Από την προοπτική της πολιτικής κοινωνιολογίας, μια σωστή αξιολόγηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, της οποίας την 25η επέτειο γιορτάζουμε, πρέπει να λάβει υπόψη της δύο βασικές διαστάσεις: τη διάσταση του πλουραλισμού (δηλαδή, τη «φιλελεύθερη» διάσταση) και τη διάσταση της συμμετοχής/αντιπροσώπευσης των πολιτών στο κοινοβούλιο (δηλαδή, τη «δημοκρατική» διάσταση).


Το πρόβλημα του πλουραλισμού έχει να κάνει με την ύπαρξη πολλαπλότητας και συγχρόνως ισορροπίας κέντρων δύναμης. Πολλαπλότητα και ισορροπία όχι μόνο στον στενά κομματικό χώρο (ύπαρξη περισσοτέρων του ενός κομμάτων και εναλλαγή κομμάτων στην εξουσία) αλλά και στον πολιτικοκοινωνικό χώρο (π.χ., ισορροπία δύναμης μεταξύ κοινοβουλίου, στρατού και του ανώτατου ρυθμιστή του πολιτεύματος).


Από την άλλη μεριά, το πρόβλημα της συμμετοχής του πολίτη έχει να κάνει όχι μόνο με το αν αυτός ενδιαφέρεται και λαμβάνει μέρος ενεργά στον δημόσιο χώρο. Εχει επίσης να κάνει με την έμμεση συμμετοχή του στο κοινοβούλιο μέσω αυτών που τον αντιπροσωπεύουν. Με άλλα λόγια, επειδή στις πολύπλοκες κοινωνίες στις οποίες ζούμε σήμερα η άμεση δημοκρατία δεν είναι εφικτή, το πρόβλημα της «αντιπροσώπευσης» συνίσταται στο κατά πόσον αυτοί που αντιπροσωπεύουν τους πολίτες στο κοινοβούλιο κάνουν καλά τη δουλειά τους ­ δηλαδή, κατά πόσον αρθρώνουν και προωθούν αποτελεσματικά τα συλλογικά συμφέροντα αυτών που τους ψήφισαν.


Και η διάσταση του ουσιαστικού και ισόρροπου πλουραλισμού και η διάσταση της αποτελεσματικής συμμετοχής/αντιπροσώπευσης είναι απολύτως αναγκαίες προϋποθέσεις για τη σωστή λειτουργία του κοινοβουλευτισμού. Γιατί, όταν υπάρχει έλλειμμα συμμετοχής/αντιπροσώπευσης, τότε περνάμε από την ουσιαστική στη φορμαλιστική δημοκρατία. Οταν, από την άλλη μεριά, υπάρχει έλλειμμα ισόρροπου πλουραλισμού, τότε οδηγούμαστε σε διαφόρων ειδών αυταρχισμούς (από τον «ελεγχόμενο» κοινοβουλευτισμό ως τη δικτατορία).


Ας περάσουμε τώρα από τη γενική θεωρία στην περίπτωση της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Συνοπτικά θα έλεγα ότι στο θέμα του πλουραλισμού (σε σύγκριση με τον προδικτατορικό κοινοβουλευτισμό) έχουμε σημαντική πρόοδο ­ παρ’ όλο που, όπως θα εξηγήσω πιο κάτω, οι παλιές ανισορροπίες μεταξύ κέντρων δύναμης αντικαθίστανται σταδιακά από ανισορροπίες διαφορετικού τύπου. Στο θέμα της συμμετοχής/αντιπροσώπευσης όχι μόνο δεν υπάρχει πρόοδος αλλά, αντίθετα, θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για στασιμότητα, αν όχι για οπισθοδρόμηση.


Κοινοβούλιο και «κηδεμόνες»


Ξεκινάω με το θέμα του πλουραλισμού. Οπως είναι γνωστό, στην προδικτατορική περίοδο είχαμε ένα σύστημα «κηδεμονευομένης δημοκρατίας». Το κοινοβούλιο υποβαθμιζόταν συστηματικά από τις παράνομες/αντισυνταγματικές ενέργειες του στρατού και του θρόνου. Πιο συγκεκριμένα, μετά τη νίκη της Δεξιάς στον εμφύλιο, ο νικηφόρος αντικομμουνιστικός στρατός και δευτερευόντως ο θρόνος έθεταν σοβαρά όρια στην αυτονομία του κοινοβουλίου. Και ήταν ακριβώς όταν αυτά τα όρια αμφισβητήθηκαν (με την άνοδο της Ενωσης Κέντρου και τη μαζική κινητοποίηση της δεκαετίας του ’60) που αυτοί που ήλεγχαν τις ένοπλες δυνάμεις αποφάσισαν, για να διατηρήσουν την παράνομη δύναμη που απέκτησαν στην πρώιμη μετεμφυλιακή περίοδο, να επιβάλουν τη δικτατορία.


Στη μεταπολίτευση τώρα οι σχέσεις κοινοβουλίου, στρατού και ανωτάτου ρυθμιστή του πολιτεύματος αλλάζουν ραγδαία και επιφέρουν μια πολύ πιο δημοκρατική ισορροπία μεταξύ των τριών αυτών πόλων δύναμης. Ο στρατός ως θεσμός, κυρίως μετά το φιάσκο/δράμα της Κύπρου το 1974, χάνει οριστικά την παρεμβατική δύναμη που είχε σε όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο ενώ ο θρόνος καταργείται και αντικαθίσταται από ένα προεδρικό σύστημα που σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης λειτούργησε άκρως δημοκρατικά (δηλαδή, σεβάστηκε απόλυτα την πρωτοκαθεδρία του κοινοβουλίου). Αυτή η βασική δομική αλλαγή, σε συνδυασμό με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ και τη σταδιακή υπέρβαση του αντικομμουνιστικού κλίματος που κυριαρχούσε στην προδικτατορική περίοδο, οδήγησε σε μια κατάσταση όπου για πρώτη φορά στον 20ό αιώνα καμία πολιτική δύναμη δεν αμφισβητεί σοβαρά το δημοκρατικό συνταγματικό πλαίσιο της χώρας. Με άλλα λόγια, ο «μακρύς» εμφύλιος πόλεμος, που άρχισε στον Μεσοπόλεμο με τη σύγκρουση βενιζελικών και βασιλικών και συνεχίστηκε αργότερα με την ακόμη πιο άγρια σύγκρουση «εθνικοφρόνων» και κομμουνιστών, τελείωσε με την εδραίωση της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Αυτό κάνει το τωρινό κοινοβουλευτικό σύστημα το πιο σταθερό και το πιο δημοκρατικό που η χώρα γνώρισε από την εποχή της ανεξαρτησίας.


Υπάρχουν όμως και μελανά σημεία. Τα παράνομα όρια στην αυτόνομη λειτουργία του κοινοβουλίου που ο στρατός και ο θρόνος έθεταν στην προδικτατορική «κηδεμονευόμενη» δημοκρατία τώρα ξαναεμφανίζονται με άλλη μορφή, με τη μορφή των λεγομένων «διαπλεκομένων συμφερόντων». Τώρα ο υποβιβασμός του κοινοβουλίου και η υπόσκαψη του πλουραλισμού δεν έρχονται πια από τον πολιτικοστρατιωτικό χώρο αλλά από τον οικονομικό. Και για να γίνω πιο σαφής, δεν αναφέρομαι εδώ στα γενικά όρια που ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής θέτει στην κοινοβουλευτική δημοκρατία (θέμα με το οποίο έχει ασχοληθεί ο μαρξισμός). Αναφέρομαι σε όρια πολύ πιο συγκεκριμένα και περιοριστικά, όρια που έχουν να κάνουν με τον έλεγχο που ένας μικρός αριθμός οικονομικά ισχυρών ατόμων έχει πάνω στα ΜΜΕ γενικά και πάνω στην τηλεόραση ειδικότερα.


Οπως είναι γνωστό στη σημερινή συγκυρία, κυρίως η τηλεόραση παίζει καθοριστικό ρόλο στην πολιτική εξέλιξη της χώρας. Η τηλεόραση και τα ΜΜΕ πιο γενικά ελέγχονται σήμερα από μια οικονομική ολιγαρχία που κανένας πολιτικός δεν τολμά να θίξει. Και αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι κάθε σοβαρή, ουσιαστική αμφισβήτηση του ρόλου που τα άτομα αυτά παίζουν στο πολιτικό σύστημα σημαίνει αυτομάτως πολιτική αυτοκτονία. Από αυτή την άποψη, η αδυναμία της ουσιαστικής αντιμετώπισης του προβλήματος των διαπλεκομένων συμφερόντων οδηγεί σε έναν νέου τύπου υποβιβασμό του κοινοβουλίου. Αυτός ο υποβιβασμός υποσκάπτει την αρχή του ισόρροπου πλουραλισμού τόσο σοβαρά όσο και ο προ του 1967 υποβιβασμός του κοινοβουλίου από τον στρατό και τον θρόνο.


Οι εθνοτικές μειονότητες


Βέβαια το θέμα της υπόσκαψης του πλουραλισμού από τα «διαπλεκόμενα συμφέροντα» δεν είναι μόνο πρόβλημα ελληνικό. Το σύνδρομο «Murdoch» (του αυστραλού πολυεκατομμυριούχου που ελέγχει ένα μεγάλο μέρος των ΜΜΕ σε παγκόσμια κλίμακα) το βλέπουμε να αναπτύσσεται ραγδαία σε όλες τις δημοκρατικές χώρες. Το σύνδρομο αυτό οδηγεί σε μια κατάσταση όπου ένα είδος οικονομικού κεφαλαίου μέσω του ελέγχου των ΜΜΕ αγοράζει λίγο πολύ αυτόματα πολιτικό και πολιτισμικό κεφάλαιο. Ετσι όχι μόνο θέτει όρια στο τι μπορεί και τι δεν μπορεί να συζητηθεί σοβαρά στο κοινοβούλιο αλλά και έχει περισσότερη επιρροή (μέσω και του ελέγχου της τηλεόρασης) στην κατασκευή αξιών, ταυτοτήτων και νοοτροπιών από όλους αυτούς που υποτίθεται πως έχουν την ευθύνη για την παραγωγή και αναπαραγωγή της εθνικής κουλτούρας και κληρονομιάς (καλλιτέχνες, διανοουμένους, δασκάλους, ιερείς, γονείς κτλ.).


Οσο αυτή η «αποικιοποίηση» της πολιτικής και πολιτισμικής σφαίρας συνεχίζεται τόσο ο πλουραλισμός θα αδυνατίζει οδηγώντας το κοινοβουλευτικό μας σύστημα σε μια νέου είδους κηδεμονευομένη δημοκρατία.


Ας περάσουμε τώρα σύντομα από τον πολιτικοοικονομικό στον πολιτισμικό πλουραλισμό, στα θέματα δηλαδή της πολυπολιτισμικότητας που, λόγω της ραγδαίας παγκοσμιοποίησης και του εκδημοκρατισμού, απασχολούν όλο και περισσότερο την παγκόσμια κοινή γνώμη. Στη χώρα μας, επειδή υπάρχει σχετικά υψηλός βαθμός πολιτισμικής ομοιογένειας, τα προβλήματα των αριθμητικά μικρών μειονοτήτων δεν έχουν το βάρος και τον εκρηκτικό χαρακτήρα που έχουν π.χ. στο Βέλγιο ή στις ΗΠΑ. Παρ’ όλα αυτά, δημοκρατικό έλλειμμα υπάρχει και στον χώρο των θρησκευτικών και σε αυτόν των εθνοτικών μειονοτήτων ­ δημοκρατικό έλλειμμα που όχι μόνο υποσκάπτει τον πολιτισμικό πλουραλισμό αλλά και αμαυρώνει διεθνώς το δημοκρατικό προφίλ της χώρας.


Εχω ασχοληθεί εκτενώς με τα θέματα αυτά σε προηγούμενα άρθρα μου («Το Βήμα», 7.5.95/10.5.98). Εδώ θα αναφερθώ στην πρόσφατη δήλωση των τριών μουσουλμάνων βουλευτών που, επ’ ευκαιρία της επετείου των 25 χρόνων της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, επέστησαν την προσοχή του κόσμου στο ότι οι μουσουλμάνοι της Θράκης δεν έχουν το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, δικαίωμα που έχει κατοχυρωθεί από διάφορες διεθνείς συμφωνίες τις οποίες η χώρα μας έχει συνυπογράψει. Με άλλα λόγια, οι μουσουλμάνοι της Θράκης δεν έχουν το δικαίωμα που έχουν οι μειονότητες σε όλες τις άλλες χώρες τής ΕΕ να αυτοπροσδιορίζονται με βάση την εθνική κουλτούρα και προέλευσή τους.


Οπως ήταν προβλεπτό, όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα αντέδρασαν με πάθος, αν όχι με υστερία, στις δηλώσεις των μουσουλμάνων βουλευτών. Ακούσαμε για άλλη μία φορά τα γνωστά, τετριμμένα και ως επί το πλείστον άσχετα επιχειρήματα περί της Συνθήκης της Λωζάννης που κατοχυρώνει το status quo, περί της ιστορικής άγνοιας όσων θέλουν να αλλάξουν τα πράγματα, περί του ότι η Τουρκία φέρεται πολύ πιο αυταρχικά/βάρβαρα στους Κούρδους, περί προσπαθειών αποσταθεροποίησης, περί συνωμοσιών και ξένων δακτύλων κτλ.


Κατά τη γνώμη μου, μία είναι η ουσία του προβλήματος. Η άρνηση του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού στους μουσουλμάνους της Θράκης δεν δείχνει μόνο το σοβαρό δημοκρατικό έλλειμμα που παρουσιάζει το σημερινό πολίτευμα στον χώρο του πολιτισμικού πλουραλισμού αλλά και βλάπτει σοβαρά το εθνικό συμφέρον.


Οπως υποστήριξα σε προηγούμενο άρθρο μου, ένα μεγάλο μέρος των μουσουλμάνων της Θράκης είναι Ελληνες την υπηκοότητα, μουσουλμάνοι το θρήσκευμα και Τούρκοι την εθνότητα/κουλτούρα. Σε αυτό δεν διαφέρουν σε τίποτε από τις μειονότητες σε άλλες χώρες. Π.χ., τα μέλη της ελληνικής μειονότητας στην Αυστραλία είναι αυστραλοί υπήκοοι, χριστιανοί ορθόδοξοι και Ελληνες την καταγωγή/κουλτούρα. Το να υποχρεώνεις τους μουσουλμάνους της Θράκης να μην αυτοαποκαλούνται Τούρκοι αλλά απλώς Ελληνες-μουσουλμάνοι είναι σαν να υποχρεώνεις τους Ελληνες της Αυστραλίας να μη λέγονται Ελληνες αλλά Αυστραλοί-χριστιανοορθόδοξοι! Νομίζω ότι αυτή η σύγκριση δείχνει το παράλογο του πράγματος ­ ιδίως στη σημερινή συγκυρία.


Το πρόβλημα της συμμετοχής



Πέρα όμως από την αντιδημοκρατικότητα της απαγόρευσης, η διατήρηση του status quo στο θέμα αυτό βλάπτει σοβαρά τα συμφέροντα της χώρας. Και αυτό γιατί σπρώχνει τη μειονότητα εις τας αγκάλας της γείτονος χώρας, δίνει στην Τουρκία μια θαυμάσια δικαιολογία για να επεμβαίνει κατά βούληση στα εσωτερικά μας θέματα και ενισχύει τη λανθασμένη γνώμη ενός σημαντικού μέρους της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης πως η δημοκρατία μας είναι τριτοκοσμικού τύπου.


Ολα τα παραπάνω βέβαια τα αντιλαμβάνονται πολύ καλά οι πολιτικές ηγεσίες και πολλοί βουλευτές. Το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί οι πολιτικές ελίτ, τουλάχιστον αυτές που αντιλαμβάνονται τις αρνητικές επιπτώσεις του status quo, δεν κάνουν τίποτε. Η κλασική απάντηση των «πεφωτισμένων» πολιτικών είναι ότι οι έλληνες πολίτες, λόγω των τραυματικών εμπειριών του παρελθόντος, δεν είναι ακόμη «έτοιμοι» να δεχθούν τον εκδημοκρατισμό σε αυτό το θέμα. Αυτό το επιχείρημα όμως υποτιμά τη νοημοσύνη του μέσου έλληνα πολίτη. Στην πραγματικότητα δεν είναι οι έλληνες πολίτες αλλά οι έλληνες πολιτικοί που δεν είναι «έτοιμοι». Και δεν είναι έτοιμοι γιατί κατά τελείως μικροκομματικό τρόπο βάζουν τα δικά τους ψηφοθηρικά συμφέροντα πάνω από τα συλλογικά συμφέροντα των πολιτών. Αυτό μας φέρνει στη συζήτηση του προβλήματος της συμμετοχής/αντιπροσώπευσης.


Σε αυτό τον χώρο το πρώτο πράγμα που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας είναι η ριζική αλλαγή στη δομή των κομμάτων που βλέπουμε στη μεταπολίτευση. Οπως με την άνοδο του βενιζελισμού και την ίδρυση του κόμματος των Φιλελευθέρων είχαμε το πέρασμα από τις «πολιτικές λέσχες» προυχόντων σε πιο συγκεντρωτικά πελατειακά κόμματα, έτσι και με την άνοδο του παπανδρεϊσμού και τη συγκρότηση του ΠαΣοΚ βλέπουμε τη μαζικοποίηση των κομμάτων (στην προδικτατορική περίοδο το μόνο μαζικά οργανωμένο κόμμα ήταν αυτό της ΕΔΑ). Και όπως ο βενιζελισμός έσπασε το μονοπώλιο των τζακιών και δημιούργησε νέες πολιτικές ελίτ, έτσι και η άνοδος του παπανδρεϊσμού έφερε «νέους ανθρώπους» στην ενεργό πολιτική. Η μαζικοποίηση όμως των αστικών κομμάτων στη μεταπολίτευση δεν συνοδεύτηκε από τον εκδημοκρατισμό τους. Τα κόμματα όχι μόνο διατήρησαν τα πελατειακά χαρακτηριστικά τους αλλά και ανέπτυξαν ακόμη πιο έντονα από ό,τι στο παρελθόν τους λαϊκιστικούς προσανατολισμούς τους. Ετσι η λαϊκιστική νοοτροπία και τα περίφημα πελατειακά δίκτυα, αντί να περιθωριοποιηθούν, λόγω της μαζικοποίησης των κομμάτων, διαβρώνουν κατά πολύ πιο έντονο τρόπο τις δημοκρατικές διαδικασίες. Γιατί, αν οι προδικτατορικές πολιτικές ηγεσίες δρούσαν πελατειακά/λαϊκιστικά, οι υλικοί και οργανωτικοί πόροι που διέθεταν ήταν ισχνοί σε σχέση με τους πόρους που διαθέτουν τα κόμματα σήμερα.


Αυτό σημαίνει ότι σήμερα τα φαινόμενα της ρουσφετολογίας, της πολιτικής διαφθοράς και των παράνομων κυκλωμάτων μεταξύ ιδιωτών-πολιτικών-δημοσίων υπαλλήλων εντάθηκαν, δηλαδή πήραν και αυτά μαζικές διαστάσεις.


Πέρα από αυτό, το ποιόν των «νέων ανθρώπων», του νέου πολιτικού προσωπικού, είναι μάλλον απογοητευτικό. Παρ’ όλο που υπάρχουν σημαντικές εξαιρέσεις, και λόγω του τρόπου στελέχωσης των κομμάτων και λόγω της λαϊκιστικής δομής τους, οι «πατέρες του έθνους» δεν εκτελούν ικανοποιητικά τον αντιπροσωπευτικό ρόλο τους. Ετσι η πλειοψηφία των βουλευτών ούτε υποπτεύεται καν ότι ο ρόλος τους δεν είναι απλώς να ακολουθούν μηχανιστικά την κοινή γνώμη αλλά και να τη διαμορφώνουν/διαφωτίζουν πάνω στα μεγάλα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα της χώρας. Στα εθνικά θέματα, π.χ., η πλειοψηφία των βουλευτών είτε είναι τόσο εθνοκεντρικοί που δεν έχουν ιδέα τι γίνεται στον έξω κόσμο είτε, όταν ξέρουν τι γίνεται, δεν τολμούν να ενημερώσουν τον κόσμο και να πουν στους ψηφοφόρους τους την αλήθεια.


Αντιπροσώπευση και κομματικοκρατία


Η περίπτωση του μακεδονικού φιάσκου είναι χαρακτηριστική. Από τη μία μεριά πολλοί βουλευτές παρέμειναν ως την ουσιαστική λήξη της υπόθεσης σε έναν παρανοϊκό/φαντασιακό κόσμο όπου η Ελλάδα είναι το αιώνιο θύμα μιας παγκόσμια οργανωμένης ανθελληνικής συνωμοσίας. Από την άλλη, ένας σημαντικός αριθμός των πολιτικών μας αντιλήφθηκε πολύ νωρίς ότι η λύση της μεικτής ονομασίας (όπως διαμορφώθηκε στο «πακέτο Πινέιρο») ήταν η πιο συμφέρουσα για τη χώρα μας. Δεν είχαν όμως το θάρρος να εναντιωθούν στην εθνικιστική υστερία που διάφορα δημαγωγικά στοιχεία δημιούργησαν. Για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους δεν τόλμησαν να πουν στους ψηφοφόρους τους ποιο ήταν το πραγματικό συμφέρον της χώρας. Οπως και στην περίπτωση των δικαιωμάτων της μουσουλμανικής μειονότητας σήμερα, έβαλαν τα κομματικά συμφέροντά τους πάνω από το γενικό συμφέρον. Το αποτέλεσμα αυτής της άκρως «παθητικής» αντιπροσώπευσης ήταν η διπλωματική απομόνωση της Ελλάδας και η αποδοχή από όλες τις χώρες του όρου «Δημοκρατία της Μακεδονίας» για τον επίσημο προσδιορισμό του νεοσύστατου κράτους των Σκοπίων.


Αν από τη μία μεριά τα κόμματα με το να ακολουθούν παθητικά την κοινή γνώμη δεν αντιπροσωπεύουν σωστά τους ψηφοφόρους τους, από την άλλη μεριά επιβάλλουν τη νοοτροπία του κομματισμού σε χώρους που θα έπρεπε να είναι εκτός όχι του πολιτικού αλλά του κομματικού παιχνιδιού. Με άλλα λόγια, ο αντιπροσωπευτικός ρόλος των κομμάτων τείνει να είναι και παθητικός (σε ό,τι αφορά τη διαφώτιση της κοινής γνώμης) και «αποικιοκρατικός» (σε ό,τι αφορά τη σχέση κομματικοκρατικού χώρου και κοινωνίας πολιτών). Πιο συγκεκριμένα, λόγω της καχεκτικής κοινωνίας πολιτών στη χώρα μας, η κομματικοκρατική λογική διεισδύει σχεδόν σε όλους τους θεσμικούς χώρους της ελληνικής κοινωνίας. Από τον αθλητισμό και την τέχνη ως το πανεπιστήμιο και την Εκκλησία, ο κομματισμός υποσκάπτει συστηματικά τις ιδιαίτερες λογικές αυτών των χώρων. Από αυτή την άποψη, στη χώρα μας δεν έχουμε κομματική αλλά κομματικοκρατική δημοκρατία, ένα σύστημα όπου κατά συστηματικό τρόπο ο κομματικοκρατικός χώρος συνθλίβει τον χώρο της κοινωνίας των πολιτών. Και είναι ακριβώς αυτή η έλλειψη αυτόνομων, ισχυρών «ενδιάμεσων σωμάτων» (corpus intermediaires) μεταξύ των πολιτικών ελίτ και του λαού που εξηγεί και τον αυταρχισμό εκ των άνω (οι πολιτικοί χειραγωγούν τις «μάζες») και τον αυταρχισμό εκ των κάτω (οι πολιτικές ελίτ δεν μπορούν να αντισταθούν σε λαϊκιστικές πιέσεις).


Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι για να ξεπεράσουμε το δημοκρατικό έλλειμμα της κομματικοκρατίας πρέπει να ακολουθήσουμε τη νεοφιλελεύθερη συνταγή «λιγότερο κράτος, περισσότερη αγορά». Στη βάση αυτών που είπα πιο πάνω για τον πλουραλισμό και τα διαπλεκόμενα συμφέροντα γίνεται σαφές ότι ο παραπέρα εκδημοκρατισμός της χώρας μας δεν θα έρθει όταν έχουμε λιγότερο κράτος και περισσότερη αγορά. Θα έρθει όταν θα έχουμε λιγότερο κράτος (πέρασμα από το κράτος-παραγωγό στο επιτελικό κράτος ρύθμισης και συντονισμού), λιγότερη αγορά και περισσότερη κοινωνία πολιτών. Αυτό σημαίνει τη δημιουργία και ενίσχυση θεσμών που δεν θα λειτουργούν ούτε με βάση την κερδοσκοπική λογική της αγοράς ούτε με βάση τη γραφειοκρατική/ψηφοθηρική λογική του κομματικοκρατικού συστήματος. Στο κατώφλι του 21ου αιώνα η πάταξη της κομματικοκρατίας και η εδραίωση της ουσιαστικής δημοκρατίας περνούν μέσα από την ενίσχυση ενός «τρίτου χώρου» μεταξύ κράτους και αγοράς.


Τα τελικά συμπεράσματα


Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία είναι το πιο σταθερό και πετυχημένο κοινοβουλευτικό πολίτευμα που γνώρισε η χώρα μας. Αν όχι για κανένα άλλο λόγο, γιατί για πρώτη φορά στην πολιτική ιστορία του τόπου οι βασικές αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας δεν αμφισβητούνται σοβαρά από καμία πολιτική δύναμη. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν υπάρχουν σοβαρά δημοκρατικά ελλείμματα. Από τη σκοπιά του πλουραλισμού (δηλαδή, της φιλελεύθερης διάστασης του κοινοβουλευτισμού) η πιο βασική αδυναμία έχει να κάνει με το ότι ένας μικρός αριθμός ισχυρών οικονομικών παραγόντων, με το να ελέγχει την τηλεόραση και τα άλλα ΜΜΕ, θέτει όρια στην αυτονομία του κοινοβουλίου και υποσκάπτει τον δημοκρατικό πλουραλισμό. Από τη σκοπιά της συμμετοχής/αντιπροσώπευσης των πολιτών (η «δημοκρατική» διάσταση του κοινοβουλευτισμού), το σημερινό δημοκρατικό έλλειμμα έχει να κάνει με το ότι τα κόμματα μαζικοποιήθηκαν χωρίς να εκδημοκρατιστούν, χωρίς δηλαδή να αμβλύνουν/περιθωριοποιήσουν τα πελατειακά και λαϊκιστικά χαρακτηριστικά τους. Αυτό οδηγεί στην πολλαπλασίαση των παράνομων κυκλωμάτων και στη μαζικοποίηση της ρουσφετολογίας, της πολιτικής διαφθοράς και της κρατικής ασυδοσίας. Οδηγεί επίσης στην κομματικοκρατία και σε λαϊκιστικές/δημαγωγικές μορφές κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης.


Το ξεπέρασμα των δημοκρατικών ελλειμμάτων με τα οποία ασχολήθηκα σε αυτό το άρθρο προϋποθέτει βέβαια μια συνεχή κινητοποίηση και εξαγρύπνηση των πολιτών. Προϋποθέτει, με άλλα λόγια, την ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών ως του βασικού μοχλού για προστασία και τον παραπέρα εκδημοκρατισμό του πολιτεύματος.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής στη London School of Economics