές στέλνει η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας στα πανεπιστήμια και απαιτεί την άμεση και κατά γράμμα εφαρμογή τους: τα πανεπιστήμια ή θα υπακούσουν ή δεν θα έχουν πόρους. Ή υποταγή ή οικονομική εξαθλίωση. Δεν γνωρίζω αν πρόκειται για προαποφασισμένη πολιτική ή για την επίδειξη ενός είδους πολεμοχαρούς τακτικής, η οποία οφείλεται στην ιδιοσυγκρασία της κορυφαίας του υπουργείου. Οποια και να είναι η εξήγηση, έχει ήδη επικρατήσει η εντύπωση ότι το υπουργείο Παιδείας θυμίζει περισσότερο Γενικό Επιτελείο Μεραρχίας τις παραμονές αποφασιστικής μάχης και πολύ λιγότερο, έως καθόλου, τον Ναό όπου καλλιεργούνται η Παιδεία και ο Πολιτισμός, «πρώτες προτεραιότητες (sic) της κυβέρνησης». Παντού πολεμικές ιαχές, απειλές, ανακοινώσεις που μοιάζουν με ανακοινωθέντα. Ολο και περισσότερο η καχυποψία είναι αυτή που υφαίνει τον ιστό της εκπαιδευτικής πολιτικής, ο οποίος απλώνεται γοργά και παγιδεύει την εκπαιδευτική κοινότητα σε όλες τις βαθμίδες: οι δάσκαλοι απεργούν υποκινούμενοι και όποιος τολμήσει να υποθέσει ότι έστω σε ορισμένα σημεία ενδέχεται να έχουν δίκιο είναι υποκινητής. Υποκινούμενοι οι μαθητές στα Λύκεια, προς υποκίνηση οι φοιτητές, όλοι είναι ενεργούμενα. Αυτό αποφαίνεται η ημερησία διαταγή του επιτελείου της Μεραρχίας. Και τα σκυλιά δεμένα. Δυστυχισμένοι άνθρωποι που τόσα χρόνια το μόνο που μπόρεσαν να αφομοιώσουν είναι η απαστραπτούσης ευφυΐας θεωρία των υποκινητών. Για αυτούς τους ανθρώπους δεν ισχύει το κλασικό «ούτε ξέχασαν ούτε έμαθαν τίποτα». Ισχύει μάλλον το λιγότερο κλασικό: ούτε θέλουν να ξεχάσουν ούτε μπορούν να μάθουν οτιδήποτε.


Ποιος είναι ο αντίπαλός τους; Εντονότερα, αλλά ακριβέστερα μάλλον, ποιον θεωρούν εχθρό τους, ώστε να θέλουν τον εκμηδενισμό του, καθώς η σύγκρουση με τους δασκάλους τείνει να πάρει τη μορφή ολοκληρωτικού πολέμου; Προφανώς τους εκπαιδευτικούς. Τους θέλουν ηττημένους, απογοητευμένους, ταπεινωμένους. Ετσι να επιστρέψουν στις αίθουσες διδασκαλίας, με τρεις παράδες στο χέρι, γιατί ο προϋπολογισμός δεν επιτρέπει τέσσερις. Αυτό το τελευταίο είναι το κεντρικό επιχείρημα των αρχόντων που κυβερνούν και το χρησιμοποιούν συνεχώς, κάνοντας πως δεν καταλαβαίνουν ότι το πρόβλημα είναι άλλο και βρίσκεται αλλού: στην αξιοπρέπεια. Ολο και περισσότερο γίνεται σαφές ότι αυτό που ζητούν οι δάσκαλοι είναι συνεννόηση και ανθρώπινη συμπεριφορά. Οι ιθύνοντες απαντούν με την οίηση και την υπεροψία, τα συμβολικά τοτέμ που μοιάζουν πια να συνοδεύουν την εγκατάσταση στον υπουργικό θώκο. Αλλά και με την απαξίωση και με την περιφρόνηση που τείνουν να καθιερωθούν ως συμπεριφορά προς το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας. Από τη σκοπιά αυτή ίσως είναι η πρώτη φορά που ένα υπουργείο Παιδείας θα πετύχει το ακατόρθωτο: τη συσπείρωση όλων των εκπαιδευτικών εναντίον του, ακόμη και εκείνων που δεν είναι καθόλου πρόθυμοι να συμβάλουν, για παράδειγμα, στην αποδιοργάνωση των δημόσιων πανεπιστημίων με τη συμμετοχή τους σε κινητοποιήσεις των οποίων ο στόχος δεν είναι πάντοτε σαφής ενώ η αποτελεσματικότητά τους έχει γίνει τουλάχιστον αντικείμενο αμφισβήτησης, αν όχι χλεύης. Εχουμε φτάσει αλήθεια στο σημείο όπου η αναγκαστική επιλογή βρίσκεται μεταξύ του υπουργικού αυταρχισμού και του κουκουλοπούλειου παραλογισμού; Ας ελπίσουμε πως όχι.


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.