Πρόσφατα εγκαινιάσθηκε το Μουσείο Πολιτικών Κρατουμένων Αη Στράτη, ενός «προορισμού» πολιτικής εξορίας στη χώρα μας. Θα προσπαθήσω εδώ να σκιαγραφήσω τους όρους που ωθούν υπό εκκόλαψη ποιητή και διανοούμενο σε ένα τέτοιο «ταξίδι», παραπέμποντας κι αυτή τη φορά στο βιβλίο μου Κοινωνία, πολιτική στράτευση και ποίηση («Σαββάλας» 2006).


Δεκατετράχρονος μαθητής της Βαρβακείου ο Τίτος Πατρίκιος εντάσσεται στο EAM Νέων (1942), με την ώθηση του Βαγγέλη Γκούφα και την καθοδήγηση του Αλέξανδρου Κοτζιά, μέλους τότε της ΟΚΝΕ, και τον επόμενο χρόνο στην ΕΠΟΝ, όταν δηλαδή δημοσιεύει και το πρώτο του ποίημα στο «περιοδικό των νέων» Ξεκίνημα της Νιότης, ενώ ένα χρόνο αργότερα, άγουρος ελασίτης πια, κινδυνεύει να εκτελεστεί από συνεργάτες των Γερμανών:


«η σφαίρα που της γλύτωσα δε χάθηκε


μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε


στη θέση μου.


Ετσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή


κι όσος καιρός μού μένει


σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν


για να τους ιστορήσω».


Ο Πατρίκιος το 1946 εισάγεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, παρακολουθώντας διακριτικά τη δραστηριότητα της ομάδας νέων αριστερών λογοτεχνών «Θεμέλιο» (από το όνομα του περιοδικού) που τελούσε υπό την καθοδήγηση του Γιάννη Ρίτσου και την «οργανωτική ευθύνη» του Δημήτρη Δεσποτίδη. Τότε που συνέχιζε η πράξη να «προλαβαίνει το στοχασμό» διατυπώνονταν συνάμα δυο ερωτήσεις: «ποιος θα χτίσει καλύτερα από μας;» και «άραγε θα κρατήσουνε οι ώμοι μας/το βάρος αυτής της εμπειρίας;». Οταν δηλαδή στην «κλειστή κάμαρα» οι φοιτητές συζητούν για τα βιβλία που «φθείρονται» μέσα στα χέρια τους, κυκλοφορούν τα Ελεύθερα Γράμματα, τα οποία εμφανίσθηκαν ήδη τον Μάιο του 1945 με την πρόθεση να αγωνισθούν για την εγκαθίδρυση της «προοδευτικής και ολοκληρωμένης δημοκρατίας». Το εβδομαδιαίο αυτό περιοδικό της «ζωντανής σκέψης» πλάτυνε τον κύκλο των συνεργατών των Νεοελληνικών Γραμμάτων και κινητοποίησε τους λογοτέχνες του EAM από τη μεταδεκεμβριανή φάση ως τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, παρά τις συνεχείς διώξεις του εκδοτικού πυρήνα.


Ο Πατρίκιος, τελειόφοιτος της Νομικής, οδηγείται ως στρατιώτης στη Μακρόνησο (1951/1952), έχοντας εδραιωμένη τη βεβαιότητα ότι η γενιά του «δε θα χάσει το δρόμο»:


«Θα μας οδηγούν οι φωνές


από μια παλιά διαδήλωση


η μνήμη των σκοτωμένων μας συντρόφων


η ανάσα των εργαζομένων».


Προφανώς γνωρίζει πού και πώς θα


διανύσει τη στρατιωτική του θητεία, όταν δηλαδή


«σώθηκε ο καρπός στα λιόδεντρα


στέρεψε το νερό


στις άδειες στέρνες πετάμε ξερολίθαρα».


Στη συνέχεια ο Πατρίκιος εκτοπίζεται, ως πολιτικός εξόριστος, στον Αη Στράτη (1952/1953):


«Τα εικοσπέντε μου χρόνια συνωστισμένα


σε δεκαετίες


διωγμών και στερήσεων –


όχι, δε θα σας κάνω τη χάρη να σας


συνηθίσω, να βολευτώ μαζί σας.


Δεν προσαρμόζομαι στο θάνατο».


Στα πολύστιχα ποιήματα αυτής της περιόδου – «Μεγάλο γράμμα», «Ασκήσεις» («Σημειωματάριο»), «Χωματόδρομος» («Γη και θάλασσα», «Σχέδια στη νύχτα», «Κατάφατσα στον ουρανό») – οι επιμέρους ενότητες αποτελούν αυτοτελείς μονάδες που συνυπάρχουν αβίαστα στο όλο, έχοντας πάντως ως αφετηρία το αργόσυρτο κλίμα μιας τέχνης πολιτικών κρατουμένων. H ποίηση αυτή δεν παγιδεύεται σε μια ρητορική πρακτική αγοραφοβίας:


«Θα σου μιλήσω μπροστά στο πέλαγος


κι η φωνή μου θα σε φτάσει».


Ο δρόμος και η πλατεία, ως συμβολική εστία της δράσης των επαναστατημένων «προλετάριων» (έστω κι αν μια φορά η έκφραση αυτή παίρνει τη θέση των «ανθρώπων»), μεταστοιχειώνουν τα όνειρά τους σε «μεγάλα οδόσημα της ιστορίας». Επιπλέον, η ποίηση αυτή βρίσκεται πέραν του κομματικού μηχανισμού ελέγχου της συλλογικότητας των εξορίστων στον Αη Στράτη, όπου αμέσως μετά τον τερματισμό του πολέμου της Κορέας οι «Ηπειρώτες» (Βασ. Τσίτσος, Δαγκλήδες) εγκαινιάζουν την εσωκομματική διαφωνία για το μέλλον του σοσιαλισμού σ’ έναν κόσμο «ειρηνικής συνύπαρξης».


Γνωρίζω ότι ο συνειρμός κάθε φορά έχει τα όριά του, σύμφωνα με την ικανότητά του να μεταβαίνει σε «άλλο γένος». Μόνο που ό,τι έχω καταγράψει έως εδώ μου δίνει τη δυνατότητα να σταθώ στις περιπτώσεις «εξορίας» μέσα στο πανεπιστημιακό campus. Απ’ αυτήν την άποψη δεν μπορώ παρά να μνημονεύσω με κάθε τιμή τον Στέλιο Αλεξανδρόπουλο, συνάδελφο του Πανεπιστημίου Κρήτης, που έσβησε στο γραφείο του, αποχωρώντας από τη Γενική Συνέλευση του Τμήματός του. Ο ίδιος ήταν άλλωστε που έγραψε ότι το ερώτημα για το ενδεχόμενο της «μη ωφελιμότητας» της ελευθερίας συνιστά ερώτημα που δεν επιτρέπεται να τεθεί, με όποιο τίμημα κι αν τούτο συνυπολογισθεί…


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.