Παρακολουθώντας μια οποιαδήποτε συζήτηση για την παγκόσμια οικονομία ή τη διεθνή πολιτική, κάποια στιγμή θα ακούσουμε, σχεδόν σίγουρα, τις λέξεις «Κέντρο» και «Περιφέρεια». Είναι το γνωστό θεωρητικό σχήμα που κατατάσσει τις διάφορες χώρες του κόσμου στις δύο αυτές βολικές κατηγορίες. Η διάκριση αυτή στηρίζεται βέβαια σε μια προκατάληψη ευρωκεντρική και δυτικο-κεντρική: στην άποψη ότι η Ευρώπη και, στις ημέρες μας, η λεγομένη «Δύση» είναι το ανεπτυγμένο και πολιτισμένο «κέντρο» ενός κόσμου «περιφερειακού» και υπανάπτυκτου, αν όχι απολίτιστου και κατώτερου.


Αλλά το σχήμα αυτό δεν είναι μόνο προϊόν μιας προκατάληψης (για την οποία έχουμε ήδη μιλήσει αρκετά, σε άλλη ευκαιρία). Είναι επίσης, πιστεύω, μια αφηρημένη θεωρητική κατασκευή που υπεραπλουστεύει και δεν μας βοηθεί να αναλύσουμε, να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε ιστορικά μια οικονομία, μια κοινωνία, μια χώρα.


Δεν αρνούμαι ότι υπήρχαν πάντοτε στην Ιστορία ένα ή περισσότερα κέντρα τα οποία συγκέντρωναν μεγάλη οικονομική και πολιτική ισχύ. Αυτό όμως είναι ένας κοινός τόπος, δεν είναι ερμηνευτικό εργαλείο. Δεν μπορεί να μας λύσει το πρόβλημα, να ερμηνεύσει πώς οι άνθρωποι συγκεντρώνουν την ισχύ αυτή και πώς ενώνουν τα κέντρα με τις περιφέρειες. Και αφού για ανθρώπους πρόκειται και όχι για άψυχους τόπους, ένα εναλλακτικό αναλυτικό εργαλείο, με το οποίο μπορούμε να απομακρυνθούμε από αφηρημένα θεωρητικά σχήματα και να εστιάσουμε τον ερευνητικό φακό μας στην ιστορική πραγματικότητα των ανθρώπων, είναι η έννοια της δικτύωσης. Πρόκειται για την προαιώνια τάση των ανθρώπων να οργανώνονται σε χαλαρά και ευέλικτα δίκτυα συναλλαγών, επικοινωνίας και πληροφόρησης, διαπραγματεύσεων, ανταγωνισμών, ανταλλαγών, συνεργασιών και συμμαχιών, δίκτυα που διατρέχουν τις ανθρώπινες κοινωνίες, που μεταφέρουν την οικονομική ισχύ από τόπο σε τόπο και που δημιουργούν τα κέντρα και τις περιφέρειες. Η δικτύωση είναι μια φυσική ιδιότητα και μια γενική ιστορική εμπειρία των ανθρωπίνων κοινωνιών. Οι άνθρωποι, ως κοινωνικά ζώα, τείνουν εκ φύσεως να συνδιαμορφώνουν δίκτυα επικοινωνίας, συναλλαγής και γενικότερα κοινωνικής αλληλόδρασης.


Για παράδειγμα και απλοποιώντας πολύ τα πράγματα, ας πάρουμε ένα οικονομικό δίκτυο και ας υποθέσουμε ότι πρόκειται για ένα σύνολο παραγωγών και εμπόρων που διακινούν αφενός την παραγωγή ενός αγαθού ­ π.χ. του βαμβακιού ­ από χιλιάδες σημεία της «περιφέρειας» σε ένα ή πλείονα «κέντρα»· και αφετέρου, αντιστρόφως, το χρήμα από τα κέντρα προς την περιφέρεια. Παραλλήλως διακινούν και τις πληροφορίες, τις ιδέες, τις γνώσεις, την τεχνογνωσία, με ό,τι όλα αυτά συνεπάγονται για τη ροή και την κατανομή του χρήματος, του κέρδους, του κεφαλαίου και του πλούτου. Στις ροές αυτές μετέχουν όλα τα μέλη του δικτύου, όποιο και αν είναι το εύρος της δραστηριότητας του καθενός, είτε για μια διεθνή εταιρεία πρόκειται είτε για έναν μεγαλέμπορο εγκατεστημένο σε μια παγκόσμια μητρόπολη είτε για έναν έμπορο μιας κωμόπολης είτε για τον αγωγιάτη μιας απομακρυσμένης περιοχής είτε για τον μικρέμπορο ενός χωριού. Τα μέλη του δικτύου είναι, ας πούμε, οι «κόμβοι» του.


Τι θα γίνει τώρα αν προσθέσουμε στην εικόνα αυτή όσους ανθρώπους και όσες παραγωγικές μονάδες διεκπεραιώνουν τις συγγενείς μεταποιητικές λειτουργίες ­ τα εκκοκκιστήρια, τους βιοτέχνες, τις νηματουργίες, τις υφαντουργίες; ή ακόμη τους τοπικούς τοκιστές και τις τράπεζες που χρηματοδοτούν αυτές τις δραστηριότητες; Θα έχουμε ένα δεύτερο και μετά ένα τρίτο δίκτυο μονάδων ή «κόμβων», συνεργικών μεταξύ τους και συνάμα ανταγωνιστικών. Ας πολλαπλασιάσουμε τώρα αυτή την εικόνα με το σύνολο των αγαθών, των υπηρεσιών, των παραγωγικών λειτουργιών εν γένει. Με τη φαντασία αγγίζουμε αυτό το συνεχώς μεταβαλλόμενο και αναρίθμητο σύνολο δικτύων. Το καθένα έχει τον δικό του λόγο ύπαρξης, κανένα όμως δεν είναι εντελώς ανεξάρτητο. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο όλα διατέμνονται, διασυνδέονται ή διανταγωνίζονται. Πολλά τέτοια δίκτυα, τοπικά, περιφερειακά ή διεθνή, συνδέουν μεταξύ τους όλα τα ενεργά οικονομικά υποκείμενα αλλά και τα επαγγέλματα, τους τομείς και τους κλάδους της οικονομίας. Συνδέουν επίσης διάφορες επί μέρους αγορές και οικονομίες ­ τοπικές, περιφερειακές, εθνικές και διεθνείς. Το δικτυακό αυτό σύνολο συνθέτει το μεγάλο σύστημα της παγκόσμιας οικονομίας. Ετσι, μέσω των δικτύων, κυκλοφορούν το χρήμα, τα αγαθά, οι υπηρεσίες, οι πληροφορίες, διασχίζοντας τον χώρο προς κάθε κατεύθυνση ­ και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερο σεβασμό για τα παντοειδή σύνορα που ορίζουν τα κράτη και οι βασιλείς, οι έφοροι και οι τελώνες, οι οικονομολόγοι και οι ιστορικοί.


Μορφή οργάνωσης χαλαρή και συνήθως άτυπη, τα κοινωνικά δίκτυα προσαρμόζονται εξ ορισμού στον οργανωτικό τους προορισμό. Γι’ αυτό τα επί μέρους είδη και οι μορφές τους είναι αναρίθμητες. Γι’ αυτό επίσης, λόγω της προσαρμοστικότητάς τους, περιλαμβάνουν όχι μόνο άτομα αλλά και συλλογικά σώματα, επαγγελματικές και κοινωνικές ομάδες, θεσμικούς οργανισμούς, δηλαδή όλων των ειδών τα κοινωνικά υποκείμενα. Για τους ίδιους λόγους, τέλος, τα κοινωνικά δίκτυα δεν είναι σταθερά, δεδομένα, ευδιάκριτα και πεπερασμένα· είναι αλληλο-διαπλεκόμενα, συνεχώς μεταβαλλόμενα και, μέσα στον χρόνο, απειράριθμα. Και σε αυτό συντείνουν τα δύο ιδιάζοντα και εντελώς αλληλένδετα στοιχεία που τα χαρακτηρίζουν. Το ένα είναι η αέναη ανταλλαγή πληροφοριών· στοιχείο συνδεδεμένο με τη γλώσσα, ίσως και γενικότερο από αυτήν, αφού πληροφορίες ανταλλάσσουν και τα δίκτυα των κοινωνικών εντόμων. Και το άλλο, συνακόλουθο της αέναης πληροφόρησης, είναι η συνεχής αυτο-οργάνωση που οδηγεί τα κοινωνικά δίκτυα σε αλλεπάλληλες μεταλλάξεις και μεταβολές των αλληλοσυνδέσεών τους. Προσαρμοστική και ευέλικτη, η δικτύωση είναι μια μορφή οργάνωσης του χώρου και των κοινωνιών που προσφέρει στους ανθρώπους μια κινητικότητα όχι μόνο χωρική αλλά και κοινωνική, οικονομική, πολιτισμική και, με την ευρύτατη έννοια της λέξης, πολιτική.


Η έννοια της δικτύωσης μας είναι πραγματικά χρήσιμη όποτε προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε, εμπειρικά ή επιστημονικά, το πώς λειτουργούν οι ανθρώπινες κοινωνίες. Δεν είναι μια αφηρημένη, ταξινομική ιδέα, όπως είναι το σχήμα «Κέντρο – Περιφέρεια»· αντιστοιχεί σε μια πραγματικότητα την οποία φαντάζονται, κατασκευάζουν και χειρίζονται οι άνθρωποι, διαχειριζόμενοι τις μεταξύ τους σχέσεις· αντιστοιχεί σε αυτήν την καθημερινή πραγματικότητα που είναι, για μας τους ανθρώπους, τα συνεργικά αλλά και ανταγωνιστικά κοινωνικά δίκτυα, στα οποία όλοι εντασσόμαστε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο και σκοπό. Αυτά που επιτρέπουν στους ανθρώπους, εδώ και αιώνες, να υπερβαίνουν τις αποστάσεις και τα σύνορα, να συνδέουν την ύπαιθρο με τις πόλεις, την παραγωγή με τους καταναλωτές, τις τοπικές με τις διεθνείς αγορές, τους σοφιστές με τους τυράννους, τους καλλιτέχνες με τους μαικήνες, τα μοναστήρια με τα πανεπιστήμια, τους αλχημιστές με τους γιατρούς, τους φυλακισμένους με τους φύλακες, τους ανατόμους με τους ζωγράφους, τους προμηθευτές με τους αγωγιάτες, τους λεμβούχους με τους πλοιοκτήτες ­ και τα κέντρα με τις περιφέρειες.


Ο κ. Γ. Β. Δερτιλής είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.