Το πόρισμα της Επιτροπής Βερέμη μάς θυμίζει πόσο λείπει από τη χώρα μας η συστηματική και προσεκτική ανάλυση των σημαντικών πολιτικών και οικονομικών της προβλημάτων. Το πόρισμα είναι παράδειγμα μετρημένης και εξειδικευμένης ανάλυσης. H προτάσεις του πορίσματος ανοίγουν το δρόμο σε μεταρρυθμίσεις που είναι απολύτως απαραίτητες για την αποκατάσταση της ποιότητας του ελληνικού πανεπιστημίου. Πόσο λείπει αυτή η μετρημένη και αξιόπιστη ανάλυση από την πολιτική μας συζήτηση και τι κρίμα που και άλλα υπουργεία δεν ακολουθούν το παράδειγμα της σοβαρής και ενημερωμένης διαβούλευσης.


* Ο κρατισμός και η εξάρτηση


Το βασικό πρόβλημα του πανεπιστημίου σήμερα είναι η υπερβολική εξάρτησή του από το κράτος και τα πολιτικά κόμματα. H εξάρτηση αυτή σημαίνει, για παράδειγμα, ότι κάθε προκήρυξη νέας διδακτικής θέσης, καθώς και η κάθε εκλογή ή προαγωγή καθηγητή πρέπει να εγκριθεί από το υπουργείο. Κατά συνέπεια, το πανεπιστήμιο σήμερα λειτουργεί με στρεβλά κίνητρα: οι διοικήσεις του εξαρτώνται από την ικανοποίηση των βουλήσεων του υπουργείου καθώς και των κομματικών οργανώσεων που μεσολαβούν μεταξύ κράτους και ακαδημαϊκής κοινότητας. H υποτιθέμενη αυτοδιοίκηση του πανεπιστημίου είναι ανύπαρκτη. Ο ασφυκτικός έλεγχος του κράτους (αδιανόητος στις ΗΠΑ και στην Αγγλία, που έχουν κατά γενική ομολογία τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου) είναι το κυριότερο πρόβλημα του ελληνικού πανεπιστημίου σήμερα.


Οι λύσεις που προτείνει η Επιτροπή Βερέμη είναι σωστές αφού αποσκοπούν στον περιορισμό των ευκαιριών για συναλλαγή με τον πολιτικό κόσμο και επιστρέφουν εξουσίες στους καθηγητές. Οι λύσεις είναι γνωστές. Αυτοδιοίκηση, καλύτερος οικονομικός προγραμματισμός, μικρότερος αριθμός φοιτητών, βιβλιοθήκες, έμφαση στην αξιοκρατία και στην έρευνα. Σωστά προτείνεται να καταργηθεί αμέσως το διανεμόμενο σύγγραμμα (το οποίο είναι καταστρεπτικό για την κριτική σκέψη) και οι σχετικοί πόροι να πάνε σε βιβλιοθήκες, να απαγορευτούν όλες οι μετεγγραφές, να σταματήσει η συμμετοχή φοιτητών συνδικαλιστών στην εκλογή πρυτανικών αρχών και στις εκλογές και προαγωγές καθηγητών και, τέλος, να μειωθεί ο αριθμός των φοιτητών στις σχολές που δεν μπορούν σήμερα να λειτουργήσουν σωστά. Ολες αυτές οι λύσεις είναι προφανείς και απόλυτα αναγκαίες.


* Το πρόβλημα των πόρων


Παράλληλα όμως οι στρεβλοί σημερινοί θεσμοί έχουν αναπτυχθεί σε ένα περιβάλλον γενικευμένης οικονομικής εξαθλίωσης. Οι πόροι που παρέχει σήμερα η Ελλάδα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ανά φοιτητή είναι από τους χαμηλότερους της Ευρώπης. Στην έρευνα του ΟΟΣΑ για την παιδεία στην Ευρώπη το 2004 φαίνεται ότι το πρόβλημα είναι γενικό: πολύ χαμηλή κρατική χρηματοδότηση προβλέπουν τόσο η Γερμανία όσο και η Γαλλία τουλάχιστον σε σχέση με τις ΗΠΑ. Αλλά επειδή είναι πλούσιες χώρες ξοδεύουν πολύ μεγαλύτερα ποσά ανά φοιτητή. Τα στοιχεία μιλούν μόνα τους. Το 2001 η Ελλάδα ξόδεψε 4.280 δολάρια ανά φοιτητή, η Γαλλία 8.837, η Γερμανία 10.504, η Αγγλία 10.753 και η Αμερική 22.234. Οι διαφορές είναι εντυπωσιακές. Συνεπώς, εάν η κυβέρνηση έχει το σθένος να προχωρήσει τη μεταρρύθμιση, θα πρέπει είτε να αυξήσει τη χρηματοδότηση, είτε να μειώσει ανάλογα τον αριθμό των φοιτητών.


* Νοοτροπία και προνόμια


Ούτε η μεταρρύθμιση των θεσμών ούτε η αύξηση των πόρων μπορούν όμως να βελτιώσουν την ποιότητα των παρεχόμενων σπουδών. Για να βελτιωθεί η ποιότητα απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη κατάλληλου προσωπικού και κατάλληλης νοοτροπίας. Δυστυχώς σε πολλές σχολές της χώρας πολλοί καθηγητές έχουν εκλεγεί λόγω οικογενειακής επιρροής ή λόγω πολιτικών παρεμβάσεων. Σήμερα τέτοιοι καθηγητές κρίνουν τους νεότερους. Και, δυστυχώς, οι μετριότητες συνήθως διορίζουν άλλες μετριότητες. Δεν γνωρίζω πόσο μεγάλο είναι το πρόβλημα, είναι όμως φανερό ότι σε τέτοιες σχολές κάθε αύξηση πόρων ή αλλαγή θεσμών δεν θα αλλάξει την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης ή την παραγωγή πρωτότυπου ερευνητικού έργου. Ταυτόχρονα η νοοτροπία της εύκολης λύσης και της αδράνειας εμποδίζουν τη χρησιμοποίηση των πόρων που ήδη υπάρχουν.


Το πρόβλημα της ποιότητας, επειδή είναι τόσο στενά προσωπικό, θα συναντήσει και τις μεγαλύτερες αντιδράσεις. Δύο είναι οι πιθανές λύσεις. Πρώτον, η γενική αξιολόγηση των σχολών και των τμημάτων από ανεξάρτητη αρχή (ίσως μια μελλοντική εξέλιξη του «Συμβουλίου Ανώτατης Παιδείας»). Αν η αξιολόγηση συνδεθεί με διαφορετική χρηματοδότηση για τις επιτυχημένες σχολές, όλες οι σχολές θα έχουν κίνητρα να βελτιώσουν τις σπουδές τους. Δεύτερον, απαιτείται η εκλογή νέων καθηγητών και η προαγωγή των υπαρχόντων από επιτροπές που συμπεριλαμβάνουν διακεκριμένους επιστήμονες από άλλα πανεπιστήμια, ενδεχομένως και του εξωτερικού. H συμμετοχή διακεκριμένων επιστημόνων από άλλα ιδρύματα θα κάνει τις νέες εκλογές και προαγωγές να φαίνονται πιο αξιοκρατικές και ενδεχομένως θα είναι και πιο αξιοκρατικές.


Και οι δύο αυτές λύσεις έχουν απορριφθεί από τις σημερινές πρυτανικές αρχές. Και όμως, ακόμα και η Οξφόρδη και το Cambridge, όπως και όλα τα άλλα αγγλικά πανεπιστήμια, υπόκεινται σε αξιολόγηση από ανεξάρτητες αρχές, χρηματοδοτούνται από το κράτος ανάλογα με την επιτυχία τους στη διαδικασία αυτή και συστηματικά συμπεριλαμβάνουν καθηγητές από άλλα ιδρύματα τόσο στην εκλογή νέων καθηγητών όσο και στην αξιολόγηση των φοιτητών τους. Αν το δέχονται μερικά από τα καλύτερα πανεπιστήμια της Ευρώπης, γιατί να μην το δέχονται τα ελληνικά;


H αλλαγή νοοτροπίας μέσω της αξιολόγησης δεν είναι πολυτέλεια. Σήμερα η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών – μια σχολή με καθηγητές εξαιρετικής ποιότητας – δεν έχει βιβλιοθήκη. Εχει μόνον επιμέρους ανά ειδικότητα «σπουδαστήρια» διάσπαρτα στα κτίρια της Νομικής, όπου σε διαφορετικές ώρες της ημέρας ένας φοιτητής μπορεί να βρει ορισμένα βιβλία. Αυτό δεν σημαίνει μόνο έλλειψη κεντρικού αναγνωστηρίου. Σημαίνει επίσης έλλειψη ειδικών που θα οργανώσουν τις συνδρομές σε περιοδικά, τις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων, που θα βοηθήσουν στα δάνεια από ξένες συλλογές, τις ηλεκτρονικές συνδρομές κτλ. Αυτό δημιουργεί μια έκδηλη εσωστρέφεια. Είναι πολύ πιο εύκολο να χρησιμοποιούμε μόνο αυτά που έχουν τα τοπικά βιβλιοπωλεία, δηλαδή ελληνόγλωσσα βιβλία και περιοδικά. Συνεπώς ένας ερευνητής είναι εξαιρετικά δύσκολο να έχει ευρύτερους ορίζοντες αν εργάζεται στην Αθήνα. Εκτός εάν διαθέτουν ιδιωτικά μέσα (ή εάν εργάζονται στο εξαιρετικό αλλά μεμονωμένο σπουδαστήριο Φιλοσοφίας του Δικαίου), οι έλληνες ερευνητές είναι εκ των πραγμάτων αποκομμένοι από τη διεθνή συζήτηση. Το πρόβλημα αυτό δεν είναι οικονομικό αλλά βρίσκεται στις προτεραιότητες και στη διάχυτη νοοτροπία της σχολής που νιώθει – καθώς φαίνεται – ότι δεν οφείλει τίποτε σε κανέναν και ιδίως στους φοιτητές της.


* Οι πολιτικές αντιδράσεις


Τολμώ να πω ότι παρά τις διαφωνίες στις λεπτομέρειες, εν όψει του κύρους και της εμπειρίας των μελών της Επιτροπής Βερέμη, οι κύριες αντιδράσεις στις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις θα είναι οι στενά προσωπικές. Δηλαδή θα εκφραστούν από όσους νομίζουν ότι θα χάσουν από τις προτεινόμενες αλλαγές προσωπική επιρροή ή ισχύ. H κυβέρνηση – και η αξιωματική αντιπολίτευση – θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις αντιδράσεις αυτές με σθένος. Οι φοιτητές συνδικαλιστές και οι καθηγητές που φοβούνται την αξιολόγηση και τη λογοδοσία θα δώσουν λυσσαλέα μάχη στο όνομα δήθεν υψηλών ιδεωδών για να μην αλλάξει τίποτε στα προνόμιά τους. H βελτίωση όμως της ανώτατης παιδείας στη χώρα μας σε ένα περιβάλλον εντεινόμενου διεθνούς και ευρωπαϊκού ανταγωνισμού είναι σήμερα απολύτως απαραίτητη. H Επιτροπή Βερέμη προσφέρει σήμερα μια πολύτιμη ευκαιρία που οι πολιτικές δυνάμεις οφείλουν να μη χάσουν.


Ο κ. Παύλος Ελευθεριάδης είναι λέκτορας Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.