Για να προοδεύσει, για να έχει αποτελεσματικότητα μια κοινωνία, ένα ανθρώπινο σύνολο, πρέπει να έχει σχέδιο, να έχει όραμα και προοπτική. H ουσία της πολιτικής βρίσκεται στην επεξεργασία αυτού του σχεδίου.


Οσοι, στην Κύπρο αλλά και στην Ελλάδα και αλλού, αγωνιούν για το μέλλον και την επανένωση της μοιρασμένης μας πατρίδας δύσκολα διακρίνουν σήμερα την ύπαρξη αυτού του σχεδίου και αυτής της προοπτικής.


Στην Ευρωπαϊκή Ενωση και ευρύτερα διεθνώς, όπου μπορεί να γίνεται αναφορά στο Κυπριακό, αυτό που συζητείται δεν είναι η λύση αλλά η αναβάθμιση των Τουρκοκυπρίων και η ούτω καλουμένη εξομάλυνση των σχέσεων της Κύπρου με την Τουρκία.


Ολους αυτούς τους μήνες που συνεζητείτο η έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία η εντύπωση ήταν ότι σημαία της πολιτικής της ελληνοκυπριακής πλευράς είναι το πρωτόκολλο, η «εξομάλυνση», και όχι η λύση του Κυπριακού.


Αντί λοιπόν ενός σχεδίου που να δείχνει τη λύση έχουμε πολιτική τού «βλέποντας και κάνοντας», ενώ αφέθηκαν να καλλιεργούνται προσδοκίες περί ευρωπαϊκής λύσης. Ακούγαμε συνεχώς πως θα ήταν αδύνατον να ανάψει το πράσινο φως για την πορεία της Τουρκίας στην Ευρώπη, όπως έγινε τον περασμένο Δεκέμβριο, είτε να προχωρήσει σε έναρξη διαπραγματεύσεων αν εν τω μεταξύ δεν δεσμευόταν για λύση του Κυπριακού και δεν έκανε υποχωρήσεις επί της ουσίας. Ολα αυτά αποδείχθηκαν φρούδες ελπίδες.


Οι ίδιοι οι εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως και προχθές ακόμη ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κ. Μπορέλ, μας λένε ξεκάθαρα ότι οφείλουμε να βιαστούμε. Να προχωρήσουμε σε διαπραγματεύσεις για να λύσουμε το Κυπριακό με βάση το Σχέδιο Αναν.


Πολλοί λένε ότι, αν πρόκειται να κάνουμε υποχωρήσεις οι οποίες θα δεσμεύουν και τις επόμενες γενιές, τότε καλύτερα να περιμένουμε. Να περιμένουμε και 10, και 15, και 20 χρόνια. Πολύ αμφιβάλλω όμως αν υπάρχουν αρκετοί, πολιτικοί ή μη, που να μη βλέπουν ότι αν δεν υπάρξει λύση μέσα στα επόμενα δύο-τρία χρόνια και αφήσουμε τα πράγματα ως έχουν για πολλά χρόνια, τότε λύση ουσιαστικά θα σημαίνει νομιμοποίηση της διχοτόμησης και μάλιστα διχοτόμησης με βάση τα σημερινά δεδομένα. Αυτή η απλή αλήθεια έχουμε καθήκον να γίνει κτήμα όλου του λαού. Να συνειδητοποιήσει ο κόσμος ότι η επιλογή δεν είναι μεταξύ μιας καλύτερης λύσης σε 10-15 χρόνια και μιας κακής λύσης τώρα αλλά μεταξύ μιας λύσης όσο καλύτερης μπορούμε στο άμεσο μέλλον ή μη λύσης και διχοτόμησης της Κύπρου στο απώτερο μέλλον.


Δυστυχώς, αγαπητοί φίλοι, πολύ φοβάμαι ότι πολλοί δεν δέχονται τον ιστορικό συμβιβασμό του Εθνάρχη Μακαρίου, ο οποίος αναγκάστηκε να δεχθεί το εφικτό ενώ σε όλη του τη ζωή αγωνίστηκε για το ευκταίο. Μέσα από την περιπέτεια δεκαετιών, με αποκορύφωμα το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή, ο Εθνάρχης Μακάριος προχώρησε στις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου και στον συμβιβασμό της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Στην απέναντι πλευρά βέβαια είχαμε έναν ηγέτη, τον κ. Ντενκτάς, ο οποίος δεν ενδιαφερόταν για οιονδήποτε συμβιβασμό και οποίος επέμενε στη διχοτόμηση της Κύπρου. «Δύο λαοί – δύο κράτη» έλεγε.


Μπροστά στην αρνητικότητα του Ντενκτάς ήταν εύκολο όλοι να δηλώνουν ενθουσιώδεις οπαδοί του συμβιβασμού του Εθνάρχη Μακαρίου ενώ στην πραγματικότητα σκέφτονταν και εννοούσαν άλλα πράγματα. Οταν όμως εν συνεχεία τα Ηνωμένα Εθνη παρουσίασαν διάφορες σκέψεις, ιδέες ή προτάσεις για λύση οι οποίες στηρίζονταν πάνω σε αυτές τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου, είτε αυτές λέγονταν Δείκτες Γκουεγιάρ είτε Ιδέες Γκάλι είτε Σχέδιο Αναν, είδαμε να τις απορρίπτουν όλες.


Δεν πιστεύω να υπάρχει Ελληνοκύπριος που να μην επιθυμεί, αν ήταν δυνατόν, να επιστρέψουμε πίσω στη Συμφωνία Ζυρίχης/Λονδίνου, όπως κάποιοι υποστηρίζουν ανοικτά και άλλοι απλώς το υπονοούν. Ταυτόχρονα όμως είμαι ρεαλιστής και βλέπω ότι οφείλουμε να επιδιώξουμε λύση στο πλαίσιο του ιστορικού συμβιβασμού του Εθνάρχη Μακαρίου και της γραμμής που διαμορφώθηκε στα Ηνωμένα Εθνη.


Σε αντίθετη περίπτωση οφείλουμε να προειδοποιήσουμε τον λαό μας ότι οι κίνδυνοι που διατρέχουμε είναι τεράστιοι. Πρώτα απ’ όλα υπάρχει ο κίνδυνος της διχοτόμησης που θα σημαίνει μονιμοποίηση της αβεβαιότητας και ανασφάλειας. Διχοτόμηση που θα σημαίνει την ουσιαστική αποξένωση και εκμετάλλευση των ελληνοκυπριακών περιουσιών καθιστώντας τη λύση σε συνδυασμό με την επιστροφή περιουσιών πρακτικά αδύνατη.


Αναβολή σε βάθος χρόνου θα σημαίνει επίσης αλλαγή των δημογραφικών δεδομένων. Οι έποικοι κάποτε ήταν δέκα χιλιάδες, ύστερα έγιναν είκοσι, πενήντα, εβδομήντα, εκατό. Σήμερα μπορεί να είναι μεταξύ εκατό και εκατόν τριάντα χιλιάδων. Κανένας όμως δεν μπορεί να μας διαβεβαιώσει πόσοι θα είναι σε 20 χρόνια από σήμερα.


Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι εν τω μεταξύ θα υπάρξουν ουσιαστικές αλλαγές και όσον αφορά τη συμπεριφορά της τουρκοκυπριακής κοινότητας.


Μετά την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση έχουμε πραγματικά ένα νέο πλαίσιο ασφαλείας αλλά και προοπτικές ενός έντιμου συμβιβασμού και μιας νέας εποχής για τον τόπο μας.


Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, είμαι βέβαιος, θα ενισχύσει και τις δύο κοινότητες της Κύπρου. Δεν θα μετατραπεί σε εργαλείο επιβολής της μιας κοινότητας επάνω στην άλλη.


Βεβαίως και η Ευρωπαϊκή Ενωση και ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών και η διεθνής κοινότητα θα στηρίξουν και θα προωθήσουν τη λύση, την ειρήνη και τον συμβιβασμό αν εμείς πρώτοι, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, εκφράσουμε αυτή τη σαφή πολιτική βούληση και ετοιμότητα.


Εμείς πρώτοι πρέπει να στείλουμε το μήνυμα στον κόσμο όλον ότι η σημερινή κατάσταση και το στάτους κβο δεν είναι η δεύτερη καλύτερη λύση.


Εμείς πρώτοι, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, πρέπει να πείσουμε ότι είμαστε έτοιμοι να υπερβούμε την ιστορία του μίσους και της καχυποψίας και να δημιουργήσουμε την ιστορία της ειρηνικής συνύπαρξης, της αμοιβαίας προόδου και ευημερίας.


Ο κ. Γιώργος Βασιλείου είναι πρώην Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.