H επιφυλλίδα αυτή θα μπορούσε να ασχοληθεί με τους τρόπους «σχηματοποίησης» που έχουν εδραιωθεί, κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια, στη διαχείριση των φιλοσοφικών κείμενων που γράφτηκαν (και κάποτε δημοσιεύθηκαν) στην εποχή που ονομάσθηκε «Νεοελληνικός Διαφωτισμός». Τα ειδικότερα θέματα που θα μπορούσαν να εξετασθούν στο πλαίσιο μιας ιστορικοκριτικής οπτικής με αντικείμενο την «ερμηνευτική της ερμηνευτικής», είναι τα εξής:


α. Αποτελεί ταυτόχρονη ανάγκη η διεργασία «σχηματοποίησης» και «αποσχηματοποίησης» και ποιοι ιστορικοί όροι εξηγούν τη λειτουργία των θεσμών δημοσιότητας της οικείας ερμηνευτικής πρακτικής;


β. Πώς τίθεται το ζήτημα της «αρμοδιότητας» στη μελέτη των φιλοσοφικών κειμένων, πώς διεξάγεται η διαμάχη για την εφαρμογή ενός «jus primae noctis» και πώς ανασυντάσσεται διαρκώς το περίγραμμα των «νεοελληνικών σπουδών»·


γ. Τι υπονοεί το ηγεμονικό σχήμα πρόσληψης του «Νεοελληνικού Διαφωτισμού», ποια εκδοχή «περιοδολόγησης» συνεπάγεται, ποιες «τοπικότητες» του φαινομένου προτάσσει, πώς θεματοποιεί τους «διανοουμένους» ως συγγραφείς (και) φιλοσοφικών κειμένων και ποια έννοια του «έθνους» προϋποθέτει.


Εννοείται ότι ο διαθέσιμος χώρος της εφημερίδας δεν επαρκεί για τη στοιχειώδη, έστω, αντιμετώπιση των θεμάτων που μόλις σκιαγράφησα, όταν μάλιστα για τη συζήτηση των θεωρητικών πτυχών αυτών των θεμάτων αφιέρωσα τμήματα βιβλίων μου. Πριν προβώ σε μια ορισμένη επιλογή, για τις ανάγκες της παρούσας επιφυλλίδας, σπεύδω να υπογραμμίσω την αναγκαιότητα – χωρίς να την υποβαστάζει κάποια ώθηση γραμμικής αποτύπωσης – να προβαίνουμε συχνά σ’ αυτό που ο Αλκης Αγγέλου είχε ονομάσει «ιστορία της Ιστορίας της Πνευματικής Πορείας του Νέου Ελληνισμού». Και προφανώς με την υπόμνηση ότι ένας τέτοιος ερμηνευτικός αναστοχασμός έχει τη δική του ιστορία ως «ερμηνευτική της ερμηνευτικής», χωρίς να προκρίνει για τον εαυτό του την πλήρη τάχα αδρανοποίηση των ιδεολογικών πρακτικών ούτε να υιοθετεί το σχήμα «από το μύθο στο λόγο», το οποίο εκτρέφει σειρά μορφών θετικισμού, στις οποίες επιβάλλεται να συμπεριληφθεί και ο μαρξιστογενής που συνεπάγεται την «άγνοια κάθε θετικού» («über alles Positive», κατά την έκφραση – φευ! – του ίδιου του Marx).


H αξιοσημείωτη ώθηση των νεοελληνικών σπουδών, αρχικά στη μεταπολεμική και με έντονους ρυθμούς στη μεταπολεμική περίοδο, έκανε γνωστή την ιστορία των γραμμάτων μέσα από ένα διπλό πρίσμα: με την ανίχνευση της αφετηρίας τους, σε συνδυασμό με τη γένεση του έθνους, και με την κατανόηση της συμβολής τους στη σύσταση του εθνικού κράτους. Με άξονα τη γραμμική αντίληψη του ιστορικού γίγνεσθαι, η οποία σε όλες τις εκδοχές της δεν αποκρύπτει την ευρωκεντρική της καταγωγή, το ενδιαφέρον είχε στραφεί προς την εποχή της «κορύφωσης» των ιδεών που εσωτερικά σήμαινε την ολοκλήρωση της ιδεολογικής προετοιμασίας του Εικοσιένα και εξωτερικά – με κάποια απλώς καθυστέρηση – τη συμπόρευση με τη δυτικοευρωπαϊκή κίνηση των Φώτων.


Σ’ αυτήν την υπογράμμιση της περίοπτης θέσης του «νεοελληνικού διαφωτισμού», για να χρησιμοποιήσουμε τον περιγραφικό αυτόν όρο, την πρωτοκαθεδρία είχε η αναζήτηση των αγωγών πρόσληψης και του τρόπου επεξεργασίας των ιδεών του γαλλικού διαφωτισμού, ή, έστω, των σημαντικότερων προδρόμων του, όπως λόγου χάρη είχε συμβεί με την εξακρίβωση της τύχης του Locke στην ελληνική διανόηση. Οι ερμηνευτικές παρενέργειες, στις οποίες ωθούν αυτές οι «σιωπές» ή οι προτεραιότητες, μπορεί βέβαια να χρεώνονται στην επιστημολογική και ιδεολογική διαμόρφωση των εισηγητών τους ή – πολύ περισσότερο – των σχολιαστών που τους διαδέχονται, οδήγησαν όμως στην ελλιπή έρευνα των πηγών, στη μεροληπτική ανασυγκρότηση των θεωρητικών ροπών και στην ανακριβή απογραφή του ειδικού τους βάρους. Καθιέρωσαν, τέλος, ένα μάλλον ανελαστικό σχήμα στην περιοδολόγηση του «νεοελληνικού διαφωτισμού» που αφήνει έξω από το πεδίο εφαρμογής του πλείστες περιπτώσεις, μολονότι η προσεχτική τους στάθμιση θα μπορούσε να τροποποιήσει ορισμένες εκτιμήσεις μας – που επιβάλλονται με την ισχύ του «κοινού τόπου» – γι’ αυτή την περίοδο.


H ιστορία των ιδεών, στο βαθμό που ως όρος είναι αναγκαίος πλεονασμός και ως εγχείρημα ερευνητικό ανήκει στην επιστήμη της ιστορίας, δε νομιμοποιεί μόνο τις συσχετίσεις ή τις προσμίξεις των επιμέρους πτυχώσεων της, αλλά και την αυθυπαρξία της καθεμίας στην ιστορική της τροχιά. Τούτο για τη φιλοσοφική σκέψη σημαίνει ότι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την ιστορική κατανόηση – δηλαδή για την ένταξη σε μια ολότητα ομοίων, παράλληλων ή διαφορετικών φιλοσοφικών φαινομένων μιας ορισμένης κοινωνίας – της αυ-τοδυναμίας που η ίδια απέκτησε, χωρίς να ολισθαίνουμε έτσι στις παγίδες που επιφυλάσσει το δίδυμο σύμπλεγμα της επαρχιώτικης υποτίμησης και της νεοπλουτικής υπερτίμησης. Ειδικότερα, σ’ αυτήν την οπτική, συνέτεινε με το πολυετές ερευνητικό του έργο ο K. Θ. Δημαράς. Τούτο μας το ξαναθυμίζει με την αναδημοσίευση τριών διεισδυτικών εργασιών, στο τομίδιο: Οι ασέβειες του ιστορικού, ο αλησμόνητος Φίλιππος Ηλιού. Δηλαδή με την ανάδειξη της «αποφασιστικής συμβολής» του Δημαρά στην «ανασυγκρότηση των νεοελληνικών σπουδών» και συναφώς σε «μια νέα θεώρηση της νεοελληνικής ιστορίας». Και πριν απ’ όλα στη φροντίδα του να «υπάρξουν καλά εργαλεία», με τα οποία θα μπορέσει ο ιστορικός να «διαχειρίζεται με περισσότερη ακρίβεια» τα αντικείμενα της ερευνάς του.