Την ίδια στιγμή που σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη οι πάντες ασχολούνται με τις διατάξεις του νέου Ευρωπαϊκού Συντάγματος και τις διαδικασίες έγκρισης ή απόρριψής του από κάθε χώρα, στην Ελλάδα η εμμονή της κυβέρνησης στον νόμο περί βασικού μετόχου οδηγεί σε τραγική κατάληξη τα πράγματα. Οι προειδοποιήσεις των Βρυξελλών, η απειλούμενη παραπομπή μας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και η περικοπή των κοινοτικών κονδυλίων είναι λίγες μόνο από τις επιπτώσεις. Και όλα αυτά στο όνομα της «συνταγματικής μας αξιοπρέπειας», η οποία τάχα θίγεται αν το κοινοτικό δίκαιο υπερισχύσει του Συντάγματος. Στα κείμενα που ακολουθούν αυτό ακριβώς το ζήτημα είναι που εξετάζεται: πώς και γιατί το κοινοτικό δίκαιο υπερισχύει των εθνικών διατάξεων και γιατί αυτό δεν επηρέασε ποτέ την εθνική μας «υπερηφάνεια» ούτε μας εμπόδισε να διαμορφώσουμε διατυπώσεις των νόμων συμβατές με τα ισχύοντα στην Ευρωπαϊκή Ενωση.


H Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη ξεκινήσει τη διαδικασία παραπομπής της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. H εξέλιξη αυτή δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Ηταν επόμενη από την ημέρα που η Βουλή υπερψήφισε την ανεκδιήγητη συνταγματική διάταξη του άρθρου 14 παρ. 9 περί ασυμβίβαστων ιδιοτήτων επιχειρήσεων MME και κρατικών προμηθειών κατά την αναθεώρηση του 2001. Παρά τις αντιδράσεις πολλών ειδικών, το «ασυμβίβαστο» – μια κάκιστη και απρόσφορη λύση σε ένα πραγματικό πρόβλημα, το πρόβλημα της διαφθοράς στις κρατικές προμήθειες – έγινε τότε δυστυχώς κομμάτι του Συντάγματός μας.


Τρεις αρχές του δικαίου της EE έκαναν την παραπομπή στο ΔΕΚ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμενόμενη. Πρώτον, εδώ και σαράντα χρόνια το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει αναγνωρίσει την ανωτερότητα του κοινοτικού δικαίου έναντι του εθνικού για θέματα που αφορούν τις αρμοδιότητες της Κοινότητας (δηλαδή σε περιορισμένα θέματα, όπως αυτό της ελευθερίας της οικονομικής δραστηριότητας). Δεύτερον, το οικονομικό δίκαιο της Κοινότητας αναγνωρίζει περιορισμούς της οικονομικής ελευθερίας μόνον όταν υπάρχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος και τηρείται η αρχή της «αναλογικότητας». Τρίτον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ως καθήκον της την επίβλεψη της τήρησης του δικαίου από τα κράτη-μέλη. Καμία χώρα, μικρή ή μεγάλη, δεν δικαιούται να παραβιάζει ατιμωρητί το κοινοτικό δίκαιο.


Είναι λάθος συνεπώς να ερμηνεύεται η επέμβαση της Επιτροπής στα εσωτερικά της Ελλάδας ως εξαιρετικό γεγονός ή ως «επίθεση», όπως έχει αναφερθεί στον Τύπο. Πρόκειται για υπόθεση ρουτίνας. Το κύρος της Επιτροπής (έναντι των κρατών-μελών και των τεράστιων επιχειρήσεων που εποπτεύει) θα κατέρρεε εάν άρχιζε να κάνει διακρίσεις μεταξύ παρανομιών με πολιτικά ή άλλα κριτήρια. Οι νομικοί ονομάζουμε την πολιτική αυτή «αρχή της νομιμότητας» (rule of law). Στη δημόσια διοίκηση η εφαρμογή του δικαίου χωρίς διακρίσεις (για «πολιτικούς» ή άλλους λόγους) δεν μπορεί να είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας.


Τι σημαίνει ακριβώς η υπεροχή του κοινοτικού δικαίου; Ο υπουργός Εσωτερικών Προκόπης Παυλόπουλος δήλωσε στο Ζάππειο πριν από μερικές εβδομάδες ότι το ελληνικό Σύνταγμα υπερέχει του κοινοτικού δικαίου. Κατά μία έννοια έχει δίκιο. Το κοινοτικό δίκαιο ισχύει στη χώρα μας βάσει του άρθρου 28 του Συντάγματος – κάτι που ενισχύθηκε με την ερμηνευτική δήλωση της αναθεώρησης του 2001. Οπως όμως έδειξε και ο καθηγητής Γ. Παπαδημητρίου στο «Βήμα της Κυριακής» την 3.4.2005, αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε διάταξη του ελληνικού Συντάγματος υπερτερεί κάθε διάταξης του κοινοτικού δικαίου. H αναγνώριση του κοινοτικού δικαίου από το Σύνταγμα ως πηγής του δικαίου σημαίνει ότι στις ειδικές περιοχές των Συνθηκών της EE το κοινοτικό δίκαιο επικρατεί ως ειδικός κανόνας έναντι των γενικών.


Δεν θα πρέπει να υπάρχει συνεπώς αμφιβολία ότι οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου υπερτερούν των κανόνων του εθνικού δικαίου στις περιοχές εφαρμογής των συνθηκών. Ολα τα δικαστήρια των κρατών-μελών έχουν δεχθεί την αρχή αυτή, από τα πιο φιλοευρωπαϊκά ως τα πιο ευρωσκεπτικιστικά, όπως το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο και τα ανώτατα δικαστήρια της Βρετανίας και της Δανίας.


H όποια αμφισβήτηση δεν μπορεί συνεπώς να αφορά την ανωτερότητα του κοινοτικού δικαίου ούτε τη σπουδή της Επιτροπής να το εφαρμόσει. Αφορά μόνο την ουσία, αν δηλαδή οι περιορισμοί της οικονομικής ελευθερίας που εισάγει το «ασυμβίβαστο» είναι αντίθετοι στο κοινοτικό δίκαιο ή όχι. H αρχή της αναλογικότητας ορίζει ότι σχετικοί περιορισμοί οφείλουν να εξυπηρετούν πραγματικά το δημόσιο συμφέρον, να είναι πρόσφοροι για την επιτυχία των σκοπών τους και να μην υπερβαίνουν ό,τι είναι αναγκαίο για την επιτυχία αυτή.


Στην περίπτωση του «ασυμβίβαστου» ο σκοπός είναι θεμιτός αν θεωρηθεί ότι η «διαπλοκή» MME και κρατικών προμηθειών συμβάλλει στη διαφθορά στις κρατικές προμήθειες. Το πρόβλημα της διαπλοκής για την κυβέρνηση, όπως προκύπτει από τις επανειλημμένες δηλώσεις του Πρωθυπουργού στη Βουλή και αλλού, βασίζεται στη διαπίστωση ότι η πολιτική επιρροή των μέσων ενημέρωσης έχει μεταφραστεί σε σκανδαλώδη εύνοια στις κρατικές προμήθειες.


Αυτό προϋποθέτει, πρώτον, ότι τα μέσα ενημέρωσης ελέγχονται στενά από τους ιδιοκτήτες τους, έτσι ώστε οι δημοσιογράφοι που εργάζονται σε αυτά ωθούνται προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις πέραν των απλά ιδεολογικών και, δεύτερον, ότι οι κρατικές προμήθειες ελέγχονται από πολιτικά πρόσωπα και όχι από δημοσίους υπαλλήλους. Προσέξτε τις παράνομες πράξεις που παραδέχεται αυτός ο συλλογισμός. Προκειμένου να κερδίσουν ευνοϊκή κάλυψη οι πολιτικοί ευνοούν τους ιδιοκτήτες MME κατά σκανδαλώδη και ποινικά κολάσιμη παράβαση των κανόνων των κρατικών προμηθειών.


Τι σημαίνει όμως η διάταξη του άρθρου 14 (παρ. 9); Αντί να ληφθούν μέτρα ώστε να σταματήσουν οι πολιτικοί να επηρεάζουν παρανόμως τις κρατικές προμήθειες (ή, καλύτερα, αντί να παραπεμφθούν και αυτοί και οι επιχειρηματίες συνεργάτες τους στον εισαγγελέα), το Σύνταγμα εισάγει μόνο μέτρα που απομακρύνουν τα MME από τα δημόσια έργα. Δεν αλλάζει όμως το καθεστώς που επιτρέπει στους ίδιους πολιτικούς να έχουν ιδιοτελή επιρροή στο σύστημα προμηθειών.


Αν ο σκοπός της συνταγματικής αναθεώρησης ήταν να βάλει τέλος στο καθεστώς της διαφθοράς, το προφανώς πρόσφορο μέτρο θα ήταν η θωράκιση των κρατικών προμηθειών, έτσι ώστε οι σχετικές αποφάσεις να λαμβάνονται αμερόληπτα από ουδέτερους και ειδικούς δημοσίους υπαλλήλους. Αντίθετα, το Σύνταγμα αντί να υιοθετήσει μέτρα για τις κρατικές προμήθειες, φροντίζει μόνο να αποκλείσει τα MME και όχι να ελέγξει την αυθαιρεσία των πολιτικών. Επιτρέπεται δηλαδή στους πολιτικούς, έμμεσα από το άρθρο 14 παρ. 9, να συνεχίζουν να επηρεάζουν τις προμήθειες προς όφελος άλλων φίλων τους, αρκεί οι τελευταίοι να μην έχουν συμφέροντα σε εφημερίδες και στην τηλεόραση. Πρόκειται για την έμμεση συνταγματική αναγνώριση της διαφθοράς στις κρατικές προμήθειες.


Είναι φανερό ότι όταν αναλυθεί έτσι, το πρόβλημα της «διαπλοκής» αφορά δύο συγκεκριμένες παθογένειες της πολιτικής εξουσίας του τόπου: πρώτον, την πολιτική χειραγώγηση του Τύπου και της ραδιοτηλεόρασης από τους ιδιοκτήτες τους για ιδιοτελείς σκοπούς και, δεύτερον, την παράλληλη διαφθορά στις κρατικές προμήθειες. Και τα δύο προβλήματα έχουν γνωστές λύσεις. H χειραγώγηση του ειδήσεων ακυρώνεται όταν υπάρχουν πολλές ανταγωνιζόμενες επιχειρήσεις – που ελέγχουν εκ των πραγμάτων η μία την άλλη.


Το δεύτερο πρόβλημα είναι πιο μεγάλο. H διαφθορά στις κρατικές προμήθειες είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα από τα δύο επειδή ανάγεται σε πολιτιστικά δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας, σε βαθιές δομές της ελληνικής γραφειοκρατίας και σε (ανομολόγητες αλλά υπαρκτές) παραδόσεις του πολιτικού μας συστήματος. Εδώ χρειάζονται ανεξάρτητοι ειδικοί ελεγκτικοί μηχανισμοί που θα επιδιώξουν να ξεριζώσουν και να τιμωρήσουν τις υπάρχουσες νοοτροπίες. Μόνο η συστηματική και συγκεκριμένη καταδίωξη των συμπεριφορών αυτών θα μπορούσε να έχει αποτελέσματα. Φυσικά η ποινική καταδίωξη των ισχυρών απαιτεί και γνώσεις και θάρρος.


Ο κ. Παύλος Ελευθεριάδης είναι λέκτορας Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.