ΑΞΙΖΕΙ άραγε ν’ ασχοληθούμε με την τηλεοπτική συνέντευξη του τέως της 5 Δεκεμβρίου; Νομίζω ναι. Πρώτα, επειδή μας πρόσφερε μια γλαφυρή εικόνα βασιλικού ήθους. Υστερα, επειδή στάθηκε ένας σωρείτης από ψευδολογίες, υπεκφυγές και ιταμότητες. Τέλος, επειδή, πιστεύω, θ’ ακολουθήσουν κι άλλες πολλές συνεντεύξεις, για να δικαιολογήσει την υπόστασή του και τη μελλοντική στάση του.


ΟΣΟ κράτησαν οι λήροι και τα παραληρήματά του, ο τέως θύμιζε (απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη) εκείνον τον ρωμαίο πατρίκιο, τον Κοριολανό – όχι, βέβαια, με τα πολεμικά κατορθώματά του αλλά με την ύβρη της συμπεριφοράς του απέναντι στον ρωμαϊκό λαό και την πατρίδα του, που όχι μόνο την πρόδωσε αλλά και ετοιμαζόταν να την κατακτήσει με ξένα στρατά (ο «ημέτερος», με τη δίκη στο Στρασβούργο), ώσπου στο τέλος ανέκρουσε πρύμναν για χάρη της μάνας του κι έμοιαζε (κατά το λέγειν του) «σαν αδέξιος θεατρίνος (που) ξεχνάει τα λόγια του και κοκκαλώνει από ντροπή»1.


Μόνο που ο «δικός μας» πατρίκιος-καμποτίνος φτειασίδωνε αδιάκοπα κι αδιάντροπα τις αλλοτινές και τωρινές πράξεις του με ψιμύθια και σουλιμάδες και μπαντανάδες (μπογιές και ασβεστώματα), για να παίξει το «μελό» του αδικημένου, ανιδιοτελούς, συναισθηματικού πατριώτη, που κατέχεται από απέραντη νοσταλγία για τον τόπο του και ασίγαστο πόθο να τον βοηθήσει.


ΑΛΛΑ ας δούμε μερικά από τα μυθεύματα και τους σοβάδες του, όπως και τη «βοήθεια» που μας έχει προσφέρει:


«Δεν καταλαβαίνω – έφη – την ενδόμυχη εχθρότητα του πρωθυπουργού, και την τάση του να μιλά διαρκώς για το παρελθόν, ενώ εγώ σκέπτομαι μόνο το μέλλον».


Φυσικά, καμώνεται ότι δεν καταλαβαίνει πως όχι μόνο ο πρωθυπουργός αλλά και η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων τρέφουμε εχθρότητα απέναντί του, διόλου «ενδόμυχη» αλλά φανερή και διατρανωμένη. Επειδή όλοι μας θυμόμαστε το σεσημασμένο παρελθόν του και τις συμφορές που προκάλεσε στη χώρα μας – από το πραξικόπημά του της 15.7.1965 (την αποπομπή του νόμιμου πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου) ως την τραγελαφική Αποστασία… από το πραξικόπημα που ετοίμαζε με τους στρατηγούς «του» ως την περιχαρή συνεργασία του με τους απριλιανούς στασιαστές και το γελοιωδέστατο αντιπραξικόπημά του του Δεκεμβρίου 1967, όταν είδε πως η χούντα ετοιμαζόταν να αποστρατεύσει τους «δικούς του» στρατηγούς. Και αποτελεί τόπο κοινότατο πως χωρίς αυτούς τους άθλους του, δεν θα είχε γίνει το χουντικό πραξικόπημα του 1974 κατά του Μακαρίου και οι τουρκικοί Αττίλες.


Είναι, λοιπόν, δολιότατη η «άγνοιά» του για το παρελθόν που δεν τον συμφέρει, και βολικότατη η έγνοια του για το μέλλον που συμφέρει το ταμείο του. Αλλά δεν είμαστε όλοι εκούσιοι λωτοφάγοι. Αν ο τέως θέλει «να ξεχνά και ν’ αγνοεί», οι Ελληνες έχουμε μνήμη και γνώση του ποινικού μητρώου του, και γνώση στο μυαλό μας ώστε να «εχθρευόμαστε» τον πρωτουργό αυτής της αλυσίδας εθνικών καταστροφών…


«Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ – έφη – έχει συμπεριφορά και νοοτροπία χούντας».


Τη χουντική συμπεριφορά, οι Ελληνες την υποστήκαμε οδυνηρότατα, εφτά ολόκληρα χρόνια. Αντίθετα, αυτός, την ευλόγησε αμέσως, τη συμμερίστηκε δέκα μήνες, και εισέπραττε απ’ τους δικτάτορες τη χορηγία του ως το 1973. Αποτελεί, λοιπόν, απύθμενη θρασύτητα, αναίσχυντη προκλητικότητα και βαρύτατη ύβρη να μιλάει για «χουντική νοοτροπία» αυτός που, στο διάγγελμά του της 1.1.1966 χώριζε τους Ελληνες σε πατριώτες και «μιάσματα», και που, στο άλλο του διάγγελμα για το αντιπραξικόπημά του, διαδήλωνε ηρωικά πως «δεν θα ανεχθή πλέον ουδεμίαν ανυπακοήν ή παρεκτροπήν, ήτις θα παταχθή αμειλίκτως», αντιγράφοντας σχεδόν κατά λέξη το διάγγελμα των πραξικοπηματιών της 21ης Απριλίου…


«ΔΕΝ έχω πολιτικές φιλοδοξίες», έφη. Και βέβαια δεν έχει φιλοδοξίες πολιτικές. Εχει, όμως, βλέψεις πολιτειακές. Γι’ αυτό θέλει να γυρίσει στην Ελλάδα και ν’ αποχτήσει ένα «σπιτάκι» – που θα γίνει κέντρο συσπείρωσης και συνωμοσίας όλων των συμπαθούντων τον – και συμπασχόντων με τον «αδικημένο» και «λεηλατημένο» άνακτά τους… Γι’ αυτό χαλκεύει (με τα λεφτά μας) ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα, που θα σταθεί (αλά ιδρύματα της Φρειδερίκης) εργαλείο προπαγάνδας του μεγαλόψυχου, αφιλοκερδούς και υπερπατριώτη Γλυξβούργου… Γι’ αυτό αρνείται διαρρήδην να πάρει επώνυμο: όταν λέγεσαι Κων/ντίνος Ταδόπουλος, εξισώνεσαι με τα εκατομμύρια των «υπηκόων» σου – ενώ όταν ονομάζεσαι «πρώην Βασιλεύς των Ελλήνων», υψώνεσαι υπεράνω όλων, και ελπίζεις και πασχίζεις να φύγει το «πρώην» και ν’ αντικατασταθεί με τον «νυν και αεί»… Το οποίον: δεν ορέγεται να πολιτευθεί και να κατέβει στη χυδαία κονίστρα της πολιτικής διαπάλης, αλλά να παλινορθωθεί και να έχει τους πολιτικούς και τους πολίτες προπόδια των βασιλικών ποδών του…


«Μα δεν γίνονται αυτά, σήμερα», λένε μερικοί. Δεν είπα πως θα γίνουν αλλά πως ο τέως θα προσπαθήσει να τα κάνει. Εχει, άλλωστε, πρότυπα στο παρελθόν, που τάχα το αγνοεί: «Δεν γίνεται να γυρίσει ο Γεώργιος Β’», έλεγαν τη δεκαετία του 1930. Ομως γύρισε, και μας χάρισε την δικτατορία της 4ης Αυγούστου… «Δεν γίνονται στην εποχή μας δικτατορίες», έλεγαν τη δεκαετία του 1960. Κι όμως έγινε, και μας βύθισε στην άβυσσο των ανοσιουργημάτων της.


Μια πολιτική κρίση του 1936, μια πολιτική κρίση του 1965-67, έδωσαν σε Αυλές και αυλόφρονες τις ευκαιρίες και τα όπλα των μεγάλων εγκλημάτων. Μιαν ανάλογη κρίση θα οραματίζεται στο «σπιτάκι» του ο τέως και οι τέοι του. Και θα κάνει τα πάντα για να την προκαλέσει. Οπότε, ο ολετήρας του 1965 θα παρουσιαστεί σαν σωτήρας και ο αποδιοπομπαίος του 1974 θα φιγουράρει σαν παράκλητος…


ΤΙΠΟΤΑ το καινούργιο, σ’ όλα αυτά – εμείς οι Ελληνες τα έχουμε γευτεί και πληρώσει πανάκριβα… Ενα μικρό απόσταγμα, ως επιμύθιο: Πριν 120 χρόνια, επί Γεωργίου Α’, ο Κλεάνθης Τριαντάφυλλος έγραφε στη σατιρική εφημερίδα του «Ραμπαγάς»:


«Την τέχνη δεν ξεχνούσε,


χτυπούσε, τυραννούσε…


Γνώση ποτέ σε βασιλιά δεν βάνει η εξορία…».


………………………….


1. Σαίξπηρ, Κοριολανός, Ε’ Πράξη, 3η Εικόνα. Μετάφρ. Μιχ. Κακογιάννη, Καστανιώτης, 1990.


………………………….


Επίμετρο. Οργή και απορία προκάλεσε η ολόψυχη συνηγορία του κ. Μητσοτάκη υπέρ του «ανυπεράσπιστου» τέως. Αλλά τι το περίεργο; Ο επίτιμος δεν ήταν ο άμεσος συνεργός του «άνακτος» στην Αποστασία του ’65; Δεν είναι αυτός που χαρακτήρισε το δημοψήφισμα του ’74 «unfair»; Δεν είναι αυτός που σκάρωσε τον νόμο του 1992, δίνοντας στον έκπτωτο τα πάντα; Δεν είναι αυτός που του διέπεμψε τα κοντέινερς με την «οικοσκευή» του; Πώς, λοιπόν, να μη φανεί fair στον παλιό μακαντάση του; Και πώς να μη χαρακτηρίζει τη σημερινή Ελλάδα «τριτοκοσμική χώρα» – ενώ ήταν, βέβαια, πρωτοκοσμική τον καιρό που Θρόνος και θρονόδουλοι εκπαραθύρωναν τον πρωθυπουργό και άνοιγαν τον δρόμο για την εφτάχρονη τυραννία και τον κυπριακό όλεθρο…