Η ελληνική γλώσσα προσφέρει στους χρήστες τη μοναδική δυνατότητα να κάνουν τη διάκριση μεταξύ πλειονότητας και πλειοψηφίας. Αλλες ευρωπαϊκές γλώσσες δεν παρέχουν αυτή τη δυνατότητα. Οι όροι majority, majorite, Mehrheit, στα αγγλικά, γαλλικά και στα γερμανικά, σημαίνουν και τα δύο. Ενώ όμως η πλειοψηφία είναι μια ιδιαίτερη μορφή πλειονότητας ­ οι Ελληνες σήμερα στη μεγάλη τους πλειονότητα (και όχι στη μεγάλη τους πλειοψηφία) χρησιμοποιούν τον όρο «πλειοψηφία» για κάθε μορφή πλειονότητας.


Ο σολοικισμός αυτός απαντάται κυρίως στον δημοσιογραφικό λόγο των ραδιοτηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης. Μας μιλούν για την υψηλή ή χαμηλή ποιότητα των ελληνικών κρασιών «στη μεγάλη τους πλειοψηφία» ή για την «πλειοψηφία των εξεταζομένων φοιτητών». Ουδέποτε όμως ψηφίζουν τα κρασιά, ενώ οι φοιτητές ψηφίζουν στις φοιτητικές και στις βουλευτικές εκλογές, ως φοιτητές και ως πολίτες, όχι όμως ως εξεταζόμενοι.


Το λάθος αυτό δεν είναι μόνο γλωσσικό αλλά και λογικό, εφόσον συνιστά λογική σύγχυση συνόλου και υποσυνόλου. Είναι όμως μέρος της τρέχουσας γλωσσικής πρακτικής και αυτό υποδηλώνει μια τάση υπερκάλυψης των πάντων από τη σφαίρα της πολιτικής και συγχρόνως μια ορισμένη αντίληψη για τη δημοκρατία και τον ρόλο της πλειοψηφίας σ’ αυτήν. Αυτό φαίνεται καθαρότερα αν λάβει κανείς υπόψη του ότι πολύ συχνά γίνεται λόγος για «συντριπτική» πλειοψηφία.


Αυτή η εικόνα παραπέμπει στη δυνατότητα και στη διάθεση συντριβής του αντιπάλου. Μέσα από αυτή την εικόνα μεταφέρεται η ιδέα μιας προσέγγισης της ολότητας. Οταν λέγεται ότι οι Ελληνες «στη συντριπτική τους πλειοψηφία» είναι φιλειρηνικοί ή πολεμοχαρείς ή οτιδήποτε άλλο, υπονοείται ότι η ιδιότητα αυτή αφορά το σύνολο, ότι οι εξαιρέσεις είναι ελάχιστες και ασήμαντες και ότι το σύνολο αυτό δένει αρμονικά μέσα από αυτή την ιδιότητα, εκφρασμένη μέσα από τη συγκρουσιακή ιδέα της «συντριπτικής» πλειοψηφίας ­ η οποία βέβαια παύει να είναι πλειοψηφία όταν είναι «συντριπτική», όπως έλεγε συχνά ο αείμνηστος Φαίδων Βεγλερής. Οι ψηφοφόροι ψηφίζουν, δεν συντρίβουν.


Η συγκρουσιακή αυτή αντίληψη της πλειοψηφίας συνδέεται με την ουσιολογική ιδέα της ενιαίας συλλογικής βούλησης του λαού, εκφρασμένης ως πλειοψηφίας. Η πλειοψηφία εκφράζει την ενιαία θέληση του κυρίαρχου λαού ως συνόλου, η οποία στρέφεται κατά του «υπολειμματικού» τμήματος, ωσάν αυτό να μην αποτελούσε γνήσιο τμήμα αυτού του συνόλου.


Με άλλα λόγια η πλειοψηφία εκλαμβάνεται ως οιονεί ολότητα, εφόσον αποτελεί το μεγαλύτερο κομμάτι του συνόλου. Στην πραγματικότητα κάθε ποσοστό, ακόμη και μειοψηφικό, είναι μια προσέγγιση του συνόλου, με τη διαφορά ότι η πλειοψηφία, δηλαδή το 50%+1, είναι μια καλύτερη προσέγγιση του συνόλου ­ του 100% ­ από ό,τι είναι το 49%+1. Συμβατική και πρακτική είναι η σημασία της πλειοψηφίας και όχι μαγική ιδιότητα που μεταβάλλει ουσιολογικά την πλειονότητα σε ολότητα.


Αν όμως δέχεται κανείς αυτή την ιδέα της πλειοψηφίας ως έκφρασης της ενιαίας λαϊκής βούλησης, τότε είναι βέβαιο ότι πρέπει να είναι συντριπτική για να (μπορεί να) συντρίψει το υπολειμματικό τμήμα ­ τη μειονότητα ­ που θεωρείται ξένο σώμα.


Ετσι ο τίτλος εφημερίδας την παραμονή των εκλογών του 1985 «θα σας λιώσουμε!» δεν είναι μόνο συγκρουσιακός. Εκφράζει ­ μαζί με πολλές άλλες ανάλογες εκδηλώσεις πριν από τις εκλογές ­ μια ορισμένη αντίληψη της πλειοψηφίας και της δημοκρατίας, εφόσον το προγραμματισμένο λιώσιμο των αντιπάλων «νομιμοποιείται» από το γεγονός ότι ως μειοψηφία αποτελούν ξένο σώμα, υποψήφιο για εξάλειψη ή τοποθέτηση στο «χρονοντούλαπο της ιστορίας».


Είναι δυνατόν να αντιτάξει κανείς σε αυτό ότι οι «συντριπτικές πλειοψηφίες» αποτελούν σχήμα λόγου οι χρήστες του οποίου δεν έχουν πρόθεση να συντρίψουν κανέναν. Ωστόσο η επιλογή αυτού του σχήματος λόγου δεν είναι τυχαία. Εκφράζει τη δυνατότητα σύγκρουσης και το ενδεχόμενο συντριβής. Και αυτό δεν έχει καμία σχέση με τη δημοκρατία. Οπως δεν έχει σχέση με τη σύγχρονη δημοκρατία η αντίληψη της τελευταίας ως ενιαίας βούλησης του λαού η οποία ταυτίζεται με τη θέληση των πολλών, δηλαδή την πλειοψηφία. Οταν ο Αριστοτέλης όριζε τη δημοκρατία ως κυριαρχία των πολλών (Πολιτικά 1279b) αναφερόταν σε μια κατάσταση πραγμάτων και όχι σε ένα κριτήριο ή μια μέθοδο λήψης αποφάσεων. Και η δημοκρατία στη σύγχρονη μορφή της βασίζεται στον σχηματισμό διαδοχικών πλειοψηφιών στη λήψη αποφάσεων. Ο κανόνας της πλειοψηφίας παίζει λειτουργικό ρόλο και βασίζεται απλώς σε μια σύμβαση: ότι ακριβώς επειδή δεν υπάρχει ουσιολογική διαφορά μεταξύ πλειονότητας και μειονότητας ανάμεσα στους εκάστοτε ψηφοφόρους θα πρέπει οι αποφάσεις να λαμβάνονται πάντα σύμφωνα με αυτό που αποφασίζει η μία από τις δύο. Αυτή δεν μπορεί να είναι η μειοψηφία, διότι έτσι το δημοκρατικό παιχνίδι θα αναγόταν σε άτοπο, εφόσον κάθε υποψήφιος θα προσπαθούσε να πείσει όσο το δυνατόν λιγότερους ψηφοφόρους, με αποτέλεσμα να κερδίζει ο κατά τεκμήριο λιγότερο κατάλληλος. Είναι συνεπώς λογικότερο να παίρνονται αποφάσεις και να εκλέγονται εκπρόσωποι με γνώμονα την πλειοψηφία.


Η τελευταία σέβεται τη μειοψηφία όχι μόνο διότι η σχέση πλειοψηφούσας / μειοψηφούσας μερίδας ανατρέπεται σε μια δημοκρατία, εφόσον υπάρχει εναλλαγή κομμάτων και εκπροσώπων στην εξουσία, αλλά κυρίως διότι αναγνωρίζει ότι δεν υφίσταται καμία μεταφυσική «ουσία» που να προσδίδει ιδιαίτερο προνόμιο στην πλειοψηφία, η οποία έτσι κι αλλιώς σε μια δημοκρατία είναι και πρέπει να είναι παροδική. Και η αρμοδιότητα της τελευταίας στη λήψη αποφάσεων δεν είναι και δεν είναι δυνατόν να είναι άλλο από συμβατική.


Υπό αυτό το πρίσμα η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας είναι απλώς σχήμα λόγου. Διότι αν δεν είναι κυριαρχία επί των «εχθρών του λαού», οι οποίοι πρέπει κάθε φορά να εφευρεθούν (κομμουνιστές, δεξιοί, αλλόφυλοι, ετερόδοξοι, ετερόθρησκοι, ανάλογα με τον τόπο και την εποχή), τότε είναι κυριαρχία επί του ίδιου του λαού, πράγμα άτοπο και θεσμικά ακαθόριστο, που επιτρέπει στον καθένα να παρουσιάζεται ως φορέας και εκφραστής της «ενιαίας» θέλησης του λαού, όπως ο Γεώργιος Παπαδόπουλος που κήρυξε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ως «επανάσταση του λαού κατά του εαυτού του»!


Ο λαός δεν είναι απόλυτα κυρίαρχος, διότι δεν αποτελεί ένα είδος ενιαίας υπερψυχής και διότι τα άτομα κατέχουν δικαιώματα που καμία πλειοψηφία δεν μπορεί να αφεθεί να τα ποδοπατήσει σε μια δημοκρατία. Γι’ αυτό και στη σύγχρονη δημοκρατία ισχύει η περιοριστική και όχι η απεριόριστη αρχή της πλειοψηφίας.


Ο κ. Δημήτρης Δημητράκος είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.