Η ιστορική στιγμή της γένεσης της νεοελληνικής «εθνικής ιδεολογίας» είναι, κατά κοινή παραδοχή, ο νεοελληνικός Διαφωτισμός, από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα ως την Ελληνική Επανάσταση.


Με τον τρόπο όμως αυτό τίθεται αυτόματα το διεθνές – στην περίπτωση αυτή: το ευρωπαϊκό – ιστορικό πλαίσιο της γένεσης και της νεοελληνικής εθνικής ιδεολογίας: Η εθνική ιδεολογία αποτελεί το ουσιαστικότερο ιδεολογικό στοιχείο του νεοελληνικού Διαφωτισμού, συνοδεύοντας τη γένεση του ελληνικού πρωτογενούς, εμπορευματικού, κεφαλαίου μέσα στο πλαίσιο της ανάπτυξης και επέκτασης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και της γένεσης των «εθνικών» ιδεολογιών και των «εθνικών» κρατών κατά τον 19ο αιώνα.


Σ’ αυτό ακριβώς έγκειται η ιδεολογική φύση και λειτουργία του εννοιολογήματος «έθνος»: Οπως κάθε ιδεολογικό σύστημα, έτσι και η εθνική ιδεολογία αποκρύπτει τους υλικούς και πολιτικούς όρους της ανόδου, της κατάληψης και της άσκησης της εξουσίας από την αστική τάξη.


Το πρώτο ιστορικό χαρακτηριστικό (και) της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας είναι η οικουμενικότητά της: Η εθνική ιδεολογία διαπερνάει όλες τις εκφάνσεις και μορφές του πολιτικού, φαντασιακού και πολιτισμικού εποικοδομήματος: Ο Στ. Κουμανούδης έχει καταγράψει στο πολύτιμο Λεξικό του (1900) για ολόκληρο τον 19ο αιώνα εκατόν είκοσι εννέα νεολογισμούς, παράγωγα και σύνθετα του βασικού εννοιολογήματος «έθνος», που αναφέρονται σε όλους τους τομείς του επιστητού.


Είναι αδύνατον να απαριθμήσουμε εδώ όλα εκείνα τα «αντικείμενα» της νεοελληνικής ιστορίας στον 19ο και 20ό αιώνα, που σφραγίστηκαν με το κατηγόρημα «εθνικός», από την Εθνική Τράπεζα, το Εθνικό (πρώην Βασιλικό) Θέατρο και τους «εθνικούς ευεργέτες» μέχρι την Εθνική Βιβλιοθήκη, την Εθνική Πινακοθήκη, το Εθνικό (πρώην Βασιλικό) Ιδρυμα Ερευνών – αλλά και τον «εθνικό αερομεταφορέα» (Ολυμπιακή Αεροπορία) και την «εθνική ενδεκάδα» (ποδοσφαίρου!), για να καταδείξουμε την οικουμενικότητα, τον ολοκληρωτισμό, του κεντρικού ιδεολογήματος της νεοελληνικής εθνικής ιδεολογίας.


Η εναλλακτικότητα και η ευρυχωρία του εθνικού ιδεολογήματος καταφαίνονται, π.χ., από τις περιφράσεις: «εθνικό ζήτημα»/ πρόβλημα, «εθνική υπόθεση», κάτω από τις οποίες μπορεί να κατατάσσεται κατά βούλησιν οποιοδήποτε αντικείμενο της «εθνικής», δηλαδή της κρατικής, πολιτικής, όπως: το «Βορειοηπειρωτικό», το «Σκοπιανό» (για το όνομα ενός κρατιδίου στα βόρεια σύνορα!) και, πρόσφατα, η «Ολυμπιάδα 2004»!


Προπαντός όμως: Οπως κάθε ιδεολογικό σύστημα, έτσι και η εθνική ιδεολογία χαρακτηρίζεται από τη «διαχρονικότητα», δηλαδή την ιστορικότητά της: Η εθνική ιδεολογία συμπαρακολουθεί και συνεκφράζει, καταφατικά ή αντιφατικά, την ιστορικοκοινωνική πραγματικότητα, ειδικότερα την παραγωγική και πολιτική πράξη. Οπως έχει ήδη παρατηρηθεί, «μέχρι την εποχή της Επανάστασης του 1821 ο ελληνικός εθνικισμός εξέφραζε μια εθνικοαπελευθερωτική ιδεολογία. Μετά την Επανάσταση, στην οθωνική περίοδο, ο ελληνικός Διαφωτισμός υποχωρεί και τον διαδέχεται ένας πολιτικός και θρησκευτικός συντηρητισμός» (Γ. Β. Λεονταρίτης).


Η πρώτη δηλαδή τομή στην εξέλιξη της εθνικής ιδεολογίας συμπίπτει με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Αυτή όμως ακριβώς η ιστορική σύμπτωση αποκαλύπτει και τον ιδεολογικό χαρακτήρα του εννοιολογήματος «έθνος»: Το «έθνος» αντιδιαστέλλεται, στο επίπεδο των ιδεών, από τη συγκεκριμένη πολιτική πραγματικότητα του κράτους και τους συγκεκριμένους κατοίκους – πολίτες του και επεκτείνεται στους απανταχού «ομοεθνείς» τους, στον (εξωελλαδικό) «ελληνισμό», αποκρύπτοντας, ταυτόχρονα, όχι μόνο τον ταξικό (αστικό) αλλά και τον πολυεθνικό, πολυγλωσσικό και πολυθρησκευτικό χαρακτήρα αυτού του συγκεκριμένου ελληνικού κράτους.


Αυτή η επέκταση της νεοελληνικής ιδεολογίας από το κράτος στο «έθνος» έβρισκε την ενσάρκωσή της στο ιδεολόγημα της «Μεγάλης Ιδέας» (1844), το οποίο, όταν κλήθηκε να προωθήσει την «αντίστοιχη» πολιτική-στρατιωτική πράξη, επέπρωτο να οδηγήσει στη διπλή οδυνηρή ήττα και της εθνικής ιδεολογίας (1897/1922).


Η τελευταία αυτή ιστορική τομή σήμαινε και μια ριζική στροφή από τον εξωτερικό στον εσωτερικό εχθρό: το καινοφανές στην Ελλάδα σοσιαλιστικό, μαρξογενές ή σοσιαλδημοκρατικό πολιτικό κίνημα – αλλά και το φρόνημα των πολιτικών τους αντιπάλων από τους «εθνικόφρονες». Από την ιστορική εκείνη στιγμή και μέχρι τη λήξη της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου (1949) η εθνική ιδεολογία, στην ακραία πλέον μορφή του «εθνικισμού», θα υπηρετήσει, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, τις πιο αυταρχικές δικτατορικές-φασιστικές τάσεις και δράσεις του αστικού κράτους, που θα αρνηθεί, αντιστρέφοντάς τες, και τις ίδιες τις φιλελεύθερες ρίζες της εθνικής ιδεολογίας στην επαναστατική φάση της γένεσής της κατά την εποχή του ελληνικού και του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.


Από την ίδια εποχή (1948) εμφανίζεται ένα νέο ιδεολόγημα, το ιδεολόγημα της «Ευρώπης», το οποίο αναπτύσσεται ανταγωνιστικά προς το ιδεολόγημα του «έθνους». Το νέο αυτό ιδεολόγημα εκφράζει και προωθεί, συγκαλύπτοντάς την, την τελική φάση της πολιτικής, θεσμικής, πολιτισμικής και ιδεολογικής ενσωμάτωσης του ελληνικού στον ευρωπαϊκό – και τον παγκόσμιο – καπιταλισμό. Η εντελώς πρόσφατη υποτροπή της ελληνικής ιδεολογίας και του ελληνικού εθνικισμού και η κρίση της «εθνικής ταυτότητας» θα πρέπει να θεωρηθούν ως τα τελευταία σφαδάσματα στην ύστατη, επιθανάτια γι’ αυτή την «εθνική ιδεολογία», φάση της ιστορικής της εξέλιξης.


Ο κ. Γιώργος Βελούδης είναι καθηγητής πανεπιστημίου.