Ο Φρίντριχ Σίλερ, ένας «ήρωας» της γερμανικής λογοτεχνικής μυθολογίας, διεκδικεί μια νέα επικαιρότητα χάρη στον πολιτικό στοχασμό τον οποίο εμπεριέχουν τα έργα του, θεατρικά, ποιητικά, πεζά. Το έτος Σίλερ που γιορτάζεται εφέτος, διακόσια χρόνια από τον θάνατο – στις 9 Μαΐου 1805 – του «μεγάλου ιδιοφυούς ποιητή», όπως τον χαρακτήρισε ένας άλλος μεγάλος του ποιητικού λόγου, ο Φρίντριχ Χέλντερλιν, αποτελεί αφορμή για το νέο κοίταγμα. Οχι μόνο της προσωπικότητας, της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής του κλασικού Σίλερ αλλά και ορισμένων πλευρών της σιλερικής ανταρσίας.


Κοινό τόπο αποτελούν βεβαίως ο ενθουσιασμός για την έννοια της Ελευθερίας, για τα ατομικά δικαιώματα και η επαναστατημένη χειρονομία του νεαρού Σίλερ που στους «Ληστές» του, μνημείο της Ιστορίας του γερμανικού θεάτρου, χωρίς να προπαγανδίζει τον αναρχισμό περιστρέφεται γύρω από το αναρχικό πνεύμα, που στο «Ραδιουργία και Ερως» καταγγέλλει με πάθος τους δεσπότες, που στο «δραματικό ποίημά» του «Δον Κάρλος» διατυπώνει με μια φράση του Μαρκήσιου Πόζα το κεφαλαιώδες αίτημα για την ελευθερία της σκέψης. Κοινός τόπος ήταν και για αρκετές γενιές μελετητών και θεατών η σιλερική στροφή προς το σαιξπηρικό μοντέλο, καθώς πίσω από τους «Ληστές» ελλοχεύουν οι σαιξπηρικοί ήρωες, καθώς επίσης το κίνημα «Θύελλα και Ορμή» έβλεπε στον ελισαβετιανό ποιητή ένα ανυπέρβλητο πρότυπο. H στροφή αυτή είχε εκφράσει μια πολιτική ανταρσία του φλογερού Σίλερ εναντίον της ετικέτας ως φόρμας. Ο ποιητής που για τη σύγκρουσή του με τους «κακούς μονάρχες» βρέθηκε στη φυλακή ή ακολούθησε τον δρόμο της φυγής, δεν παρέλειψε να προχωρήσει και σε μια πολιτισμική κριτική του 18ου αιώνα επισημαίνοντας ότι στην εποχή των Φώτων, αντί για δράση και πράξεις αληθινού θεάτρου, περισσεύουν οι λεκέδες από μελάνι.


Μια σημερινή προσέγγιση του πολιτικού Σίλερ σημαίνει να δούμε το σιλερικό έργο και τον ποιητή πέρα από το στερεότυπο του δημοφιλούς θιασώτη των ατομικών ελευθεριών και πέρα από την κυρίαρχη εικόνα του ως ανυποχώρητου εχθρού της τυραννίας. Ο Σίλερ αυτός, που τον 19ο αιώνα προβλήθηκε στις τάξεις των σοσιαλδημοκρατών και χρησιμοποιήθηκε στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος, που θριάμβευσε στις σκηνές των θεάτρων από το πρώτο του κιόλας «Σάουσπιλ», τους «Ληστές», το 1782 στο Μανχάιμ, που αγαπήθηκε από το αστικό κοινό αφού στα δικά του δράματα ιδεών λειτούργησαν άριστα όχι μόνο η κραυγή της ελευθερίας αλλά και η ρητορική ποιότητα της γλώσσας, οι θαυμαστές δραματικές κορυφώσεις, τα θεατρικά εφέ, είναι στις μέρες μας ένας Σίλερ αυτονόητος. Εξίσου αυτονόητος είναι και ο ιδεαλιστής Σίλερ τον οποίο με αρκετή ευκολία είχε απορρίψει η πολιτικοποιημένη γενιά του ’60 αντιμετωπίζοντάς τον σαν έναν «αυλικό ποιητή του γερμανικού Ιδεαλισμού», για να χρησιμοποιήσω μια φράση του Τέοντορ Αντόρνο.


H αμφιλογία που ενυπάρχει στη δίψα για απόλυτη Ελευθερία και αυτονομία αλλά και οι αντιφάσεις που εμφανίζονται σε κάθε ριζοσπαστική άσκηση των αστικών ελευθεριών του ατόμου συνιστούν το πρίσμα μέσα από το οποίο αξίζει σήμερα να ιδωθεί η σιλερική πολιτική σκέψη. Σε συνδυασμό οπωσδήποτε με την πολιτική Ηθική του Καντ και με το έργο ενός φιλοσόφου τον οποίο ο Σίλερ μελετούσε σε βάθος. Ο Σίλερ συλλαμβάνει το πώς με την πολιτική πράξη χειραγωγείται ο άλλος, πώς στην πολιτική το άτομο δεν αναγνωρίζεται ως υποκείμενο αλλά μετατρέπεται σε αντικείμενο, γίνεται δηλαδή μέσο για κάποιο σκοπό. H κριτική της πολιτικής χειραγώγησης και η θέση του ανθρώπου μέσα στη δομή της πολιτικής είναι για τον Σίλερ τού «Δον Κάρλος», αλλά και των ύστερων δραμάτων, ένα κύριο ζήτημα. Από μια τέτοια αφετηρία μπορούμε να παρακολουθήσουμε την κριτική που ασκείται στην αφηρημένη δικαιοσύνη όπως την ενσαρκώνει η βασίλισσα Ελισάβετ απέναντι στη Μαρία Στούαρτ («Μαρία Στούαρτ»). Να κατανοήσουμε την προβληματική της ανταρσίας και της επαναστατημένης, τρομοκρατικής δράσης στον «Γουλιέλμο Τέλο», την ψευδαίσθηση του πολιτικού ηγέτη που πάει να αλλάξει τον ρου της Ιστορίας («Βαλενστάιν»), τη δύναμη αλλά και τις αδυναμίες μιας ενθουσιώδους πολιτικής ένταξης όπως την εκφράζει η ευάλωτη Ιωάννα («H παρθένος της Ορλεάνης»).


Ο ιστορικός και πολιτικός παρατηρητής Σίλερ, που το 1792 απέκτησε τον τιμητικό τίτλο «Πολίτης της Γαλλίας» αφού, όπως πίστευε ο ποιητής Χάινριχ Χάινε, «έγραψε για τις μεγάλες ιδέες της Επανάστασης», πήρε γρήγορα αποστάσεις από τους Ιακωβίνους και την Τρομοκρατία. Οχι ο πολιτικός Σίλερ των καιρών εκείνων αλλά ο Σίλερ της θεατρικής παιδείας που πίστευε ότι το θέατρο περισσότερο από το μυθιστόρημα ή το έπος μπορεί να χαράξει την ψυχή, να σφραγίσει το πνεύμα, να διδάξει τον θεατή με τρόπο ζωντανό, ο Σίλερ των στίχων και της πολιτικής ηθικής είναι αυτός που επηρέασε τον Χέλντερλιν, τον Κλάιστ, τον Μπύχνερ. Είναι αυτός που ερέθισε τον Μπρεχτ να γράψει στον 20ό αιώνα τη «Ζούγκλα των πόλεων» ως μια απόπειρα να διορθώσει ο ίδιος τους σιλερικούς «Ληστές» αλλά και τον Χάινερ Μίλερ να δώσει μιαν άλλη, σύγχρονη προοπτική στο «δράμα ιδεών».