Σε συναντήσεις που πραγματοποιούμε κατά καιρούς οι δάσκαλοι της μέσης εκπαίδευσης, διαπιστώνουμε ότι ελάχιστα η σύγχρονη εκπαίδευση πετυχαίνει τον δεύτερο από τους δύο μεγάλους της στόχους. Να βοηθήσει την ψυχή του παιδιού. Ο πρώτος είναι, όπως γράφει ο Δ. Γληνός, να βρει την ενότητα του ιδανικού της. Στις συναντήσεις αυτές, απορρίπτεται από όλους μας και καταδικάζεται ως αντίθετη προς το πνεύμα του Ανθρωπισμού η αντίληψη που βλέπει την εκπαίδευση σαν μηχανισμό κοινωνικής προσαρμογής ή εξυπηρέτησης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας και αναγνωρίζεται η αξία της ως πράξης, πάνω στην οποία το παιδί θα στηρίξει την πολύπλευρη εξέλιξή του για να γίνει δημιουργικό μέλος της κοινωνίας.


Πιστεύουμε δηλαδή ότι η εκπαίδευση είναι πράξη ευθύνης και πρέπει να συγκινεί την ανθρώπινη ψυχή, στην πιο ωραία όσο και απαιτητική έκφανσή της, την παιδική, πολύ περισσότερο τώρα που άλλες πηγές μόρφωσης, όπως το ραδιόφωνο, η εφημερίδα, το Διαδίκτυο, η τηλεόραση, διαθέτουν ­ σε αντίθεση με το σχολείο ­ τη γοητεία της διαφορετικής προσέγγισης του μορφωτικού αγαθού.


Δυστυχώς, η πραγματικότητα δεν φαίνεται να συσχηματίζεται με αυτό που αποτελεί, όπως τουλάχιστον θέλουμε να πιστεύουμε, πίστη και πόθο όλων μας.


Πόσοι, αλήθεια, από μας θα ισχυριζόμασταν με το χέρι στην καρδιά ότι πέρα από την «προσφορά» της διδακτέας ύλης, ενέργεια που γίνεται στις μέρες μας απλώς διεκπεραιωτική και τις αλλεπάλληλες εξετάσεις, στις οποίες υποβάλλονται οι μαθητές για να αξιολογηθούν από μας που ποτέ δεν έχουμε αξιολογηθεί, η καθημερινή περιπέτεια της έδρας έχει και άλλο περιεχόμενο;


Πόσοι θα ισχυρίζονταν ότι η περιπέτεια αυτή συγκινεί την ψυχή των μαθητών, τη βοηθά να εξυψωθεί, να νιώσει ελεύθερη, να αγαπήσει τον άνθρωπο και να αισθανθεί τη χαρά της ζωής;


Φοβούμαι ότι ελάχιστοι θα απαντούσαν καταφατικά. Βιώνουμε, άλλος λίγο άλλος πολύ, ανάλογα με την ακεραιότητα της ευαισθησίας του, ένα αίσθημα κενού που πληγώνει, γιατί στο ελάχιστα παιδοκεντρικό σχολείο μας η μεγάλη απούσα είναι η ψυχή των μαθητών μας. Οι μαθητές ζουν σε κόσμο σιωπής. Ελάχιστα μιλούν. Υπομένουν. Και πολλές φορές ­ πάρα πολλές για να μην το αναφέρουμε ­ πίσω από την παθητική αδιαφορία τους ή και την επιθετικότητά τους κρύβουν έναν προβληματικό δάσκαλο, έναν προβληματικό γονιό ή μια κοινωνία που δυσκολεύεται να ερμηνεύσει τη στάση τους. Την ονομάζει αναίδεια και ησυχάζει.


Νιώθω σαν αριθμός, έγραφε μια μαθήτρια του Λυκείου, δεν είμαι τίποτε άλλο πέρα από το αξιοθρήνητο έντεκα που κέρδισα στο τετράμηνο. Κανέναν δεν ενδιαφέρουν οι άλλες δεξιότητες των παιδιών. Και οι ελπίδες τους, τα οράματα, οι φόβοι και οι αγωνίες τους καρτερούν έξω. Δεν μπορούν ή αρνούνται να περάσουν τα ψηλά κάγκελα του σχολείου. Ο μαθητής, όμως, δεν είναι μόνο εγκέφαλος που πρέπει να παραγεμίσουμε. Είναι άνθρωπος με σάρκα και οστά, είναι όραμα και ελπίδα, είναι αναζήτηση και χαρά, είναι αγωνία και πόνος.


Βιώνουμε ένα αίσθημα κενού στο σχολείο που πληγώνει. Κι όσες φορές προσπαθούμε να το αντιμετωπίσουμε, η προσπάθεια μένει ατελέσφορη, γιατί μας πνίγει ο χρόνος της σχολικής μέρας. Είναι το φροντιστήριο, είναι το ιδιαίτερο, είναι η μεγάλη ποσοτικά ύλη που δεν αφήνει περιθώρια στον μαθητή και στον δάσκαλο να γνωρίσει και να αναγνωρίσει ο ένας τον άλλον. Τρέχουμε να προλάβουμε την ύλη.


Αν, όμως, στόχος της μεταρρύθμισης είναι να αναπτύξουμε την κριτική ικανότητα του μαθητή και με τον διάλογο να τον συγκινήσουμε, με τις ασφυκτικές συνθήκες που δημιουργεί η ογκώδης ύλη ο στόχος αυτός παραβλέπεται, αφού δεν έχουμε περιθώρια για διάλογο, έρευνα και επαρκή, προβληματίζουσα αντιμετώπιση του κειμένου στην τάξη.


Με το να μένουμε προσανατολισμένοι στη μετάδοση μιας αφυδατωμένης ακαδημαϊκής γνώσης, δεν αντιμετωπίζουμε στη σφαιρικότητά του το παιδαγωγικό πρόβλημα των εφήβων. Δεν αγγίζουμε την ψυχή τους. Και οι μαθητές μας μένουν σιωπηλοί. Δεν έχουν σε ποιον να εμπιστευτούν τις σκέψεις τους, σε ποιον να ακουμπήσουν τις ανησυχίες τους ή τους ανομολόγητους φόβους τους. Ο σημερινός δάσκαλος δεν έχει χρόνο για να αφοσιωθεί και στον ρόλο του συμβούλου. Πέρα από αυτό, αισθάνεται αδύναμος να αντιμετωπίσει τα σύνθετα, πολλές φορές, προβλήματα των εφήβων και καταφεύγει στην όποια πειστικότητα της εμπειρίας αφού του λείπει η γνώση της ψυχοδυναμικής τους. Το σχολείο, όμως, μέσα στο οποίο δοκιμάζεται η κοινωνικότητα του ανθρώπου, δεν πρέπει να δημιουργεί καταστάσεις μοναξιάς, απομόνωσης και απελπισίας στο παιδί. Με τον τρόπο που λειτουργεί, αυτό κάνει. Υπάρχει εδώ ένα πρόβλημα ουσίας που πρέπει να αντιμετωπισθεί.


Το κείμενο δεν έχει φιλοδοξία να κινηθεί σε περιθώρια έξω από εκείνα της απλής παράθεσης ενός προβλήματος που έχει βιωματική αφετηρία. Θα σημειωθεί απλώς ότι όσα μέτρα ληφθούν, για να γίνει περισσότερο ελκυστικό το σχολείο είναι ανάγκη να εναρμονίζονται με την ψυχή του μαθητή. Κι αν πρέπει και οι δάσκαλοι να σκύψουμε στις δικές μας ευθύνες, είναι σίγουρο ότι πέρα από το πάγιο αίτημα της επάρκειας των σχολικών κτιρίων και της υλικοτεχνικής υποδομής, πέρα από το μουμιοποιημένο πλέον καημό της οικονομικής μας αναβάθμισης, μας απασχολούν ως κλάδο και μας πονούν και άλλα, εξίσου σοβαρά θέματα.


Ο θεσμός του ολοήμερου σχολείου, παραδείγματος χάρη, για να βρούμε επιτέλους χρόνο για εποικοδομητικό διάλογο και γνωριμία με τους μαθητές μας. Η αξιολόγηση του έργου μας με αυστηρά κριτήρια ποιότητας και τρόπους που δεν θα αφήνουν περιθώρια για ψυχοφθόρες παρεξηγήσεις. Το έργο που δεν αξιολογείται, δεν έχει ελπίδα και να εκτιμηθεί. Και κοντά σε αυτά, εκείνο που πολλές φορές, τόσο απλά και ανεπιτήδευτα, ακούμε από τους ίδιους τους μαθητές μας. Κανένα επιβλητικό κτίριο, κανένα άρτια εξοπλισμένο εργαστήριο, καμία αίθουσα πολυτελείας δεν συγκινεί την ψυχή τους, αν δεν ανταμώνουν εκεί την ψυχή του δασκάλου τους.


Οσον αφορά τα μεγάλα και σύνθετα προβλήματα των εφήβων (το σχολείο δεν είναι πια καταφύγιο, όλες οι αντιφάσεις και η βία της κοινωνίας έχουν εισβάλει σε αυτό) πιστεύουμε ότι είναι καιρός το σχολείο να οργανωθεί κατάλληλα ώστε να συμπεριλάβει στη λειτουργία του και τη Συμβουλευτική. Είναι καιρός να ισχύσει ο θεσμός του συμβούλου του μαθητή. Αν η εκπαίδευση υπηρετεί την κοινωνία και τους σκοπούς της, η Συμβουλευτική υπηρετεί το άτομο. Ο σύμβουλος του μαθητή, οπλισμένος με βαθιά γνώση της ψυχολογίας του, μπορεί να ακούει ως ο πλέον κατάλληλος το παιδί, «όταν φαίνεται αδυσώπητη η ψυχή του». Είναι σε θέση να παρακολουθεί με κατάλληλο και αποτελεσματικό τρόπο τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του και τα οποία μπορούν να βοηθήσουν στην επίλυση του προβλήματος που το απασχολεί. Συνεργάζεται με τους δασκάλους του. Το υπερασπίζεται εκεί όπου η άγνοια δημιουργεί παρεξηγήσεις. Το κατευθύνει σε δρόμο σωστό, όταν η ευαισθησία ή και η άγνοια πάλι το υπερπροστατεύουν.


Με τον τρόπο αυτόν προλαμβάνονται καταστάσεις που το οδηγούν στην απομόνωση, στην απόγνωση ή σε αντικοινωνική συμπεριφορά. Και λαμβάνονται μέτρα που εξυπηρετούν το συμφέρον του, γιατί το σχολείο υπάρχει για τον μαθητή και πρέπει να είναι με το μέρος του.


Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε καθημερινά είναι αναπόφευκτες, γιατί η εφηβεία δεν είναι εύκολη υπόθεση ούτε γι’ αυτόν που τη βιώνει ούτε γι’ αυτόν που έχει την ευθύνη του εφήβου. Οι δάσκαλοι, ωστόσο, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι για την αντιμετώπιση των δυσκολιών αυτών ο εμπειρισμός δεν είναι πλέον επαρκής.


Η κυρία Ιφιγένεια Μαστρογιάννη είναι φιλόλογος και καθηγήτρια σε δημόσιο λύκειο.