Το συνέδριο «Γιώργος Σεφέρης: Μεταξύ Ανατολής και Δύσης», που θα διεξαχθεί από 2 ως 6 Οκτωβρίου στη Σμύρνη, οργανωμένο από το υπουργείο Πολιτισμού, και θα αποτελέσει τη μείζονα εκδήλωση του Ετους Σεφέρη, επαναθέτει το θέμα Ελληνισμός και Δύση στο έργο του Σεφέρη, αφού η λέξη Ανατολή στον τίτλο του σημαίνει ασφαλώς την καθ’ ημάς Ανατολή. Επειδή το θέμα αυτό είναι κεντρικό στη μελέτη της ελληνικής ποιητικής νεοτερικότητας, της οποίας ο Σεφέρης είναι ένας πρωτεργάτης, θα προσπαθήσω να περιγράψω πώς βλέπει ο Σεφέρης τις σχέσεις της ποιητικής πρωτοπορίας με την παράδοση. Προηγουμένως θα διατυπώσω μερικές γενικότερες σκέψεις επί του θέματος, εν είδει εισαγωγής.


Οι σχέσεις ενός συγγραφέα με την παράδοση είναι σχέσεις με μια διπλή παράδοση: αφενός με την άμεση λογοτεχνική παράδοση της γλώσσας του και αφετέρου με την ευρύτερη ­ υπεργλωσσική, υπερεθνική ­ λογοτεχνική παράδοση, στην οποία η λογοτεχνική παράδοση της γλώσσας του ανήκει. Τον πυρήνα της ευρύτερης παράδοσης αποτελούν κυρίως οι λογοτεχνίες του κέντρου, με τις οποίες οι λογοτεχνίες της περιφέρειας βρίσκονται, λιγότερο ή περισσότερο, σε μια σχέση εξάρτησης. Είναι κυρίως οι λογοτεχνίες του κέντρου εκείνες που παράγουν τις πρωτοποριακές αναζητήσεις, οι οποίες μετακενώνονται στις λογοτεχνίες της περιφέρειας. Για τους λόγους αυτούς στις περιφερειακές λογοτεχνίες οι σχέσεις της πρωτοπορίας με την παράδοση ­ τόσο την άμεση όσο και την ευρύτερη ­ δεν είναι ίδιες με τις σχέσεις που διαμορφώνονται στις κεντρικές λογοτεχνίες. Οι προδιαγραφές πρωτοποριακότητας που εισάγει από το κέντρο η περιφέρεια απαιτούν για την καλλιτεχνική πολιτογράφησή τους επεξεργασία μεγαλύτερη από εκείνη που χρειάζονται οι προδιαγραφές που εισάγει μια κεντρική λογοτεχνία, οι οποίες προέρχονται κυρίως από άλλες λογοτεχνίες, που βρίσκονται πολιτισμικά πιο κοντά σ’ αυτήν.


Αναφέρομαι βέβαια πρωτίστως στον ευρωπαϊκό χώρο χρησιμοποιώντας τον όρο πρωτοπορία με έννοια ευρύτερη από την καθιερωμένη: για να δηλώσω το νέο στη σχέση του με το παλαιό. Αν η αναζήτηση του νέου στον αιώνα μας ήταν τόσο ριζοσπαστική που κατέστησε αναγκαία την αντικατάσταση του όρου «νέο» με τον όρο «πρωτοποριακό», ήταν γιατί ποτέ πριν η αλλαγή της ευαισθησίας δεν υπήρξε τόσο ραγδαία όσο στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού. Η αναζήτηση αυτή, με τις διαβαθμίσεις της έντασής της, τις οποίες η κριτική έχει κωδικοποιήσει χοντρικά σε δύο τάσεις ­ στη στοχαστικότερη («μοντερνισμός») και την επιθετικότερη («πρωτοπορία») ­, δεν ήταν διαφορετική από την προσπάθεια κάθε εποχής να ικανοποιεί το αίτημα της ανανέωσης, όταν αισθάνεται ότι οι καλλιτεχνικές της μορφές δεν είναι πλέον σε θέση να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της ευαισθησίας της.


Ολα αυτά, που είναι αυτονόητα, δεν θα πρέπει να τα ξεχνάμε όταν μελετάμε τις σχέσεις της πρωτοπορίας με την παράδοση στο έργο του Σεφέρη. Για τον Σεφέρη, όπως και για όποιον βλέπει την ποίηση μέσα από μια διαχρονικότερη προοπτική, το πρόβλημα των σχέσεων της πρωτοπορίας με την παράδοση είναι πρόβλημα κυρίως εσωτερικό· ένα πρόβλημα που πρέπει πρώτα να λυθεί μέσα στο πλαίσιο της παράδοσης μιας συγκεκριμένης λογοτεχνίας. Αυτό δεν είναι μια αντίληψη εθνοκεντρική, όπως πιστεύουν ορισμένοι σήμερα. Υπαγορεύεται από το ίδιο το υλικό της λογοτεχνίας ­ από τη γλώσσα ­ που είναι διαφορετικό από το υλικό των άλλων τεχνών, το οποίο είναι άμεσα προσλήψιμο από ανθρώπους διαφορετικών γλωσσικών κοινοτήτων. Εκτός από εύλογη, είναι και μια αντίληψη της ευρύτερης ποιητικής παράδοσης στην οποία ανήκει ο Σεφέρης, ιδίως των μοντερνιστικών αναζητήσεών της.


Το κύριο αίτημα του ποιητικού μοντερνισμού, αίτημα αισθητό και στην Ελλάδα, ήταν η ανάκτηση της ποιητικής φυσικότητας και αμεσότητας: η απομάκρυνση από τη συμβατική έκφραση, στην οποία είχε οδηγήσει τον ποιητικό λόγο η «διάσπαση της ευαισθησίας», δηλαδή το ασυγχώνευτο του αισθήματος και της σκέψης· και η επανασυγχώνευσή τους σε μια προσωδία σύμφωνη με τις κατευθύνσεις της νέας ευαισθησίας. Η ανάκτηση αυτή δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς τη βοήθεια της ποιητικής παράδοσης. Αυτό είναι ένα βασικό σημείο διαφοράς ανάμεσα στον μοντερνισμό και στις άλλες κύριες κατευθύνσεις της νεοτερικής ποίησης, εκείνες της «πρωτοπορίας», οι οποίες είτε θεωρούσαν την παράδοση εμπόδιο για την άμεση έκφραση της ευαισθησίας (φουτουρισμός, ντανταϊσμός) είτε απέδιδαν σ’ αυτήν μικρότερη σημασία απ’ ό,τι οι μοντερνιστές (υπερρεαλισμός). Μέσα από αυτό το πρίσμα διεξάγεται η ποιητική συνομιλία του Σεφέρη με την παράδοση. Και μέσα από αυτό το πρίσμα θα πρέπει να δούμε την ενασχόληση του Σεφέρη με τον Μακρυγιάννη και τον Θεόφιλο. Οταν προσδιορίζει την τέχνη τους ως σημείο αναφοράς, ο Σεφέρης δεν το κάνει για να ελληνοσκοπήσει, αλλά για να υποδείξει, όπως είχαν κάνει και οι ευρωπαίοι μοντερνιστές (οι Γάλλοι με τον ζωγράφο Ρουσσώ, ο Πικάσσο με την αφρικανική τέχνη), δύο ξεχωριστές περιπτώσεις μιας περιοχής της τέχνης (εκείνης των ναΐφ), στις οποίες η ποιότητα της εκφραστικής φυσικότητας και αμεσότητας υπερβαίνει το επίπεδο του λαϊκού και μπορεί να αποτελέσει πρότυπο και για τον έντεχνο καλλιτέχνη.


Ο Σεφέρης πιστεύει ότι η πραγματική πρωτοπορία είναι μια πρωτοπορία του βάθους· όχι μια θορυβώδης και εριστική διένεξη με το παρόν (όπως εκείνη του φουτουρισμού, του ντανταϊσμού και του αυτοματικού υπερρεαλισμού), η οποία απλώς αναταράζει τα στεκάμενα νερά, αλλά η διάνοιξη ενός νέου δρόμου, μιας νέας κοίτης, που θα τους δώσει φυσική διέξοδο και ρωμαλέα ροή, ώστε να προχωρήσει πάλι ζωντανό το ρεύμα της τέχνης. Η διάνοιξη αυτή δεν εξαρτάται μόνο από την ικανότητα του ποιητή, αλλά και από την ιδιοσυστασία του ποιητικού εδάφους, δηλαδή από την κατάσταση του ποιητικού υλικού ­ της συγκεκριμένης γλώσσας (κοινής και ποιητικής) ­ που έχει στη διάθεσή του ο ποιητής. Η μελέτη της πορείας αυτής της γλώσσας είναι απαραίτητη για μιαν επιτυχή διάνοιξη, δηλαδή για μιαν ανανέωση με μακρόχρονα αποτελέσματα. Εξίσου χρήσιμη είναι για τον ποιητή η γνώση και της ευρύτερης ποιητικής του παράδοσης, η ανάλογη εμπειρία ξενόγλωσσων ποιητών συγγενικής με αυτόν ευαισθησίας. «Βλέπουμε λογοτέχνες» γράφει ο Σεφέρης «που όσο γυρεύουν να διατυπώσουν το στοιχείο το αναντικατάστατο που φέρνουν μέσα τους τόσο αισθάνονται δυνατότερες συγγένειες με δημιουργούς έξω από την περιοχή της γλώσσας τους, που με τη σειρά τους τους βοηθούν να βρουν, μέσα στην εθνική τους παράδοση, τις πιο πρωτότυπες και λιγότερο εξαντλημένες πηγές».


Συγγένειες με δημιουργούς, όχι με κινήματα και οργανωμένες ομάδες δημιουργών. Για τον Σεφέρη η αυθεντικότερη πρωτοποριακή πράξη είναι, πρώτα απ’ όλα, προϊόν εσωτερικής αναγκαιότητας του ατομικού ποιητή. Την εξόρυξη του αναντικατάστατου που φέρνει μέσα του ένας δημιουργός την ενθαρρύνουν βέβαια ­ και, στις μεταβατικές περιόδους, καθοδηγούν ­ η ατμόσφαιρα και οι κατευθύνσεις της εποχής· δεν τη διευκολύνει όμως, αν δεν την εμποδίζει κιόλας, η υλοποίηση ομαδικών προγραμματικών αρχών που περιέχονται σε μανιφέστα.


Ο πραγματικός πρωτοποριακός καλλιτέχνης «πηγαίνει πάντα στα σκοτεινά, και όχι με την αρχική του γνώση». Στο ξεπέρασμα της αρχικής του γνώσης, το οποίο περιλαμβάνει και την παράδοση, βοηθός θα πρέπει να είναι η ίδια η παράδοση· κυρίως τα παραδειγματικά της στοιχεία, τα οποία θα πρέπει να έχει αφομοιώσει τόσο ώστε στη σκοτεινή αναζήτησή του να λειτουργούν ως ενδιάθετα, άδηλα σήματα, που θα τον βοηθήσουν να χαράξει μια νέα οδό, πέρα από την πεπατημένη.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.