Το δράμα των σεισμών, πρώτα στην Τουρκία και μετά στη χώρα μας, έδειξε με ξεκάθαρο τρόπο τα αποθέματα καλής θέλησης και αλληλεγγύης μεταξύ των δύο χωρών, αποθέματα που υπάρχουν και στον ελληνικό και στον τουρκικό λαό.


Πιο συγκεκριμένα, κοιτώντας τα πράγματα από την ελληνική σκοπιά, ο μέσος έλληνας πολίτης αντέδρασε γενναιόδωρα, μεγαλόψυχα και αυθόρμητα στην τραγωδία της γείτονος χώρας. Ξεπέρασε ή μάλλον απέρριψε κατηγορηματικά μια σειρά προκαταλήψεις που εδώ και χρόνια καλλιεργούν επιμελώς οι υπερπατριώτες / τουρκοφάγοι, οι οποίοι, δυστυχώς, έχουν μεγάλη επιρροή στον κομματικοκρατικό, εκκλησιαστικό, εκπαιδευτικό και επικοινωνιακό χώρο. Αυτές οι προκαταλήψεις παίρνουν τη μορφή δοξασιών, «αφηγήσεων» που προσπαθούν να μας πείσουν ότι:


* Οι Τούρκοι είναι από τη φύση τους άξεστοι, αν όχι βάρβαροι, και ως εκ τούτου δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξουν συμπεριφορά έναντι των Ελλήνων.


* Το κεμαλικό πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο είναι απλή έκφραση της λαϊκής βαρβαρότητας στο επίπεδο της πολιτείας ­ και γι’ αυτό η εχθρική, επεκτατική πολιτική του είναι μια από τις αμετάβλητες παραμέτρους στον χώρο των ελληνοτουρκικών σχέσεων.


* Οι «ξένοι» γενικά και οι ΗΠΑ ειδικά, και λόγω «αχαριστίας» και λόγω συμφέροντος, όχι μόνο δεν θέλουν να επιλύσουν, αλλά προσπαθούν συστηματικά να εντείνουν την ελληνοτουρκική διένεξη (πίσω απ’ αυτή τη στρατηγική υπάρχουν τα συμφέροντα των μεγάλων εταιρειών όπλων και άλλων σκοτεινότερων ανθελληνικών δυνάμεων).


* Από όλα τα παραπάνω βγαίνει το λογικό συμπέρασμα ότι η μόνη επιλογή που έχουμε σήμερα είναι η άνευ ορίων κούρσα για την απόκτηση περισσότερων και τελειότερων οπλικών συστημάτων. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να κερδίσουμε έναν πόλεμο που αργά η γρήγορα θα καταστεί αναπόφευκτος.


Αντιπαλότητα και αδιέξοδα


Σ’ αυτό το ιδεολογικό κοκτέιλ ρατσισμού, μοιρολατρίας και αμυντικού εθνικισμού, ο απλός έλληνας πολίτης είναι δύσκολο να αντισταθεί ­ τουλάχιστον υπό «ομαλές» συνθήκες. Το ίδιο δύσκολο είναι να αντισταθεί και ο τούρκος πολίτης σε παρόμοιου τύπου ιδεοληψίες που διάφορες τουρκικές ελίτ καλλιεργούν στις μάζες. Και στις δύο χώρες οι απλοί πολίτες από το πρωί ως το βράδυ βομβαρδίζονται με ξενοφοβικά εθνικιστικά μηνύματα από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, τον Τύπο, τον εκκλησιαστικό άμβωνα, τα σχολικά βιβλία κτλ.


Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι αφηγήσεις που δαιμονοποιούν τον αντίπαλο και που δημιουργούν στον κόσμο την αίσθηση του απόλυτου αδιεξόδου γίνονται αυτό που οι κοινωνικοί επιστήμονες αποκαλούν «αυτοεκπληρούμενες προφητείες» (self-fulfilling prophesies). Δηλαδή οι συλλογικές φαντασιώσεις και αφηγήσεις γίνονται πραγματικότητα: οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών όντως παίρνουν τη μορφή παιχνιδιού μηδενικού αθροίσματος και όντως δημιουργείται αδιέξοδο που μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με τη χρήση βίας. Και αυτή η «κατασκευασμένη» εκ των άνω εχθρική αντιπαλότητα χρησιμοποιείται στη συνέχεια από τους εθνικιστικούς κύκλους και των δύο χωρών για να νομιμοποιήσουν και εδραιώσουν περισσότερο τον σοβινιστικό τους λόγο. («Δεν σας το έλεγα εγώ πως οι Τούρκοι / Ελληνες δεν αλλάζουν με τίποτα;».)


Χρειάστηκε το δράμα των σεισμών για να αρχίσει ο κόσμος να καταλαβαίνει τον αρρωστημένο και εξωπραγματικό χαρακτήρα του πατριδοκαπηλικού λόγου που εδώ και χρόνια μαστίζει και τις δύο χώρες. Πράγματι οι σεισμοί δημιούργησαν ένα νέο πλαίσιο μέσα στο οποίο ο εθνικιστικός λόγος έπαψε να λειτουργεί αποτελεσματικά. Ξαφνικά, εμπρός στην ανθρώπινη τραγωδία το σύνδρομο «ρατσισμός / μοιρολατρία / αμυντικός εθνικισμός» έπαψε να έχει το αναμφισβήτητο κύρος που είχε πριν από τους σεισμούς.


Ισως η πιο χαρακτηριστική ή μάλλον η πιο καταλυτική στιγμή αυτής της διαδικασίας ήταν η αντίδραση του τουρκικού λαού στις δηλώσεις του τούρκου υπουργού Υγείας. Εχοντας έντονο το αίσθημα της «εθνικής υπερηφάνειας» ο ακροδεξιός, υπερπατριώτης πολιτικός δήλωσε πως η Τουρκία (η δική του Τουρκία) δεν έχει ανάγκη την ελληνική συμπαράσταση. Αυτή η δήλωση, υπό «ομαλές συνθήκες» θα εξελαμβάνετο σαν μια φυσιολογική έκφραση πατριωτισμού.


Στην προκειμένη περίπτωση όμως εξαγρίωσε τον κόσμο σε τέτοιο βαθμό που, ξαφνικά, το τουρκικό κατεστημένο υποχρεώθηκε να ξεχάσει τις συνηθισμένες ανθελληνικές συνταγές και να ακολουθήσει μια τελείως διαφορετική πολιτική.


Εγινε ξαφνικά αντιληπτό ότι ο σοβινιστικός λόγος και η πατριδοκαπηλία δεν λειτουργούσαν πια σαν μηχανισμοί ιδεολογικής συσκότισης. Ετσι, όταν όλο και περισσότεροι απλοί τούρκοι πολίτες άρχισαν να δείχνουν με χίλιους δυο τρόπους την ευγνωμοσύνη τους για την ελληνική βοήθεια και για την ειλικρινή συμπαράσταση του ελληνικού λαού και της κυβέρνησης στο δράμα που ζούσαν, η τουρκική κυβέρνηση δεν μπορούσε να εναντιωθεί πλέον στο γενικευμένο λαϊκό συναίσθημα. Τότε, όχι μόνο εξέφρασε τις ευχαριστίες της επίσημα, αλλά και όταν η χώρα μας έγινε με τη σειρά της θύμα του Εγκελάδου, η Τουρκία έσπευσε να ανταποδώσει τη βοήθεια.


Ανθρωπισμός και πολιτική


Μετά απ’ αυτό, η ελληνική κυβέρνηση, παρ’ όλο που λόγω του σχετικά μικρού αριθμού των θυμάτων μπορούσε να αντιμετωπίσει την κρίση με τις δικές της δυνάμεις, δέχθηκε με πολύ φιλικό τρόπο την τουρκική χείρα βοηθείας, καθώς και τη βοήθεια που προσέφεραν διάφορες άλλες χώρες.


Μέσα στο νέο, θετικό αυτό κλίμα, οι υπερπατριώτες και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου αισθάνθηκαν σαν ψάρια έξω απ’ το νερό. Οταν εκατομμύρια τηλεθεατές στην Ελλάδα, στην Τουρκία και στον υπόλοιπο κόσμο βλέπουν καθημερινά με έκπληξη Ελληνες και Τούρκους να συνεργάζονται στενά και να διακινδυνεύουν τη ζωή τους για να σώσουν εγκλωβισμένους ανθρώπους, τότε τα ιδεολογικά στηρίγματα των υπερεθνικιστών κινδυνεύουν να καταρρεύσουν. Ενοχλημένοι και θορυβημένοι από τις εξελίξεις, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να προτείνουν, σε χαμηλούς τόνους, επιφυλακτικότητα, «ρεαλισμό» και προπαντός αυστηρό διαχωρισμό μεταξύ της ανθρωπιστικής βοήθειας και του διαλόγου πάνω στις «ουσιαστικές» διαφορές μεταξύ των δύο χωρών που «παραμένουν οι ίδιες». Κατ’ αυτή την άποψη, μόλις οι σεισμοί σταματήσουν και οι τηλεοράσεις πάψουν να ασχολούνται με τα θύματα, τα πράγματα θα επανέλθουν πάλι στην παλιά, συνήθη κατάσταση, μια κατάσταση μέσα στην οποία δεν υπάρχει καμιά ρεαλιστική δυνατότητα ουσιαστικού διαλόγου.


Με άλλα λόγια, ανθρωπιστική βοήθεια ναι, ουσιαστικό διάλογο όχι ­ αυτή είναι η αναθεωρημένη θέση της ελληνικής υπερπατριωτικής παράταξης. (Και στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται βεβαίως οι τούρκοι αντίστοιχοί τους.)


Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι αυτού του είδους ο ψευτορεαλιστικός, απαισιόδοξος λόγος μπορεί να εξελιχθεί σε μιαν άλλη αυτοεκπληρούμενη προφητεία, αν δεν υπάρξουν συστηματικές προσπάθειες προς την αντίθετη κατεύθυνση, όχι μόνο από το κράτος και τα κόμματα, αλλά και από τον χώρο της κοινωνίας των πολιτών. Αν είναι η αυθόρμητη λαϊκή αντίδραση στο δράμα των σεισμοπλήκτων που κλόνισε τη συμβολική δύναμη του αμυντικού εθνικισμού, είναι η πιο οργανωμένη αντίδραση ατόμων, ομάδων, οργανώσεων, κινήσεων στον χώρο του εθελοντισμού που θα μπορέσει να διατηρήσει και να ενισχύσει το ευνοϊκό κλίμα συνεργασίας στη μετασεισμική περίοδο.


Ευτυχώς η χώρα μας έχει την τύχη να έχει αυτή τη στιγμή μια κυβέρνηση που ακόμη και πριν από τους σεισμούς τόλμησε να αντιταχθεί στις εθνικιστικές υστερίες της αντιπολίτευσης (εντός και εκτός ΠαΣοΚ) και να αλλάξει πορεία στον χώρο των ελληνοτουρκικών σχέσεων.


Για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του υπουργού Εξωτερικών, στο θέμα του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού των μουσουλμάνων της Θράκης και στο θέμα του ελληνοτουρκικού διαλόγου η κυβέρνηση άρχισε να μεταθέτει το βάρος από τον αμυντικό εθνικισμό στον επιθετικό πατριωτισμό. Αυτή η αλλαγή έμφασης, αν υποστηριχθεί ενεργά από τον λαό και τους εξωκομματικά οργανωμένους πολίτες, θα εξουδετερώσει ακόμη πιο αποτελεσματικά τον ξενοφοβικό λόγο των τουρκοφάγων και θα εδραιώσει το παρόν φιλειρηνικό κλίμα συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας. Οπως έχω πολλές φορές υποστηρίξει από τις σελίδες του «Βήματος», ένα τέτοιο κλίμα αποτελεί την απαραίτητη (αν όχι και ικανή) προϋπόθεση για τη σταδιακή επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών.


Συμπερασματικά, οι σεισμοί δημιούργησαν μια νέα κατάσταση όπου, υπό την πίεση του λαού, οι πολιτικές ελίτ και στην Τουρκία και στην Ελλάδα υποχρεώθηκαν να επανεξετάσουν τη στάση τους και να δουν τις διαφορές των δύο χωρών υπό το φως του 21ου και όχι του 19ου αιώνα. Είναι ευθύνη όλων μας να συμβάλουμε στην εδραίωση και την παραπέρα ανάπτυξη αυτού του ήπιου κλίματος, εμποδίζοντας με κάθε τρόπο την αναβίωση και κυριαρχία του αμυντικού εθνικισμού. Βέβαια, αν το πνεύμα της ξενοφοβίας, της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω στον χώρο της εξωτερικής μας πολιτικής, την ίδια περίπου στιγμή εθριάμβευσε για μία ακόμη φορά στον θρησκευτικό χώρο με τις μεσαιωνικού τύπου αντιδράσεις της εκκλησιαστικής ηγεσίας μας στη σχεδιαζόμενη επίσκεψη του Πάπα στην Αθήνα. Αλλά αυτό θα είναι το θέμα ενός επόμενου άρθρου.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.