Η μονομερής απόφαση Αμερικανών – Βρετανών να προχωρήσουν στην επιχείρηση κατά του Ιράκ έβαλε σε δοκιμασία την παγκόσμια ισορροπία αλλά και το σύστημα προστασίας της. Τα πρώτα «θύματα» στο παγκόσμιο σύστημα φάνηκαν προτού ακόμα ηχήσουν οι σειρήνες του πολέμου. «Θύματα» που έθεσαν ήδη την παγκόσμια κοινότητα μπροστά σε νέα δεδομένα, νέες προκλήσεις και υποχρεώσεις.


Το πρώτο θύμα ήταν το κύρος και η αξιοπιστία του ΟΗΕ. Από τη σύστασή του βέβαια, ο παγκόσμιος οργανισμός είχε το σπέρμα της θνησιγένειας. Η απαίτηση για ομοφωνία των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας αλλά και η αδυναμία επιβολής των αποφάσεων στους μη υπακούοντες έδινε το δικαίωμα σε ορισμένους να αποκαλούν τον διεθνή αυτόν οργανισμό «ευπρεπές καφενείο». Ο χαρακτηρισμός βέβαια αυτός ήταν υπερβολικός. Συμβόλιζε πάντως «τα λόγια τα ωραία, τα μεγάλα», που όμως δεν μετουσιωνόντουσαν σε πράξη.


Τον τελευταίο καιρό, κυρίως μετά την κατάρρευση του σοβιετικού συνασπισμού, το κύρος του ΟΗΕ είχε αρχίσει να αναστηλώνεται. Η εξέλιξη όμως των τελευταίων γεγονότων και ο πλήρης παραγκωνισμός του από τις ΗΠΑ έριξαν το κύρος του Οργανισμού στο ναδίρ. Εκτιμώ ότι πρέπει όλοι μας να εργασθούμε για την αποκατάσταση του κύρους και της αποτελεσματικότητας του Οργανισμού, αφού η χρησιμότητα του ΟΗΕ κυρίως για τα μικρά κράτη είναι αναντίρρητη.


Το δεύτερο θύμα είναι οι ευρω-αμερικανικές σχέσεις που δοκιμάζονται σκληρά από την πρώτη κιόλας φάση της διπλωματικής διελκυστίνδας για τη νομιμοποίηση της επιχείρησης κατά του Ιράκ. Οι δεσμοί φιλίας, συνεργασίας και αλληλεγγύης που συνέδεαν τις δύο πλευρές ήταν μακροχρόνιοι. Σφυρηλατήθηκαν μέσα από δύο παγκοσμίους πολέμους και απέδειξαν την αντοχή τους κατά τις δεκαετίες της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου.


Υπήρχε, μέχρι τώρα, στην Ευρώπη η εντύπωση – και, εν πολλοίς, αυτή ήταν η πραγματικότητα – ότι οι δεσμοί αυτοί βασίζονταν στον αμοιβαίο σεβασμό, στη συμμαχική ισοτιμία, στα κοινά συμφέροντα και στην ανάγκη περιφρούρησης της συλλογικής ασφάλειας. Ολοι αυτοί οι παράγοντες ανατράπηκαν. Η σχέση συμμαχικής ισοτιμίας επιδιώχθηκε να μεταβληθεί σε σχέση υποταγής. Αυτό προκάλεσε την οξύτατη αντίδραση της Γαλλίας, που άλλωστε ανέκαθεν εξεδήλωνε την ενόχλησή της για την αμερικανική παντοδυναμία.


Το ρήγμα ΕΕ – ΗΠΑ έγινε βαθύτερο μετά από σειρά ατυχών δηλώσεων υψηλά ισταμένων αμερικανικών αξιωματούχων που μίλησαν περιφρονητικά και εξόχως υποτιμητικά για την Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά και οι δύο πλευρές πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι έχουν συμφέρον το χάσμα αυτό να επουλωθεί το ταχύτερο δυνατόν. Ηδη οι Ευρωπαίοι έστειλαν το πρώτο μήνυμα. Στο απογοητευτικό κατά τα άλλα «κοινό» ανακοινωθέν των 15 στις Βρυξέλλες υπάρχει ένα άνοιγμα συμβιβασμού προς τις ΗΠΑ. Η αμερικανική πλευρά θα λάβει το μήνυμα αυτό και θα προχωρήσει σε γεφύρωση των αντιθέσεων με την Ευρώπη ή θα το αγνοήσει; Φοβάμαι ότι θα συμβεί το τελευταίο. Μετά το πέρας των επιχειρήσεων στο Ιράκ και την αμερικανική επικυριαρχία σε ολόκληρη την περιοχή, η αμερικανική αλαζονεία θα ενταθεί ακόμη περισσότερο. Αυτό άλλωστε βεβαιώνει η μέχρι τώρα στάση της Ουάσιγκτον.


Δεν πρέπει βέβαια να υποτιμάται το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις που υποστηρίζουν την αμερικανική ενέργεια περνούν δύσκολες στιγμές. Η παράταση των εχθροπραξιών διέψευσε τις προσδοκίες που η Ουάσιγκτον είχε από την πρώτη στιγμή εκθρέψει αλλά και οι καθημερινά διογκούμενες αντιδράσεις της κοινής γνώμης δημιουργούν ασφαλώς προβλήματα επανεκλογής των κομμάτων που βρίσκονται σήμερα στην εξουσία. Ισως τελικά οι κυβερνήσεις αυτές να αποδειχθούν ο μοχλός πίεσης προς τις ΗΠΑ για βήματα προς την κατεύθυνση της μειώσεως της εντάσεως.


Πάντως το ερώτημα για το πώς θα λυθεί η κρίση παραμένει. Είναι σαφές ότι το πρόβλημα δεν είναι απλό και εξαρτάται απόλυτα από την πολιτική που θα ακολουθήσει η Αμερική μετά τον πόλεμο. Θα αντιληφθεί ότι μια συμμαχία δεν μπορεί να στηρίζεται σε σχέση υποταγής; ή η ηγεμονική της αλαζονεία θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο;


Την ίδια στιγμή που δοκιμάζονται οι ευρω-ατλαντικές σχέσεις ορισμένοι ευρωπαίοι εταίροι μας, αλλά και πολλές από τις υποψήφιες χώρες, των οποίων η ένταξη στην ΕΕ αποφασίσθηκε πρόσφατα, συντάσσονται ανεπιφύλακτα με την αμερικανική θέση και πρακτική. Αυτή ακριβώς η εξέλιξη δημιούργησε το τρίτο θύμα: το ρήγμα στις ενδοευρωπαϊκές σχέσεις.


Αυτή η μεγάλη διαφορά απόψεων μεταξύ των ηγετικών δυνάμεων της Ευρώπης ανέδειξε και τη βαθιά κρίση ενότητας που μαστίζει τη Γηραιά Ηπειρο, αλλά και την αδυναμία της να χαράξει ενιαία στάση σε μείζονα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Οσοι στο παρελθόν είχαμε πιστέψει ότι η Ευρώπη θα μπορούσε να χαράξει κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας εκτιμώ ότι θα πρέπει μειώσουμε τον ενθουσιασμό μας και να περιμένουμε πολύν χρόνο για να δούμε να προωθείται η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.


Γι’ αυτό πρέπει η χώρα μας να εργασθεί για την ιδέα της ενισχυμένης συνεργασίας στην εξωτερική και αμυντική πολιτική κατά το ήδη επιτυχημένο πρότυπο της ΟΝΕ. Προς την κατεύθυνση αυτή κινούνται ήδη τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο και Λουξεμβούργο). Η Ελλάδα πρέπει να επιδιώξει τη συμμετοχή της στον σκληρό πυρήνα της αμυντικής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.


Ο κ. Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης είναι βουλευτής της ΝΔ, τέως υπουργός, πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοκρατίας «Κωνσταντίνος Καραμανλής».