Στη νέα χιλιετία, που βιάστηκε να διαδεχθεί την προηγούμενη, διαφαίνεται μια νέα ερωτική στάση, δηλαδή μια διαφορετική ανάγνωση των ορίων μας, εφόσον με τις επιτεύξεις της Γενετικής Μηχανικής και της Βιοτεχνολογίας καθίσταται βάσιμη η κατάψυξη γονιμοποιημένων ωαρίων, η παραγωγή ιστών ορισμένου γονότυπου ή οργάνων και η κλωνοποίηση. Με άλλα λόγια, διαστέλλεται εντελώς η ερωτική πράξη από την αναπαραγωγική λειτουργία με απρόσμενες απελευθερωτικές δυνατότητες ως προς τα δύο σημεία της διαστολής. Μάλλον το ανθρώπινο ον θα επαυξήσει, κινούμενο στον διευρυνόμενο πράγματι ορίζοντά του, τόσο την έκπληξη όσο και τον έρωτα. Γενικότερα, η επιστημονική γλώσσα του νέου αιώνα είναι η γλώσσα της Βιολογίας, καθώς διατείνεται ο Fukuyama; Προφανώς, τώρα που πραγματοποιήθηκε η σχεδόν πλήρης αποκωδικοποίηση του DNA, θα χρειασθεί και ο αναστοχασμός για την εκφραστική που αποδίδει αυτή τη διαδικασία: μηχανισμός «αντιγραφής» και «μεταγραφής» των RNA, «πλαίσιο ανάγνωσης» του mRNA κτλ.


Ο Fukuyama ανατρέχει στο δίπολο του Tonnies: «Gemeinschaft» – «Gesellschaft» για να συλλάβει τη «μεγάλη διάσπαση» των κοινωνιών. Ακριβέστερα, η κοινωνική ευταξία θραύεται στους κόλπους του μοντέρνου φιλελεύθερου κράτους λόγω της φτώχειας και της ανισότητας, λαθεμένων επιλογών ή ευρείας πολιτιστικής αλλαγής; H ανασυγκρότηση της «social order» αναμένεται να προκύψει από τη «βιολογική επανάσταση» και από τον «ανθρώπινο λόγο», με την προϋπόθεση ότι στην πολιτική και οικονομική σφαίρα ισχύει η γραμμική πρόοδος και αντίστοιχα στην κοινωνική και ηθική, η διαρκής ανακύκληση. Εφέτος που κλείνει μια δεκαπενταετία από τη δημοσίευση του άρθρου του, «The End of History?», γίνεται αντιληπτό πως η «μεταμοντέρνα» ευφορία των θεωρήσεων: «finis historiae» διασταυρώθηκε με τα γεγονότα του 1989 που σφράγισαν την αποσάθρωση των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ως προς τις καθαυτό θέσεις του Fukuyama, εκτός από την «triumphalist» εκδοχή της εξωτερικής πολιτικής των Ενωμένων Πολιτειών, κινούνται σε μια τετριμμένη τροχιά με έμβλημα: «bon pour l’ Occident». Ισως και αυτός να μην πολυπιστεύει σε αυτήν τη χιλιαστική καταβύθιση του ιστορικού γίγνεσθαι, ιδίως αν ασχολήθηκε με τον τρόπο που προέκυψε η συζήτηση για το «τέλος των ιδεολογιών» (μνημονεύει άλλωστε τον Daniel Bell ως θεωρητικό της «post-industrial society») και, προφανώς, αν ενδιέτριψε στο χεγκελιανό «τέλος της ιστορίας».


Αν το «τέλος της ιστορίας» αφορά τους «άλλους», όσους δηλαδή παραμερίστηκαν από το κέντρο της «μεταδιπολικής» σκηνής, η «μεγάλη διάσπαση» prima vista ενδιαφέρει τον κυρίαρχο πόλο. Μόνο που η θεωρητική πλαισίωση του κοινωνιολογίζοντος σχήματος υπονοεί κατευθείαν την πρόθεση για την κραταίωση αυτού του πόλου, με τη βεβαιότητα μάλιστα που προσπορίζει η κυκλική ενατένιση της ιστορίας, και με δικλίδα διαφυγής την αναντιστοιχία «τεχνικού» και «πνευματικού πολιτισμού». Πρόκειται για το αντιθετικό ζεύγμα «Zivilisation» – «Kultur», που εξέθρεψε η γερμανική «Kulturphilosophie», το οποίο ως υποπροϊόν θεωρητικών επιδόσεων λανσαρίστηκε στις Ενωμένες Πολιτείες για να θεμελιώσει τα θεωρήματα μιας στρατηγικής αντιμετώπισης του μέλλοντος. Από νωρίς ήμουν σύμφωνος με τον Brecht ότι «δεν υπάρχει αναιδέστατο πράγμα από αυτόν τον πονηρό χωρισμό» και με σειρά εργασιών ανέδειξα την ιδεολογική λειτουργία του και στις δύο εκδοχές του, είτε ως «technocracy» είτε ως «αντιστραμμένο τεχνοκρατισμό» με την πρόταξη των «ειδικών» της πνευματικής ζωής. Τώρα, ο Fukuyama ερωτοτροπεί με τις προοπτικές της βιοτεχνολογίας. Και οραματίζεται, ως «τελειοποιός» της ιστορίας, μια «μεταανθρώπινη» περίοδο, όπου θα έχει εξαφανισθεί το ανθρώπινο είδος όπως το γνωρίζουμε…


Μια αρκετά προδρομική θεματοποίηση αυτού του προβληματισμού, με σημείο αιχμής τις σχέσεις Ιστορίας και Βιολογίας, ενέταξε εδώ και σαράντα χρόνια στη θεατρική παράσταση «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» ο Edward Albee. Πρόκειται για ένα έργο που εξακολουθεί, όπως γράφει ο συγγραφέας του, να αποτελεί «χρήσιμο αγκάθι» που επιφέρει πράγματι σωρεία ερεθισμάτων για όσα διαδραματίζονται και στις ημέρες μας. Ειδικότερα, στο θέμα που θίγουμε εδώ, ο Τζορτζ εκπροσωπεί τον ιστορικό και ό,τι συνάγεται από τη μελέτη του παρελθόντος, όσο αποτελματωμένη και αν δείχνει. Από την άλλη πλευρά, ο Νικ, με την υπεροψία και την ακαδημαϊκή καπατσοσύνη ενός πολλά υποσχόμενου βιολόγου, προσπαθεί να πείσει ότι συνιστά το «κύμα του μέλλοντος». Απέναντι σε αυτόν τον φιλονεϊσμό με κάθε τίμημα ο Τζορτζ διαθέτει ισχυρή δόση ειρωνείας και χιούμορ, ό,τι δηλαδή έχουν απολέσει οι «μονολιθικοί άνθρωποι» της «Νέας Καρχηδόνας».


Ετσι απομυθοποιεί τη βεβαιότητα για τη νέα «ράτσα ανθρώπων» που θα έχει γεννηθεί από «εκκολαπτικές μηχανές» για να καταστεί «ανώτερη και ανυπέρβλητη», προς δόξαν του «υπερ-πολιτισμού». Ο Τζορτζ γνωρίζει «πότε τον απειλούν», δηλαδή πότε κινδυνεύει ό,τι ερευνά: το «αναπάντεχο», η «πολυμορφία», ο «ευμετάβλητος ρυθμός» του ιστορικού γίγνεσθαι κτλ. Στο ευρύτερο δίπολο που υποβαστάζει το έργο, δηλαδή στη δοκιμασία των σχέσεων έρωτα και θανάτου, αυτό το μέλλον αναδεικνύεται απλώς ένα πουκάμισο αδειανό, ένα παιδί που δεν υπήρξε και ούτε θα υπάρξει ποτέ, όσο και αν πιέζει για το αντίθετο η «εικονική» κατάφασή του. Ολα τούτα μάς τα θύμισε η πρόσφατη – τρίτη κατά σειρά στη χώρα μας – παράσταση του έργου, με την προσεκτική σκηνοθετική επιμέλεια του Γρηγόρη Βαλτινού, την υποκριτική αρτιότητα του ίδιου, της Πέμυς Ζούνη και των συνεργατών τους.


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.