Η εκλογή του κ. Γ. Παπανδρέου στην αρχηγία του ΠαΣοΚ και η ταυτόχρονη διατήρηση του κ. K. Σημίτη στην πρωθυπουργία για το μικρό διάστημα ως τις εκλογές θεωρήθηκαν από την κυβερνητική παράταξη ως η πλέον πρόσφορη λύση ώστε να επιταχυνθούν οι εκλογικές διαδικασίες. Για τη νομιμότητα αυτής της επιλογής δεν διατυπώθηκαν ως τώρα ενστάσεις ούτε από τον πολιτικό κόσμο ούτε από την επιστημονική κοινότητα. Μια διαφορετική επιστημονική άποψη διατυπώνει σήμερα ο σύμβουλος Επικρατείας και καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης κ. Π. Παραράς. «Το Βήμα» δημοσιεύει το παρακάτω κείμενο εκτιμώντας ότι έτσι προωθεί την ιδέα της ελεύθερης ανταλλαγής επιστημονικών απόψεων, χωρίς ασφαλώς να συντάσσεται με κάποια από αυτές.


I. Ευθύς μετά τις εκλογές του Απριλίου 2000 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (ΠτΔ) διόρισε με διάταγμα – που εκδίδεται χωρίς προσυπογραφή κατά το άρθρο 35, παρ. 2, εδ. α’, του Συντ. – ως πρωθυπουργό τον αρχηγό του κόμματος που τότε είχε συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία εδρών στο Κοινοβούλιο. Τούτο δε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 37, παρ. 2 Σ., όπου ορίζεται ότι: «2. Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του κόμματος το οποίο διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών…».


Από τη διάταξη αυτή, που εκφράζει άμεσα την αρχή της δεδηλωμένης, συνάγονται τα ακόλουθα:


α) Ο ΠτΔ δεν έχει την ευχέρεια να επιλέξει ως πρωθυπουργό τον όποιο βουλευτή του απολύτως πλειοψηψήσαντος κόμματος ή κάποιον άλλον αλλά διορίζει υποχρεωτικώς αυτόν που έχει ήδη εκλεγεί ως αρχηγός του ή όπως αλλιώς ονομάζεται αυτός κατά το Καταστατικό του, π.χ. πρόεδρος ή γραμματέας. Ετσι ξεπεράστηκαν οριστικά και πρακτικές που τυπικά μόνο εκινούντο στο πλαίσιο του Συντάγματος του 1952. Είναι τώρα αναμφισβήτητο ότι ο αρχηγός είναι αυτός που φέρει το κύριο βάρος του προεκλογικού αγώνα, αυτός διεκδικεί από την αρχή την πρωθυπουργία και έχει μέσα στο κόμμα τον τελευταίο λόγο (dezisionismus). Είναι δε πλέον εμφανές ότι οι κομματικές προτιμήσεις των εκλογέων διαμορφώνονται αποφασιστικά εν όψει του συγκεκριμένου αρχηγού, κατ’ ουσίαν αυτόν ψηφίζουν.


β) Αλλά ούτε και ο αρχηγός του κόμματος μπορεί να υποδείξει μετά τις εκλογές στον ΠτΔ άλλον βουλευτή του κόμματός του για να γίνει αυτός πρωθυπουργός. Τέτοια εσωκομματική βούληση, και αν υπάρχει, δεν δεσμεύει διόλου τον ΠτΔ, διότι δεν μπορεί το κόμμα να επιβάλει σ’ αυτόν άλλον κανόνα από αυτόν που καθιερώνει το Σύνταγμα. Αν ο αρχηγός δεν θέλει να αναλάβει την πρωθυπουργία, αυτό σημαίνει ότι εμμέσως πλην σαφώς παραιτείται από την προεδρία του κόμματος. Το Σύνταγμα αγνοεί το σύστημα της διαρχίας και δεν μπορεί να ερμηνεύεται αυτό με επίκληση πρακτικών που τηρούνται σε άλλες χώρες που έχουν άλλα Συντάγματα. Τα συνταγματικά κείμενα δεν προσεγγίζονται μεθοδολογικά και με επίκληση της αρχής της αναλογίας. Αν όντως υπάρχει αυτή η ευχέρεια, τότε θα πρέπει να γίνει δεκτό, περαιτέρω, ότι ο αρχηγός – και μη πρωθυπουργός – θα μπορεί να επιλέξει αυτός και κάποιους ως υπουργούς και να τους επιβάλει στον πρωθυπουργό και δι’ αυτού στον ΠτΔ.


γ) Αρα νομική προϋπόθεση για να διορισθεί κάποιος ως πρωθυπουργός είναι να έχει την ιδιότητα του αρχηγού κόμματος. Και ο στόχος επιτυγχάνεται όταν το κόμμα αυτό πλειοψηφήσει απόλυτα στις εκλογές. Μόνο λοιπόν η ιδιότητα του προέδρου του κόμματος ανοίγει την οδό για μελλοντική πρωθυπουργία. Και στην επιλογή των κομματικών οργάνων που εξέλεξαν κάποιον ως αρχηγό του κόμματος υφέρπει, αλλά είναι απόλυτα σαφές, ότι αυτόν θέλουν περαιτέρω και ως πρωθυπουργό, όταν το κόμμα θα κερδίσει τις εκλογές. Ο κάθε αρχηγός κόμματος είναι εν δυνάμει μελλοντικός πρωθυπουργός.


δ) Με άλλες λέξεις, η νομιμότητα του διορισμού τινός ως πρωθυπουργού προϋποθέτει, κατά το Σύνταγμα, την ιδιότητά του ως αρχηγού του κόμματος που κέρδισε τις εκλογές.


ε) Συνεπώς, και η άσκηση των πρωθυπουργικών καθηκόντων, κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, προϋποθέτει ότι ο πρωθυπουργός διατηρεί και την ιδιότητα του προέδρου του κόμματος, αφού εξ αυτού του νομικού γεγονότος ο ΠτΔ τον διόρισε ως πρωθυπουργό.


στ) Τα ανωτέρω όμως δεν σημαίνουν ότι τα αρμόδια όργανα του κυβερνώντος κόμματος δεσμεύονται και δεν μπορούν, κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, να επιλέξουν, σύμφωνα με τις καταστατικές διαδικασίες, άλλον ως αρχηγό του κόμματος, για τους δικούς τους λόγους.


ζ) H νέα αυτή επιλογή έχει προφανώς την έννοια ότι το πλειοψηφήσαν κόμμα θέλει εφεξής τον νέο αρχηγό του ως πρωθυπουργό. Σημαίνει επίσης ότι ο προηγούμενος αρχηγός – ο πρωθυπουργός – δεν εκφράζει και δεν εκπροσωπεί πια το κόμμα. Είναι δε εύκολο να δεχθεί κανείς ότι ούτε η κοινοβουλευτική ομάδα τον θέλει πλέον, αφού και αυτή υπακούει στο κόμμα. Υπάρχει αντίφαση και οδηγούμεθα σε absurdum, το κόμμα να θέλει άλλον ως αρχηγό και η κοινοβουλευτική ομάδα άλλον ως πρωθυπουργό. Αρα, ως προς αυτόν, θεωρείται δεδομένο ότι αίρεται η εμπιστοσύνη της κοινοβουλευτικής ομάδας που πρέπει να υπάρχει.


η) H επιλογή λοιπόν άλλου αρχηγού δεν μπορεί να σημαίνει ότι το κόμμα παράλληλα θέλει και μπορεί να αξιώσει από τον ΠτΔ να παραμείνει ως πρωθυπουργός ο προηγούμενος αρχηγός του, διότι αυτό αντιβαίνει ευθέως στο άρθρο 37, παρ. 2 Σ που αξιώνει ότι πρωθυπουργός θα είναι ο αρχηγός του πλειοψηφούντος κόμματος.


θ) Στην περίπτωση λοιπόν αυτή αίρεται η τυπική – νομική προϋπόθεση από την οποία εξαρτάται η νομιμότητα του διορισμού του προηγούμενου αρχηγού ως πρωθυπουργού. Με άλλα λόγια, το Σύνταγμα δεν επιτρέπει την ανάληψη ή τη διατήρηση της πρωθυπουργίας από πρόσωπο που δεν είναι ή έπαυσε να είναι ο αρχηγός του πλειοψηφούντος κόμματος.


ι) Συνέπεια των εκτεθέντων είναι ότι μόλις το κόμμα, για οποιονδήποτε λόγο, επιλέξει άλλον ως αρχηγό (τότε ενεργοποιείται και η σε προγενέστερο χρόνο δηλωθείσα παραίτηση του πρωθυπουργού από την αρχηγία του κόμματος), ο πρωθυπουργός υποχρεούται νομικά να υποβάλει την παραίτησή του στον ΠτΔ, αυτός δε οφείλει να την κάνει δεκτή.


ια) Αν, παρά ταύτα, ο πρωθυπουργός δεν παραιτείται αμέσως, ο ΠτΔ είναι υποχρεωμένος, ως ρυθμιστής του πολιτεύματος (άρθρο 30, παρ. 1Σ), να υπογράψει την επομένη διάταγμα, χωρίς προσυπογραφή, και να τον απαλλάξει των καθηκόντων του. Είναι το contrarius actus του διατάγματος περί διορισμού τινός ως πρωθυπουργού και γι’ αυτό δεν χρειάζεται προσυπογραφή. Αν ο ΠτΔ δεν προβεί στην ενέργεια αυτή, γεννάται θέμα παραβιάσεως εκ μέρους του του Συντάγματος.


II. Περαιτέρω δυνατότητα να χαρακτηρισθεί ο νέος αρχηγός ή ο υπάρχων πρωθυπουργός «εκπρόσωπος» του κόμματος ώστε να υπάρξει διαρχία δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από τις συνταγματικές διατάξεις που κάνουν λόγο για «εκπρόσωπο» του κόμματος. Οπου το Σύνταγμα αναφέρεται στον «εκπρόσωπο» (άρθρα 37, παρ. 4 και 38, παρ. 1, εδ. γ’), αυτό ισχύει υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι το κόμμα, για λόγους που το αφορούν, δεν έχει επιλέξει ακόμη τον οριστικό αρχηγό του και προσωρινά έχει ανατεθεί σε ένα μέλος του το καθήκον να το εκπροσωπεί. Παράλληλη συνύπαρξη αρχηγού και εκπροσώπου δεν νοείται σε επίπεδο εφαρμογής συνταγματικών διατάξεων.


III. Το αμέσως μετά γεννώμενο ερώτημα είναι το εξής: H παραίτηση ή απομάκρυνση του πρωθυπουργού, υπό τις εκτεθείσες προϋποθέσεις, σημαίνει αναγκαίως και παραίτηση όλης της κυβερνήσεως; Δοθέντος ότι είναι προσωπική (του πρωθυπουργού μόνον) και όχι κομματική η επιλογή των μελών της, δύναται να υποστηριχθεί η γνώμη ότι η απομάκρυνση του πρωθυπουργού, λόγω επιλογής άλλου αρχηγού, συμπαρασύρει σε παραίτηση και τους συνεργάτες του, δηλαδή όλη την κυβέρνηση. Και ο ΠτΔ με διάταγμα την απαλλάσσει από τα καθήκοντά της, με εφαρμογή του άρθρου 38, παρ. 1, εδ. α’ Σ, αν δε τα μέλη της κυβέρνησης αυτής δεν προσυπογράφουν, τότε εγκύρως το διάταγμα εκδίδεται και χωρίς προσυπογραφή (άρθρο 35, παρ. 1, εδ. β’ Σ). Στο παράδειγμά μας τώρα, όπου το κόμμα που άλλαξε αρχηγό διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία εδρών, ο ΠτΔ θα διορίσει ως πρωθυπουργό τον νέο πρόεδρο του κόμματος, σύμφωνα με την παρ. 2, εδ. α’ του άρθρου 37 Σ και οι λοιπές διαδικασίες του άρθρου αυτού σταματούν εδώ. Ευθύς δε αμέσως ο νέος πρωθυπουργός οφείλει να σχηματίσει κυβέρνηση και να ζητήσει από τη Βουλή ψήφο εμπιστοσύνης (άρθρο 84, παρ. 1 Σ). Δεν εφαρμόζεται δε εν προκειμένω το άρθρο 38, παρ. 1, εδ. γ’, διότι στο παράδειγμά μας ο αποχωρών πρωθυπουργός ούτε αρχηγός πια είναι ούτε προφανώς εκπρόσωπος του πλειοψηφούντος στη Βουλή κόμματος.


IV. Αν, αντιθέτως, θεωρηθεί ότι η παραίτηση αυτή του πρωθυπουργού, η οποία σε κάθε περίπτωση πρέπει άμεσα να υποβληθεί, δεν συμπαρασύρει και την κυβέρνηση, δηλαδή πρόκειται για ατομική παραίτηση του πρωθυπουργού, τότε οι περαιτέρω ενέργειες διαγράφονται στο άρθρο 38, παρ. 2 Σ που ρυθμίζει την παραίτηση του πρωθυπουργού μόνον. Στην περίπτωση λοιπόν αυτή ο ΠτΔ διορίζει πρωθυπουργό αυτόν που θα προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος και είναι προφανές ότι αυτή θα προτείνει τον μόλις επιλεγέντα νέο πρόεδρο του πλειοψηφούντος κόμματος. Και η πρόταση αυτή «γίνεται το αργότερο σε τρεις ημέρες από την παραίτηση του πρωθυπουργού» (άρθρο 38, παρ. 2, εδ. α’ και β’). Στην περίπτωση δε αυτή ο νεοδιορισθείς ως πρωθυπουργός του απολύτως πλειοψηφούντος κόμματος δεν οφείλει να εμφανισθεί εντός δεκαπενθημέρου στη Βουλή για να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης διότι ο διορισμός του γίνεται κατ’ εφαρμογήν των εδ. α’ και β’ της παρ. 2 του άρθρου 38 Σ, τα οποία προϋποθέτουν ότι η κοινοβουλευτική ομάδα που τον πρότεινε και ο ίδιος ανήκουν στο κόμμα που διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στη Βουλή. H εμπιστοσύνη δηλαδή θεωρείται ότι εξακολουθεί να υπάρχει και η όλη κυβέρνηση παραμένει. Αλλο είναι το ζήτημα ότι δύναται να κινηθεί κατόπιν η διαδικασία προτάσεως δυσπιστίας.


V. Και για τις δύο λύσεις (α. παραίτηση του πρωθυπουργού και συγχρόνως του υπουργικού συμβουλίου ή β. παραίτηση μόνον του πρωθυπουργού) υπάρχουν θεωρητικά και ερμηνευτικά επιχειρήματα υπέρ και κατά. Προκρίνεται όμως η δεύτερη λύση για λόγους πρακτικούς, δοθέντος ότι απλουστεύει την τηρητέα διαδικασία και επιτυγχάνει αμέσως την ομαλοποίηση της καταστάσεως που δημιουργείται λόγω της επιλογής άλλου ως αρχηγού και δεν δημιουργεί διατάραξη στις σχέσεις κόμματος και κοινοβουλευτικής ομάδας στη Βουλή, αφού έτσι αποφεύγεται να ερμηνευθεί η κομματική βούληση αλλαγής αρχηγού ως ταυτόχρονη απόσυρση της εμπιστοσύνης και από τα υπόλοιπα μέλη της κυβέρνησης, κάτι που μένει οπωσδήποτε αδιευκρίνιστο, πολιτικά δε τέτοιες ερμηνείες πρέπει να αποφεύγονται.


VI. Στο σημείο συνεπώς που βρίσκεται η πολιτική συγκυρία σήμερα ο νέος αρχηγός του πλειοψηφούντος κόμματος, αμέσως μετά τον διορισμό του ως πρωθυπουργού, απλώς θα εισηγηθεί στον ΠτΔ τη διάλυση της Βουλής και τη διενέργεια των εκλογών στην ήδη προσδιορισθείσα ημερομηνία της 7ης Μαρτίου 2004, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 41, παρ. 2 και 3 Σ. Ετσι το διάταγμα διαλύσεως της Βουλής πρέπει να προσυπογράφεται από τον νέο αρχηγό κόμματος και ήδη πρωθυπουργό και από το υπόλοιπο υπουργικό συμβούλιο. Ο με τις παραπάνω συνθήκες απερχόμενος πρωθυπουργός δεν νομιμοποιείται πλέον να προσυπογράψει το διάταγμα διάλυσης της Βουλής. Μία μόνο νομική πράξη οφείλει και επιβάλλεται να κάνει: να υποβάλει πάραυτα την παραίτησή του.


VII. Το αναμφισβήτητο πάντως συμπέρασμα είναι ότι η συνταγματική τάξη δεν ανέχεται καθεστώς διαρχίας, έστω και περιορισμένης κατά χρόνον. Ο απολέσας την αρχηγία πρωθυπουργός υποχρεούται αμέσως να παραιτηθεί και η κοινοβουλευτική ομάδα οφείλει μέσα σε τρεις ημέρες να προτείνει ως πρωθυπουργό τον μόλις επιλεγέντα στην αρχηγία του κόμματος.


Ετσι η γενομένη πρωθυπουργική δήλωση ότι θα παραμείνει στη θέση αυτή ως την 8η Μαρτίου κρίνεται ότι προήλθε από αβασάνιστη συμβουλή.


Ο κ. Πέτρος I. Παραράς είναι σύμβουλος Επικρατείας και καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.