Οι κλάδοι των ανθρωπιστικών επιστημών εξελίχθηκαν ασύμμετρα στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι το Πανεπιστήμιο Αθηνών ιδρύθηκε κατά (και όχι μετά) την εποχή της ανάπτυξής τους στις ευρωπαϊκές χώρες. Το αρνητικό ρεκόρ της καθυστέρησης κατέχει η ιστορία της τέχνης. Η ιστορία της τέχνης ανήκει σ’ εκείνο το τόξο ανθρωπιστικών επιστημών που διαμορφώθηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα στην Ευρώπη. Η έρευνα στους τομείς της ιστορίας, της φιλολογίας, της λαογραφίας, της αρχαιολογίας και της ιστορίας της τέχνης είχε ιδεολογικό στόχο τη μετατροπή της τοπικής ταυτότητας σε εθνική μέσα από τη συγκρότηση ενός διαχρονικού εθνικού συνεχούς.


Η μελέτη των καλλιτεχνικών μορφών σε σχέση με την ιστορική κοινωνικοοικονομική συγκυρία υποτίθεται ότι απεδείκνυε μιαν αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια, το πρώτιστο, δηλαδή, ιδεολογικό ζητούμενο. Προκειμένου να ικανοποιηθεί ο ιδεολογικός στόχος, η πραγματικότητα υφίστατο, κατά κανόνα, βιασμούς και στρεβλώσεις, κυρίως μέσω της αποσιώπησης των πτυχών και των στοιχείων που διέψευδαν τη θεωρία της συνέχειας. Τα ευρήματα της έρευνας πεδίου συχνά ακυρώνουν αντί να επιβεβαιώνουν το θεωρητικό πλαίσιο εντός του οποίου επιχειρούνται, προπάντων όταν υπάρχει ένας εκ των προτέρων προορισμός ή μια ενθουσιώδης υπόθεση εργασίας. Οι προθέσεις πάντως ήταν να παραχθούν ιδεολογικά ερείσματα με το κύρος της επιστημονικής απόδειξης προκειμένου να σφυρηλατηθεί εθνική συνείδηση στον πολίτη για να υποκαταστήσει τη στενά τοπικιστική, που κυριαρχούσε όχι μόνο στις παλιές αυτοκρατορίες αλλά και στα νεοϊδρυόμενα εθνικά κράτη, μεταξύ των οποίων και το ελληνικό.


Ετσι στο θεσμικό πλαίσιο του πρώτου ελληνικού πανεπιστημίου αναπτύχθηκαν η ιστορία, η λαογραφία, η αρχαιολογία και η φιλολογία περίπου την ίδια εποχή που οι επιστήμες αυτές αποκτούσαν το συγκροτημένο σχήμα τους στα αντίστοιχα ευρωπαϊκά ιδρύματα. Με την ιστορία της τέχνης όμως τα πράγματα ήταν πιο περίπλοκα για δύο κυρίως λόγους: ο πρώτος ήταν ότι η παράδοση της βυζαντινής τέχνης, στην οποία μπορούσε να επιχειρηθεί, εν ονόματι της «συνέχειας» η προσκόλληση της τέχνης του υπόδουλου Ελληνισμού, είχε ακολουθήσει μια φθίνουσα πορεία, μια και δεν υπήρξαν για τέσσερις περίπου αιώνες δυνατότητες μεγάλων δημόσιων παραγγελιών. Αυτό που υπήρχε ως εξέλιξη ήταν μια ακμαία λαϊκή τέχνη με αρκετά στοιχεία από τη μεταβυζαντινή. Αλλά το κυρίαρχο πνεύμα του νεοκλασικισμού ήταν απαξιωτικό για την ίδια τη βυζαντινή τέχνη, πόσο μάλλον για τους παρηκμασμένους της απόηχους του 19ου αιώνα. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι οι πολιτικές επιλογές του νεαρού κράτους θέσπισαν μια «επίσημη» τέχνη, την ακαδημαϊκή, μετακενώνοντας τεχνοτροπία, θεματική και εκφραστικό περιεχόμενο από την Ευρώπη. Ετσι η νεοελληνική τέχνη πραγματοποιεί μια εκκίνηση από το σημείο μηδέν γύρω στο 1840 από την εντελώς νέα βάση του «ανήκομεν εις την Δύσιν»: της αντιγραφής των Ακαδημιών Καλών Τεχνών του εξωτερικού. Αν ξεκινάς από το μηδέν, κατόπιν πολιτικής επιλογής, τότε δεν μπορείς να διεκδικείς ιστορία για το αντικείμενό σου.


Με αυτό το δεδομένο δεν μπορούμε να μιλάμε για επιστήμη της ιστορίας της τέχνης, όχι μόνο για τον 19ο αιώνα αλλά και για το μεγαλύτερο μέρος του 20ού. Η ιστορία της τέχνης στην Ελλάδα δεν είχε ποτέ τον Μπούρκχαρτ, τον Ριγκλ, τον Βέλφλιν, τον Βάρμπουργκ, τον Πανόφσκι, τον Ανταλ, τον Γκόμπριχ της, για να περιοριστεί κανείς στην αναφορά λίγων κορυφαίων μελετητών από τα μέσα του 19ου αιώνα ως την εποχή μας. Στις φιλοσοφικές σχολές διδάσκεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 (Θεσσαλονίκη), τις αρχές του 1980 (Αθήνα) και αργότερα στα Γιάννενα και στην Κρήτη. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι τα δάχτυλα του ενός χεριού φτάνουν και περισσεύουν για να μετρήσουμε τα συνέδρια ιστορίας της τέχνης ­ ένα διεθνές της AICA (Διεθνούς Ενωσης Κριτικών της Τέχνης) στους Δελφούς το 1984, ένα του Τελλογλείου Ιδρύματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1984 και τώρα το επικείμενο συνέδριο του Πανεπιστημίου Κρήτης (6-8 Οκτωβρίου 2000 στο Ρέθυμνο). Η θεματική του είναι πολύ ευρύτερη από των δύο προηγουμένων, προσανατολισμένη στα σύγχρονα προβλήματα που απασχολούν τους ιστορικούς της τέχνης. Η πρωτοβουλία ανήκει στον καθηγητή Νίκο Χατζηνικολάου, στον οποίον οφείλουμε και τη διοργάνωση μεγάλων εκθέσεων με έργα του Γκρέκο στο Ηράκλειο και στην Αθήνα, καθώς και ενός ειδικού διεθνούς συνεδρίου για τον μεγάλο καλλιτέχνη, με την ευκαιρία της έκθεσης στο Ηράκλειο.


Το συνέδριο θα δώσει την ευκαιρία στους έλληνες ιστορικούς της τέχνης να συζητήσουν τα προβλήματα του αντικειμένου, θεωρητικά, ερευνητικά, μεθοδολογικά και πρακτικά. Προπάντων θα δώσει την ευκαιρία να ακουστεί η φωνή των νεότερων μελετητών οι οποίοι με ενθουσιασμό ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση της οργανωτικής επιτροπής (Νίκος Χατζηνικολάου, Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος, Νίκος Δασκαλοθανάσης). Η παράμετρος αυτή κάνει το συνέδριο ιδιαίτερα σημαντικό. Πέρα από τη δυνατότητα να εξετασθούν ζητήματα που ως τώρα θίγονται περιστασιακά, παρέχει την ευκαιρία σε νέους όσο και παλιότερους επιστήμονες να γνωριστούν και να θέσουν τις απόψεις τους στη δοκιμασία του δημόσιου διαλόγου. Η συμμετοχή των νέων ιστορικών της τέχνης είναι εντυπωσιακή σε αριθμό, κάτι που δείχνει ότι το επιστημονικό πεδίο είναι πλέον ώριμο να προσελκύει μελετητές, παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα αρκετοί παράγοντες είναι ακόμη αποθαρρυντικοί για την ενασχόληση με αυτό.


Είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν με τι ασχολείται ο ιστορικός της τέχνης. Διάφοροι παράγοντες ευθύνονται γι’ αυτό. Το αντικείμενο δεν έχει χρηστικές εφαρμογές στην καθημερινή ζωή. Το υλικό σπανίζει. Οι δυνατότητες επαγγελματικής σταδιοδρομίας είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Σχετικά με την απουσία υλικού, είναι σαν να μελετάται μια τροπική ασθένεια σε χώρα με εύκρατο κλίμα: το μεγαλύτερο μέρος του αντικειμένου της μελέτης βρίσκεται μόνο στα βιβλία. Οποιος θέλει να δει καν, όχι να μελετήσει, ένα έργο της δυτικής τέχνης μπορεί να το κάνει μόνο μέσα από τις λίγες εκθέσεις της Εθνικής Πινακοθήκης και ελαχίστων ακόμη άλλων ιδρυμάτων. Ασφαλώς υπάρχει το υλικό της ελληνικής τέχνης του 19ου και του 20ού αιώνα. Αλλά τα προβλήματα πρόσβασης και σε ελληνικά έργα είναι τόσο μεγάλα ώστε να παραμένουν ανεξερεύνητες ολόκληρες περιοχές και να παρουσιάζεται σπάνια αξιόλογο υλικό μέσα από μονογραφίες ή διατριβές. Τα λίγα σημεία όπου μπορεί κανείς να μελετήσει έργα της νεοελληνικής τέχνης δεν διαθέτουν ακόμη τις δομές εκείνες που θα επέτρεπαν την πρόσβαση του ερευνητή σε αυτά.


Η επαγγελματική προοπτική είναι επίσης για την ώρα μηδαμινή επειδή δεν υπάρχει κατοχύρωση του επαγγέλματος. Η ιδιότητα του ιστορικού της τέχνης συνήθως δεν απαιτείται για θέσεις στις οποίες θα ήταν απαραίτητη. Αντίθετα, αρκετές κατέχονται από άτομα που δεν έχουν σπουδάσει αυτό το αντικείμενο αλλά κάποιο άλλο ή και κανένα.


Οι θεματικές ενότητες του συνεδρίου μπορούν να συμβάλουν ουσιαστικά στη λύση προβλημάτων που διαιωνίζονται κυρίως από την έλλειψη επαφής ανάμεσα στους έλληνες ιστορικούς της τέχνης. Η ασάφεια στην ορολογία, η έλλειψη μεταφράσεων, η χαρτογράφηση της, έστω μικρής σε έκταση, ερευνητικής δουλειάς που έχει προηγηθεί αλλά και εκείνης που βρίσκεται σε εξέλιξη ώστε να έχουμε όλοι μια σαφή εικόνα της κατάστασης είναι μερικά από τα ζητήματα υποδομής που θα αντιμετωπιστούν. Θα υπάρξει εξάλλου η δυνατότητα να τεθούν ζητήματα αιχμής που αφορούν όχι μόνο τον ερευνητή αλλά όλους, όπως η διδασκαλία της ιστορίας της τέχνης στην εκπαίδευση και η συνάρτησή της με τη γενικότερη παιδεία την οποία παρέχει η πολιτεία.


Θέλω να πιστεύω ότι το συνέδριο δεν θα συμβάλει μονάχα στη γνωριμία των κατά κανόνα μοναχικών μελετητών και στη λύση προβλημάτων θεωρητικής φύσης αλλά θα βοηθήσει και στον αποστιγματισμό της ιστορίας της τέχνης ως προπυργίου ενός αντιπαθητικού και ελιτίστικου διανοουμενισμού ο οποίος καλλιεργήθηκε από μερίδα του δημόσιου λόγου για την τέχνη στην Ελλάδα. Αν μάλιστα δεν μείνει χωρίς συνέχεια αλλά καθιερωθεί ως ετήσιο συνέδριο που θα διοργανώνεται και από τα άλλα πανεπιστήμια, τότε νομίζω ότι τόσο η ποιότητα των σπουδών όσο και οι επαγγελματικές προοπτικές του ιστορικού της τέχνης στην Ελλάδα θα βελτιωθούν σημαντικά.


Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.