Αν και φιλόσοφοι, όπως ο Καντ, έβλεπαν τον χώρο και τον χρόνο σε συνάρτηση μεταξύ τους και θεωρητικοί, όπως ο Μπαχτίν, εισήγαγαν την έννοια του χρονότοπου, ωστόσο τις τελευταίες δεκαετίες διαφαίνεται μια ριζική μετατόπιση έμφασης από τον χρόνο στον χώρο. H ανατίμηση της έννοιας του χώρου επιβεβαιώνεται και από τις προβλέψεις για το τέλος της ιστορίας, που αφήνουν την εντύπωση ότι προεξοφλούν το τέλος της χρονικότητας. H ιδέα της ιστορίας ως γραμμικής προόδου, που ήταν το ιδεώδες της νεωτερικότητας, παραχωρεί τη θέση της στη συμπύκνωση του χρόνου σε ένα διαρκές παρόν. Το παρελθόν συρρικνώνεται, επαναδιαπραγματεύεται, σχετικοποιείται, ενώ το παρόν διαστέλλεται, κυριαρχεί και αποθεώνεται.


H περιχαράκωση σε ένα διηνεκές απο-προσωποποιημένο παρόν απαλείφει ακόμη και τα ίχνη παλαιότερων πεποιθήσεων περί ιστορικού προορισμού ή ανθρώπινης μοίρας. Μια τέτοια προσήλωση στο παρόν δικαιολογεί και την έμφαση στο σώμα ή την ανάπτυξη θεωριών γύρω από αυτό ως του τόπου εγγραφής του παρόντος. Αν ο χρόνος προϋποθέτει τη συνείδηση και τη χρονικότητα της ροής της, ο χώρος προβάλλει την επιφάνεια του σώματος ως τη μόνη αυθεντική υλικότητα, παραπέμποντας όμως στον μηχανικό υλισμό του Διαφωτισμού παρά στον ιστορικό ή κοινωνικό υλισμό από τον οποίο προέκυψε ο Μαρξ και οι άλλες εξελικτικές κοσμοθεωρίες του 19ου αιώνα.


Ο 19ος αιώνας και μεγάλο μέρος του 20ού επέμειναν στην ιστορία και στον χρόνο, αντίθετα ο χώρος, όπως έχει επισημάνει ο Μισέλ Φουκώ, «αντιμετωπιζόταν σαν κάτι νεκρό, παγιωμένο, μη διαλεκτικό και ακίνητο». H αυξανόμενη επανεκτίμηση του χώρου στην κριτική σκέψη, η ανάπτυξη μιας τοπολογικής ερμηνευτικής και η έμφαση στην ανθρώπινη γεωγραφία οδηγούν σε μια νέα σύλληψη της ιστορίας και σε έναν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης της ακολουθίας και της ταυτοχρονίας. H διάλυση του χρόνου σε χώρο σηματοδοτεί τη μετάβαση από την ιστορία στη γεωγραφία και από τη νεωτερικότητα στη μετανεωτερικότητα.


Το γεγονός ότι ο χρόνος αποτέλεσε μία από τις εμμονές των μοντερνιστών, του Μαρσέλ Προυστ, του Τόμας Μαν, της Βιρτζίνια Γουλφ, του T. Σ. Ελιοτ, τείνει να επιβεβαιώσει την ιδέα ότι, αν ο μοντερνισμός αναζητούσε το μυστικό του χρόνου, ο μεταμοντερνισμός γοητεύεται από την ιδέα του χώρου. Ο χρόνος νοείται ότι ρυθμίζει το βασίλειο της εσωτερικότητας όπου συνυπάρχουν η αυτοσυνείδηση με την επιθυμία, η υποκειμενικότητα με τη λογική, αντίθετα ο χώρος αφορά τον εξωτερικό κόσμο και το αστικό τοπίο. Ετσι η μετάβαση από την εσωστρέφεια του χρόνου στην εξωστρέφεια του χώρου δικαιολογεί και τη μετάβαση από τις αφηρημένες συνειδησιακές και ενδοσκοπικές ροπές του μοντερνισμού στις πιο αναπαραστατικές, λαϊκότροπες και εικονιστικές τάσεις του μεταμοντερνισμού. Από τη σκοτεινότητα και τη διαχρονία του νεωτερικού χρόνου είναι σαν να περνάμε στη διαφάνεια και στη συγχρονία του μετανεωτερικού χώρου όπου ύφη και είδη συνθέτουν έναν επίπεδο ιστό.


Θεωρητικοί, όπως ο Jameson, υποστηρίζουν ότι η μετάβαση από τον χρόνο στον χώρο αντιστοιχεί και στη μετάβαση από τον ιμπεριαλισμό στην παγκοσμιοποίηση. H αμεσότητα και η ταχύτητα στη μεταφορά της πληροφορίας ξαφνικά συμπιέζουν το διάστημα που χώριζε παλαιότερα την αποικία από τη μητρόπολη· τώρα πλέον και οι δύο ανήκουν στο κύκλωμα του υπερεθνικού κυβερνοχώρου και της παγκόσμιας αλληλεξάρτησης. Οι έννοιες της καθυστέρησης και της υπανάπτυξης ήταν έννοιες χρονικά προσδιορισμένες καθώς προϋπέθεταν ασύμβατες ακολουθίες μεταξύ κέντρου και περιφέρειας, Δύσης και Ανατολής, ενώ η ανάδειξη του χώρου βασίζεται στο ανανεωμένο ενδιαφέρον για την τοπικότητα, τη διαφορά και την ταυτότητα. Μπορεί όμως η υποτίμηση της χρονικότητας να σημάνει και την ακύρωση της ανισότητας;


H πρόσφατη επικέντρωση της κριτικής σκέψης στην τοπογραφία και στη γεωγραφία – χαρακτηριστικά παραδείγματα για τον ελληνικό χώρο αποτελούν δύο βιβλία που πρωτοκυκλοφόρησαν στα αγγλικά: Αρτεμις Λεοντή, Τοπογραφίες Ελληνισμού (ελλην. μτφρ. 1998) και Robert Shannan Peckham, National Histories, Natural States: Nationalism and the Politics of Place in Greece (2001) – είχε ως αποτέλεσμα τη θετική επανασημασιοδότηση της έννοιας του κοσμοπολιτισμού και τη μετατόπιση από τις μοντερνιστικές έννοιες του εκπατρισμού και της εξορίας στις μετανεωτερικές της μετανάστευσης και του νομαδισμού. Ο νομάδας αντιπροσωπεύει έναν τρόπο ζωής βασισμένο στη διαρκή μετακίνηση και την απουσία κέντρου αναφοράς, χαρακτηριστικό που αποτυπώνεται σε αρκετά σύγχρονα μυθιστορήματα καθώς η ατομική αβεβαιότητα και ο πολιτισμικός υβριδισμός μεταφράζονται σε αδημονία των μυθιστορηματικών προσώπων που διαρκώς κινούνται από μέρος σε μέρος είτε ψάχνοντας μια φευγαλέα σταθερότητα είτε αποδεχόμενα τον νομαδισμό ως κεντρόφυγη βιωματική κατάσταση.


Μπορούμε άραγε να συνοψίσουμε τη μετάβαση από τη νεωτερικότητα στη μετανεωτερικότητα σε μια σειρά από επί μέρους μετατοπίσεις από το βάθος στην επιφάνεια, από την εσωστρέφεια στην εξωστρέφεια, από το παρελθόν στο παρόν, από την εξορία στον νομαδισμό, από την ιστορία στη γεωγραφία, από την αποικιοκρατία στην παγκοσμιοποίηση που όλες τους έχουν ως κοινό παρονομαστή τη στροφή από τον χρόνο στον χώρο;


Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας.