(Μια φάρσα)


«Τέλος εποχής», λοιπόν, στη Γιουγκοσλαβία, περιφανής νίκη της λαϊκής θέλησης, ανατροπή διά βοής ενός καθεστώτος, που πολλά δεινά έφερε στην ήδη πολύπαθη χώρα ­ με πρόσφατο και μέγα συνεργό (μην το ξεχνάμε) την εξ Εσπερίας διά βομβαρδισμών «ειρηνοποίηση».


Οσοι έχουν ζήσει ανάλογες στιγμές, ξέρουν πως ένα από τα ωραιότερα θεάματα, ακούσματα κι επιτεύγματα είναι η επιβολή της βούλησης ενός λαού, που μαζικά αξιώνει να πάρει στα χέρια του τις τύχες του, χωρίς βία και εναντίον της βίας.


«Φωνή λαού, φωνή Θεού», λοιπόν. Και επειδή ­ όπως είναι γνωστό ­ τα σημαντικά γεγονότα επαναλαμβάνονται, πρώτα σαν δράμα και ύστερα σαν φάρσα, τολμώ να διατυπώσω μιαν υποψία: πως κάτι παρόμοιο οραματίζονται για τη δική μας χώρα, οι επί γης Ελλάδος εκπρόσωποι του Κυρίου.


Η υποψία αυτή δεν είναι διόλου παράλογη, αφού ο Αρχιεπίσκοπος διακηρύσσει πως «βρισκόμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ Κράτους και Ελλαδικής Εκκλησίας», σηκώνει λάβαρα και τίμια ξύλα σε «αγώνα κατά των κάθε είδους κρατούντων» και σε «λαϊκή κινητοποίηση κατά πάσης εξουσίας και όχι μόνον της κυβερνήσεως», προκηρύσσει δημοψηφίσματα και προφητεύει πως «ο Χριστός θα νικήσει». Είναι αυτονόητο πως κάθε «εμπόλεμος» ποθεί τη νίκη του, τη συντριβή του αντιπάλου και την εγκαθίδρυση της δικής του κυριαρχίας.


Το ερώτημα είναι: τι καθεστώς οραματίζονται να μας επιβάλουν οι στρατιώτες και οι στρατάρχες του Χριστού, όταν γίνουν αυτοί κρατούντες και έχοντες και κατέχοντες όχι μόνο την τεράστια εκκλησιαστική περιουσία αλλά και του κράτους τις προσόδους όλες.


Μια προϊδέαση για το καθεστώς που μας επιφυλάσσεται, προσφέρουν οι απανωτές επιθέσεις του κ. Χριστόδουλου κατά του Διαφωτισμού, που τον θεωρεί υπεύθυνο για την «υποταγή της Ευρώπης στη νοησιαρχία, δηλ. την υπεροχή του ανθρώπινου λογικού, και στον ορθολογισμό» και την «επικράτηση της απιστίας, που γεννά τους πολέμους και τις εκατόμβες των θυμάτων» (24.9).


Φυσικό και λογικό, λοιπόν, είναι να υποθέσουμε πως το χριστοδουλικό καθεστώς θα θεμελιωθεί σε αρχές που θ’ αποτελούν κάθετη άρνηση του Διαφωτισμού. Για να το συνειδητοποιήσουμε καλύτερα, ας θυμηθούμε τι ήταν εκείνο το αποφώλιο τέρας.


Οποιο σχολικό εγχειρίδιο κι αν ανοίξετε, θα διαβάσετε πως ο Διαφωτισμός (αγγλ. Enlightenment, γερμ. Aufklaerung, γαλλ. Siecle des Lumieres) ήταν το μεγάλο ιδεολογικό ρεύμα του 18ου αιώνα, που πολέμησε τον πνευματικό σκοταδισμό και τον πολιτικο-κοινωνικό δεσποτισμό, και προετοίμασε ιδεολογικά την πτώση των παλιών καθεστώτων και την ανατολή των νέων καιρών.


Συνοπτικά και σχηματικά, ο Διαφωτισμός κηρύχθηκε κατά του δογματισμού (φιλοσοφικού, θρησκευτικού κλπ.) και υπέρ της λογικής, της γνώσης, της έρευνας, της επιστήμης, της ελεύθερης σκέψης και δράσης… κατά της αυταρχίας (βασιλικής και μη) και της ανισότητας και υπέρ της δημοκρατίας και της ισότητας… κατά της μισαλλοδοξίας, της βίας, των πολέμων και υπέρ της ανοχής, της πειθούς, της ειρήνης.


Αναπότρεπτο συμπέρασμα: μια και το χριστοδουλικό καθεστώς θ’ αποτελεί άρνηση του Διαφωτισμού, επόμενο είναι να υιοθετεί εκθύμως όλα όσα εκείνος πολέμησε, να διαγράψει τις πνευματικές κατακτήσεις αιώνων και να στείλει στο πυρ το εξώτερον τα «δαιμόνιά» του, από τη λογική ως την ισότητα, από την ελεύθερη σκέψη ως την ελεύθερη έρευνα.


Αλλωστε, ο μακαριότατος δεν έκρυψε λόγια. Αρπαξε απ’ τ’ αυτί τον Καρτέσιο και τον κάθισε στο εδώλιο, επειδή ο γάλλος φιλόσοφος έκανε το έγκλημα να πει το περιλάλητο «Σκέπτομαι, άρα υπάρχω» («Cogito, ergo sum»), ανακηρύσσοντας ­ τι φυσικότερο; ­ φάρο του ανθρώπου τον Νου του και όχι την τυφλή πίστη.


Αλλά ο προκαθήμενος, που συχνά επικαλείται την αρχαία σοφία, «ξεχνάει» ότι, πολύ πριν απ’ τον Καρτέσιο, είχαν κάνει το ίδιο ακριβώς έγκλημα οι «αρχαίοι ημών πρόγονοι»… πως ακρογωνιαίος λίθος του ελληνικού πολιτισμού ήταν ο Λόγος ­ η λογική. Ξεχνάει πως όλοι οι έλληνες φιλόσοφοι είχαν θεοποιήσει τον Νουν, από τον Παρμενίδη, που είχε πει το ταυτόσημο με τον Καρτέσιο, «Η νόηση είναι το ίδιο πράγμα με το είναι», την ύπαρξη («Το γαρ αυτό νοείν εστι και είναι»1) ως τον Αριστοτέλη που έλεγε: «Δεν δίνουμε την εξουσία σ’ έναν άνθρωπο αλλά στον Λόγο, επειδή οι άνθρωποι ασκούν την εξουσία για τον εαυτό τους και γίνονται τύραννοι» («Ουκ εώμεν άρχειν άνθρωπον αλλά τον λόγον, ότι εαυτώ τούτο ποιεί και γίνεται τύραννος»2).


«Ξεχνάει», ακόμα, όχι μόνο την τεράστια προσφορά του Διαφωτισμού στην πνευματική, πολιτική κ.λπ. πρόοδο, αλλά και στη δική μας, την ελληνική απελευθέρωση, μια και τα νάματα του Διαφωτισμού πότισαν το έργο των «δασκάλων του γένους», του Ρήγα, του Κοραή, τόσων άλλων, και ξεχέρσωσαν τον δρόμο για τον απελευθερωτικό Αγώνα.


Ολους αυτούς, το μελλούμενο καθεστώς θα τους στείλει στη Γέενα του πυρός και στη θέση του Λοκ, του Μοντεσκιέ, του Βολταίρου, του Ρουσσώ, θα αναγορεύσει διδάχους του έθνους, τους χρυσοπηγίτες και τις θεούσες.


Αλλα ο μακαριότατος «ξεχνάει» και την ιστορία της ίδιας της Εκκλησίας. «Αντί «σκέπτομαι, άρα υπάρχω», εμείς λέμε «αγαπώ, άρα υπάρχω»», φθέγγεται. Και αποσιωπά τα μίση και τη μισαλλοδοξία που εξαπέλυσαν οι λειτουργοί της «θρησκείας της αγάπης» σ’ όλους τους αιώνες… «αγνοεί» τους διωγμούς και τις σφαγές εθνικών, αιρετικών, «άπιστων»… «ξαστοχά» πως τους πολέμους δεν τους προκάλεσε ο ορθολογισμός και η απιστία, αλλά συχνότατα η φανατική πίστη, δηλ. η εκμετάλλευσή της από τους πολυμήχανους, αρχίζοντας από τις Σταυροφορίες και τους θρησκευτικούς πολέμους και φτάνοντας στις σημερινές εκατόμβες των γειτονικών μας χωρών. Και «δεν θυμάται», βέβαια, πως μόνο «αγάπη» δεν προδίδουν οι εδώ ύβρεις και προπηλακισμοί, ακόμα και μεταξύ ιερέων και αρχιερέων, αλλά και εναντίον του Πατριάρχη Βαρθολομαίου, που τον αποκάλεσαν «μητριά» και τους ανταποκάλεσε «απολωλότα πρόβατα»…


Ωστόσο, μπορούμε να ευελπιστούμε πως, με το εκκολαπτόμενο καθεστώς, όλα θα πάνε καλά, από υγιεινής απόψεως. Γιατί ο κ. Χριστόδουλος δεν είναι μόνο ιεράρχης και εθνάρχης, αλλά και εθνικός ιατρός:


Διαδηλώνει πως «η κοινωνία είναι άρρωστη», πως «ο κόσμος πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο» και πως μοναδικοί θεραπευτές του είναι οι «πνευματικοί πατέρες», που δρουν σαν «χειρουργοί». Και ειδικότερα: «Οταν δουν ότι υπάρχει ένας όγκος σε κάποιον άνθρωπο, δεν περιορίζονται να δώσουν ασπιρίνες ή αντιβιοτικά, γιατί ξέρουν ότι ο όγκος θέλει μαχαίρι. Κι αν δεν μπει μαχαίρι, ο όγκος εξελίσσεται και οδηγεί στον θάνατο… Πονάει το νυστέρι, αλλά είναι σωτήριο»(15.9).


Μόνο που η αμνησία, ακούσια ή εκούσια, παίζει συχνά άσκημα παιχνίδια. Ο κ. Χριστόδουλος λησμόνησε πως την ίδια ακριβώς θεραπεία είχε εξαγγείλει ένας άλλος «ηγέτης-ιατρός», φθεγγόμενος ούτω πως:


«Ως χειρουργοί είμεθα υποχρεωμένοι να εξουδετερώσωμεν τους τιναγμούς και τους κραδασμούς που κάμνετε εις το χειρουργικόν μας κρεβάτι, ως απαιτούντες να εκφράσετε ελευθέρως τας αντιλήψεις σας… Εχομεν ένα νοσούντα κοινωνικόν οργανισμόν… Θα αποκαθάρωμεν πάσαν νόσον επί του σώματος του έθνους».


Ητο δε ο Ασκληπιάδης ούτος, ο αλήστου μνήμης ελληνοχριστιανός Γ. Παπαδόπουλος3…


Μ’ αυτά και μ’ αυτά, έχουμε κατατοπισθεί για τα συστατικά της επαπειλούμενης Εδέμ: Α-νοησιαρχία, α-λογική (μη λογική), αν-ελεύθερη σκέψη, δογματισμός που βαφτίζεται «λόγος Κυρίου», φανατική μισαλλοδοξία που αποκαλείται «αγάπη», χειρουργικές κλίνες και νυστέρια, με αρχίατρο, αντί του Καρτέσιου, τον Παπαδόπουλο.


Οσοι πιστοί προσέλθετε…


­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­


1. Απόσπασμα 30. – 2. Ηθικά Νικομάχεια, 1134α-β. 3. Συνέντευξη Τύπου, 5.5.1967.