Ελάχιστοι θυμούνται ίσως ότι το αμφιλεγόμενο βιβλίο του Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ «H μεταμοντέρνα κατάσταση» (1979) έφερε τον υπότιτλο «Αναφορά στη γνώση». Στο βιβλίο που αποτελούνταν από μια σειρά πανεπιστημιακών διαλέξεων ο συγγραφέας συζητούσε τους μετασχηματισμούς και τις σημασίες του γνωστικού εγχειρήματος στη μεταβιομηχανική εποχή. Ισχυριζόταν ότι η γνώση θα αποτελούσε ένα νέο διακύβευμα στις κοινωνίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας. Οχι μόνο θα αναδεικνυόταν σε κύρια παραγωγική δύναμη αλλά θα συνδεόταν καταλυτικά με την έννοια της αποδοτικότητας μεταμορφώνοντας ενδεχομένως όλο το πεδίο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, ενώ θα αποτελούσε μείζονα κατάθεση στον ανταγωνισμό για την εξουσία και την ισχύ στο πλαίσιο του πληροφορικοποιημένου οικονομικού και πολιτικού σχηματισμού.


Πολλοί αναλώθηκαν τα τελευταία χρόνια, με λιγότερο ή περισσότερο εποικοδομητικό τρόπο, στον έλεγχο των φιλοσοφικών, επιστημολογικών και γλωσσολογικών ατασθαλιών του Λυοτάρ – κυρίως σε ό,τι αφορά τα γλωσσικά παίγνια και τις μεγάλες αφηγήσεις. Αν επιλέξει όμως κανείς να παρακολουθήσει τον κεντρικό συλλογισμό του βιβλίου, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει το ενδιαφέρον του επιχειρήματος περί γνώσης αλλά και την πρώιμη επισήμανση μετασχηματισμών στο κέντρο των οποίων ζούμε σήμερα.


Πραγματικά, είκοσι πέντε χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου του Λυοτάρ, ο όρος «κοινωνίες της γνώσης» κυριαρχεί στη δημόσια σφαίρα υποκαθιστώντας σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό τον όρο «κοινωνίες της πληροφορίας» που τέθηκε εν χρήσει από τη δεκαετία του 1970 και εξής προκειμένου να περιγράψει τη βαρύτητα των τεχνοεπιστημονικών εξελίξεων και τη σημασία των αλλαγών στο πεδίο της ανάπτυξης, της διακίνησης και της χρήσης της πληροφορίας.


H έννοια της γνώσης δεν βρίσκεται απλώς στο επίκεντρο του δημόσιου ενδιαφέροντος αλλά προσλαμβάνει νέα νοήματα και σημασίες καθώς διακινείται σε διαφορετικά περιβάλλοντα και θυλάκους προβληματισμού ή οικονομικού και πολιτικού σχεδιασμού. H υιοθέτησή της πρόσφατα από την Παγκόσμια Τράπεζα σε έκθεση με τίτλο «H συγκρότηση των κοινωνιών της γνώσης» (2002) και η διοργάνωση διεθνούς φόρουμ υπό την αιγίδα της UNESCO με θέμα «από τις κοινωνίες της πληροφορίας στις κοινωνίες της γνώσης» (2003) αποτελούν δύο μόνο παραδείγματα του ενδιαφέροντος που προσελκύει αλλά και των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικοπολιτισμικών διακυβευμάτων που εμπεριέχονται στη συγκεκριμένη έννοια. Αυτή όμως η πολλαπλή, διευρυμένη και πολυδιάστατη χρήση του όρου «κοινωνίες της γνώσης» καθιστά δύσκολη αλλά και κρίσιμη την αποσαφήνιση του περιεχομένου ή καλύτερα των περιεχομένων του.


Σε μια σχηματική και σε μεγάλο βαθμό προσχηματική προσέγγιση, οι όροι «κοινωνίες της πληροφορίας» και «κοινωνίες της γνώσης» όχι μόνο χρησιμοποιούνται εντελώς αδιάκριτα αλλά προωθείται και επιδιώκεται σε ορισμένες περιπτώσεις η καθιέρωση της εξομοίωσης συνολικά της γνωστικής διαδικασίας με την απόκτηση και τη συνεχή ανανέωση ορισμένων αποκλειστικά τεχνικών δεξιοτήτων που αφορούν κυρίως την υπολογιστική τεχνολογία και συνδέονται μονομερώς με μια στενή αντίληψη της επαγγελματικής κατάρτισης. Οχι το περιεχόμενο αλλά «η χρήση των τερματικών», όπως επεσήμανε ο Λυοτάρ, αναγνωρίζεται ως μείζονος σημασίας στον σχεδιασμό ορισμένων εκπαιδευτικών, κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών που ορίζουν τη γνώση στο πλαίσιο μιας μονομερούς αντίληψης τόσο της παραγωγικής δύναμης όσο και της αποδοτικότητας.


Είναι όμως αναμφίβολο ότι τα ζητήματα που ανακύπτουν στη συγχρονία απαιτούν μια πιο σύνθετη και διευρυμένη προβληματική για το περιεχόμενο και τα διακυβεύματα του γνωστικού εγχειρήματος. Ενα ζήτημα αιχμής είναι οι συνεχείς μετασχηματισμοί του εκπαιδευτικού τοπίου. Καινοτομίες όπως η εξ αποστάσεως εκπαίδευση (distant learning) ή η ηλεκτρονική και ψηφιακή εκπαίδευση (e-learning) προσφέρουν θεαματικές νέες δυνατότητες. Τίθεται όμως σοβαρά εν αμφιβόλω η αποτελεσματικότητα ή εν τέλει και η παραγωγικότητά τους όταν προωθούνται σχεδόν αυτοτελώς σε βάρος ενός συγκροτημένου εκπαιδευτικού ιστού ανεπτυγμένου στη λογική της συνοχής των γνωστικών αντικειμένων και της εμβάθυνσης σε αυτά. H διολίσθηση της έννοιας της γνώσης προς την έννοια της κατάρτισης δεν μπορεί παρά να υπονομεύσει τελικά και τις δύο συρρικνώνοντας συνολικά τον χαρακτήρα και τις λειτουργίες τους.


Ενα δεύτερο ζήτημα ανακύπτει από τη διαπίστωση ότι η σχέση ανάμεσα στις «δύο κουλτούρες» των τεχνολογικών και των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών είναι ελάχιστα λειτουργική και δεν αφορά αποκλειστικά και μόνο το γνωστικό κεφάλαιο των επιμέρους επιστημονικών κλάδων και κοινοτήτων. Οι εξελίξεις στις υπολογιστικές τεχνολογίες και στις βιοτεχνολογίες όχι μόνο επηρεάζουν καταλυτικά τη συγκρότηση και άλλων επιστημών αλλά συμβάλλουν στην ανάδειξη κοινωνικών, νομικών, επικοινωνιακών και πολιτισμικών πραγματικοτήτων που απαιτούν σύνθετες διεπιστημονικές κριτικές προσεγγίσεις και νέους θεωρητικούς προβληματισμούς. Περισσότερο ίσως από ποτέ άλλοτε, οι τεχνοεπιστημονικές διεργασίες εγχαράσσονται στο κοινωνικό πεδίο και σφραγίζουν τους μετασχηματισμούς του.


Τέλος, η άρση του «ψηφιακού χάσματος» (digital divide) αναδύεται ως μείζον οικονομικό, κοινωνικό και εργασιακό ζήτημα στις σύγχρονες κοινωνίες, είτε αφορά ηλικιακές, έμφυλες ή φυλετικές κατηγορίες και υποκείμενα, είτε εστιάζεται σε γεωπολιτικούς άξονες και σε γεωγραφικές ή οικονομικές περιοχές. Ο ηλεκτρονικός αναλφαβητισμός και η έλλειψη τεχνολογικών αγαθών και δεξιοτήτων δεν συνδυάζονται αποκλειστικά με δυσκαμψία στην εργασιακή κινητικότητα ή στις προοπτικές επαγγελματικής αποκατάστασης. Αποκλείουν κοινωνικά υποκείμενα και πληθυσμιακές κατηγορίες από τις διαδικασίες της σύγχρονης επικοινωνίας και τελικά της κοινωνικής και πολιτικής συμμετοχής, διαμορφώνοντας νησίδες απομόνωσης στο ευρύ και σύνθετο δίκτυο οργάνωσης των σύγχρονων κοινωνιών. Οι πολιτικές άρσης του τεχνολογικού, ηλεκτρονικού και ψηφιακού σχίσματος αποτελούν τελικά πολιτικές ενίσχυσης της κοινωνικής ισότητας και συμμετοχής.


H επισήμανση ότι η γνώση αναδεικνύεται σε μία από τις κύριες παραγωγικές δυνάμεις στις σύγχρονες κοινωνίες είναι εξαιρετικά εύστοχη. Τα πολιτικά διακυβεύματα όμως στις «κοινωνίες της γνώσης» παραμένουν ανοιχτά και δεν εξαντλούνται αποκλειστικά στην αναγνώριση των αλλαγών που επιφέρουν οι τεχνοεπιστημονικές εξελίξεις στις παραγωγικές διαδικασίες ή στη σύνδεση της γνώσης με την εμπορευσιμότητα. Αντίθετα, καθιστούν επίκαιρη ξανά και με νέους όρους την παλιά και ίσως ξεχασμένη ρήση ότι η γνώση αποτελεί κομβική διαδικασία της κοινωνικής πράξης και της κριτικής πολιτικής παρέμβασης.


H κυρία Εφη Γαζή είναι λέκτωρ της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.