Η έκδοση από το υπουργείο Εξωτερικών του τόμου για την εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, τα αποκαλυπτήρια του μνημείου για τους έλληνες Εβραίους που βρήκαν τραγικό θάνατο στα χιτλερικά στρατόπεδα, η μνήμη του Ολοκαυτώματος που τιμήθηκε πρόσφατα στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες χώρες, αλλά και κάποιες άναρθρες κραυγές νεοναζιστών, ακόμη και στην Ελλάδα, έφεραν στην επικαιρότητα διάφορα γεγονότα από την πολύχρονη ιστορία του ελληνικού εβραϊσμού. «Το Βήμα» δημοσίευσε άρθρο του κ. Β. Κεχριώτη, με το οποίο παρουσιαζόταν η εν λόγω έκδοση του υπουργείου Εξωτερικών, αλλά και η γενικότερη ιστορική έρευνα που πραγματοποιείται στη χώρα μας για τον εβραϊκό ελληνισμό. Στο άρθρο του κ. Β. Κεχριώτη απάντησε το ΔΣ του Συλλόγου Μεταπτυχιακών Φοιτητών του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην ανακοίνωση του ΔΣ αντέδρασε με τη σειρά του μεγάλος αριθμός σπουδαστών αλλά και πανεπιστημιακών. Σήμερα «Το Βήμα» δημοσιεύει ανταπάντηση του κ. Β. Κεχριώτη επί του θέματος, επιστολή του Θεσσαλονικιού Πωλ Ισαάκ Χάγουελ και νέα ανακοίνωση του ΔΣ των μεταπτυχιακών φοιτητών Α’ και Β’ Κύκλου του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.



Το φαινόμενο της προβολής εθνικιστικών απόψεων σε εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας δεν προκαλεί έκπληξη. Οταν όμως οι απόψεις αυτές εγγράφονται σε ένα πλαίσιο αναφοράς που συνδέει εκδηλώσεις αντισημιτικών αισθημάτων και ισχυρισμούς εθνικής καθαρότητας με το πανεπιστημιακό περιβάλλον, μπορούμε να μιλάμε για μια δυναμική ιδεολογικής επιβολής. Αναφέρομαι σε μια σειρά από κείμενα και επιστολές που δημοσιεύθηκαν μετά το άρθρο μου σχετικά με την παρουσίαση του αρχείου της εβραϊκής κοινότητας Θεσσαλονίκης που ανακαλύφθηκε πρόσφατα στη Μόσχα και ενός τόμου που εκδόθηκε από το Ιστορικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών με έγγραφα που αφορούν τους έλληνες Εβραίους («Το Βήμα», 20.12.1998). Αναλυτική περιγραφή της αντιπαράθεσης που έχει δημιουργηθεί έχει ήδη γίνει από τη Ρίκα Μπενβενίστε στο άρθρο της με τίτλο «Ακαδημαϊκός αντισημιτισμός» («Αυγή», 14.2.1999).


Η μεγάλη ευκολία με την οποία «νέοι ιστορικοί», που μάλιστα αποτελούν το ΔΣ ενός συλλόγου μεταπτυχιακών φοιτητών, ισχυρίζονται πως «ξέρουν» ποιοι συμμετέχουν και ποιοι όχι στους εθνικούς αγώνες, άρα ποιοι δικαιούνται μερίδιο στην εθνική ιστορία ενός τόπου, δημιουργεί μια σειρά από ερωτήματα.


Κατ’ αρχάς, πώς ορίζει κανείς τους εθνικούς αγώνες και την εθνική ιστορία; Θυμίζω ότι, με ιστοριογραφικούς όρους, η «εθνική» ιστορία ως γνωστικό αντικείμενο αποτέλεσε εξέλιξη της «καθολικής» ιστορίας και με αυτήν θα πρέπει να βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση. Το ίδιο ισχύει και για τους «εθνικούς» αγώνες. Θα πρέπει δηλαδή να κατανοούνται στο πλαίσιο της διεθνούς συγκυρίας και όχι αυτόνομα και αξιωματικά. Από εκεί και πέρα, η επιλογή να μελετήσει κανείς μια εθνοτική ή θρησκευτική ομάδα στο πλαίσιο ενός μόνο εθνικού αφηγήματος είναι περιοριστική. Αναρωτιέμαι: πόση αμηχανία μπορεί να αισθανθεί κάποιος όταν μελετά την ελληνική εθνική ιστορία στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής και προβεί σε παρόμοιας μορφής διαχωριστικές τοποθετήσεις. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που θελήσει κανείς να ασχοληθεί με τους βλαχόφωνους στον βαλκανικό χώρο ή τους Αρμένιους στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Βεβαίως η τυπολογία της εθνικής αφήγησης έρχεται συχνά σε σύγκρουση με την αντίστοιχη της πολιτισμικής συνάφειας. Πώς μπορεί, λόγου χάρη, κανείς να θεωρεί τους Ελληνες της Μικράς Ασίας μέρος της ελληνικής εθνικής ιστορίας και όχι τους Ελληνες μουσουλμάνους ή τους Πομάκους. Και πώς θα ήταν δυνατόν να μη θεωρηθούν οι έλληνες Μικρασιάτες και μέρος της οθωμανικής ιστορίας ως το 1922; Αλλωστε η ιστορία της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων στη μακρά διάρκεια είναι η ιστορία της συμβίωσης διαφορετικών εθνοτικών και θρησκευτικών κοινοτήτων. Οι δραματικοί διαχωρισμοί και η διάλυση αυτής της πραγματικότητας είναι υπόθεση των δύο τελευταίων αιώνων. Δεν θα πρέπει επομένως με κριτήρια σημερινά να προσπαθούμε να επιβάλουμε σχήματα στο παρελθόν. Ωστόσο τα ερωτήματα για την «καθαρότητα» του παρελθόντος οδηγούν σε επίκαιρα πολιτικά ερωτήματα: Ποιοι δηλαδή δικαιούνται να είναι ισότιμοι έλληνες πολίτες;


Τα ερωτήματα αυτά φυσικά δεν είναι καινούργια. Αυτό που αποτελεί νεωτερισμό είναι, αφενός, η αλαζονεία ανθρώπων που είναι βέβαιοι πως η πατρίδα τούς ανέθεσε το καθήκον να προστατεύσουν την ιστορική έρευνα από όσους ανθέλληνες την απειλούν και, αφετέρου, η απίστευτη άνεση με την οποία η επιχειρηματολογία τους μετατοπίζεται από το ένα άκρο στο άλλο, προκειμένου να επιτευχθεί η καταδίκη των βλάσφημων. Η αρχική θέση του ΔΣ των μεταπτυχιακών φοιτητών, στην πρώτη επιστολή, πως οι Εβραίοι δεν είχαν καμία «θετική συνεισφορά στους εθνικούς αγώνες» («Το Βήμα», 17.1) αντικαταστάθηκε από την ακριβώς αντίθετή της («Τα Νέα», 10.2). Και από επικριτές της ύποπτης προσπάθειας κάποιων να εκφέρουν «αβάσιμες ιστορικά κρίσεις» περί της «θετικής συνεισφοράς των Εβραίων στους εθνικούς αγώνες» έφτασαν να γνωρίζουν «πολύ καλά ότι οι έλληνες Εβραίοι αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν για την ελευθερία και την ακεραιότητα της πατρίδας μας». Το ζητούμενο επομένως δεν είναι, όπως σε μια κλασική περίπτωση αναθεωρητισμού, να αμφισβητηθεί μια ιστορική άποψη, στο πλαίσιο της επαναπροσέγγισης των πηγών. Πρόκειται για μια στρατευμένη αντίληψη που προτάσσει ό,τι είναι εθνικά σωστό, για να τακτοποιήσει, με βάση αυτή την αναλυτική κατηγορία, το ιστορικό υλικό. Οι Εβραίοι χωρούν στην «εθνική» ιστορία, στον βαθμό που θεωρείται ότι συνεισφέρουν στους «εθνικούς» αγώνες. Οι υπόλοιποι, όπως οι δεκάδες χιλιάδες που εξοντώθηκαν από τους ναζιστές, μένουν, σύμφωνα με τη λογική αυτή, εκτός ελληνικής ιστορίας.


Θα μπορούσε να πει κανείς πως έχουμε να κάνουμε με μια μερίδα ανθρώπων που έτσι κι αλλιώς πάντοτε υπήρχε και χρησιμοποιούσε με διάφορους τρόπους την ιστορική γραφή για να προβάλει εθνικιστικά αξιώματα. Ωστόσο το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί είναι τόσο πολυσυλλεκτικό που δεν εμπίπτει στις γνωστές κατηγορίες. Η εκπληκτική επιστολή-ανταπάντηση («Τα Νέα», 10.2) στην κριτική της καθηγήτριας κυρίας Αννας Φραγκουδάκη («Τα Νέα», 23.1) δίνει στοιχεία για αυτές τις διαπιστώσεις. Η κυρία Φραγκουδάκη εγκαλείται για παραβίαση των αρχών του Διαφωτισμού περί «ελευθερίας της σκέψης και του λόγου» και για τρομοκρατία, με την επίκληση της περιόδου όπου «όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα… του χωροφύλακα». Νομίζει κανείς ότι έχει να κάνει με έναν αριστερό λόγο που καταδικάζει την παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και επικαλείται το αγωνιστικό παρελθόν του. Στην πραγματικότητα, όπως έδειξε και ο καθηγητής κ. Βασίλης Κρεμμυδάς («Τα Νέα», 18.2), οι αιτιάσεις αυτές αποτελούν καταχρηστική και αυθαίρετη επίκληση της ιστορίας. Πρόκειται απλώς για έλλειψη ιστορικής παιδείας και γραφικότητα; Μάλλον όχι.


Ενας τέτοιος λόγος, αλλά και οι ιδεολογικές συνδηλώσεις του, εγγράφονται σε ένα κλίμα επιθετικού νεοσυντηρητισμού, που φαίνεται πως απειλεί να εισχωρήσει στο πανεπιστήμιο και φανερώνει ταυτόχρονα δίκτυα επικοινωνίας που εκτείνονται πολύ πέραν της πανεπιστημιακής κοινότητας. Πρόκειται κυρίως για τους ανθρώπους που υπογράφουν αυτά τα κείμενα, οι οποίοι, αφού έχουν κατορθώσει να ελέγχουν τις διαδικασίες εκπροσώπησης των μεταπτυχιακών φοιτητών, έχουν επεκταθεί και στην εκπροσώπησή τους στη Σύγκλητο. Δεν έχει νόημα βεβαίως να μπει κανείς σε λεπτομέρειες για τη συνδικαλιστική δραστηριότητα αυτής της ομάδας, που είναι πλούσια σε λαϊκισμό και αιτήματα που υποβαθμίζουν τις σπουδές. Από τη στιγμή ωστόσο που η δραστηριότητα αυτή απέκτησε δημόσια διάσταση και με τέτοιο προκλητικό τρόπο, είναι απαραίτητο να τονιστεί πως αποτελεί ευθύνη όλων όσοι εμπλέκονται στις συγκεκριμένες πανεπιστημιακές διαδικασίες, είτε ως μεταπτυχιακοί φοιτητές είτε ως μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, να δώσουμε μεγαλύτερη σημασία σε αυτό το φαινόμενο.


Από τη συγκεκριμένη αντιπαράθεση αυτό που φαίνεται να πλήττεται, όπως σωστά τόνισαν η κυρία Φραγκουδάκη και ο κ. Κρεμμυδάς στις ανταπαντήσεις τους, είναι η διαμόρφωση κάποιων «νέων ιστορικών» «τόσο σε επιστήμονες όσο και σε υπεύθυνους πολίτες» («Τα Νέα», 10 και 18.2). Εκείνο όμως που κυρίως πλήττεται είναι η ίδια η ακαδημαϊκή διαδικασία, που τείνει να περιπέσει σε αναξιοπιστία, τόσο απέναντι στην επιστημονική κοινότητα όσο και απέναντι στον δημόσιο χώρο όπου αρθρώνει τον λόγο της.


Η σειρά των κειμένων που διαδέχθηκε τη δική μου παρουσίαση έφεραν στην επιφάνεια ένα πρόβλημα που μόνο επιγραμματικά περιγράφηκε εδώ. Η συζήτηση περί εθνικών εντάξεων και εθνικών αποκλεισμών, που πηγάζει από άλλου τύπου ιδεολογικές διαδικασίες, μακριά από τα αιτούμενα της ιστορικής επιστήμης, έχει καταφέρει να εισχωρήσει ξανά στο πανεπιστήμιο. Γιατί το πρόβλημα βεβαίως μόνο συγκυριακά είναι σήμερα οι Εβραίοι. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για το ψευτο-πρόβλημα της εθνικής καθαρότητας. Και όταν αναβιώνουν τέτοιες κατηγορίες, είναι χρήσιμο να μην απομονώνεται το περιστατικό, αλλά να εντάσσεται στα ευρύτερα συμφραζόμενα. Μια συζήτηση λοιπόν για τα φαινόμενα αυτά στον χώρο του πανεπιστημίου δεν είναι καθόλου άστοχη. Είναι ζήτημα ιστορικής παιδείας, αλλά και ευθύνης παιδείας πολιτών.


1. Το διοικητικό συμβούλιο των μεταπτυχιακών φοιτητών Α’ και Β’ Κύκλου του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στη δεύτερη συνεδρία της 29.1.1999 στη Νέα Αίθουσα της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Αθηνών επαναδιακηρύττει το περιεχόμενο της υπ’ αριθμ. πρωτ. 99/28.12.1998 επιστολής που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» την 17.1.1999 και εκφράζει λύπη για τις εμπαθείς ειρωνείες και τις αυθαίρετες αναγωγές σε συγκεκριμένες ιδεοληψίες με τις οποίες ουδεμία σχέση έχουμε και με τις οποίες η καθηγήτρια του Τμήματος Νηπιαγωγών κυρία Α. Φραγκουδάκη χλευάζει την ανάγκη αμερόληπτης επιστημονικής έρευνας για τη συναγωγή τεκμηριωμένων δεδομένων, ανάγκη που διατυπώνεται στην επιστολή μας αυτή προς «Το Βήμα» («Τα Νέα», σελ. 11, 23.1.1999).


2. Με αφορμή το γεγονός αυτό, αλλά και άλλα, όπως την απόσπαση της υπογραφής των μεταπτυχιακών φοιτητών για την υπογραφή κειμένου καταδίκης της συγκεκριμένης επιστολής προς «Το Βήμα», απόσπαση του έγινε υπό το βλέμμα του επινεύοντος καθηγητή και μέσα στο σπίτι του, το διοικητικό συμβούλιο των μεταπτυχιακών φοιτητών του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών ανησυχεί και δημοσιοποιεί την ανησυχία του για τη συνεχή και διογκούμενη πνευματική τρομοκρατία που επί χρόνια επικρατεί σε ελληνικά ΑΕΙ.


Η πνευματική αυτή τρομοκρατία σχεδιάζεται και υλοποιείται από άτομα που ανήκουν στον ιδεολογικό χώρο μιας «αμερικανόφερτης και αμερικανότροπης Αριστεράς», κατέχουν θέσεις μελών ΔΕΠ στα ελληνικά πανεπιστήμια και έχουν γίνει καθεστώς με τη συνδρομή ορισμένων που επέδειξαν φιλοχουντική δράση, δράση από την οποία έγιναν και παραμένουν εκβιάσιμοι.


Με την τρομοκρατία αυτή απομονώνονται, καταρρακώνονται και ουσιαστικά εκβάλλονται από την πανεπιστημιακή κοινότητα μέλη ΔΕΠ, μεταπτυχιακοί φοιτητές και επιστημονικοί συνεργάτες που διατηρούν την ανεξαρτησία τους, διαφωνούν ή εμποδίζουν τις επιδιώξεις αυτής της κυρίαρχης «αμερικανόφερτης Αριστεράς» και των χουντογενών δορυφόρων. Σε αρκετές περιπτώσεις δεν εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις της Νομοθεσίας περί διοικήσεως ΑΕΙ, προκειμένου να μεθοδευθούν διαδικασίες και να κατασκευασθούν πλειοψηφίες σύμφωνες με τις επιδιώξεις αυτές.


Από τα παραπάνω διαπιστώνεται ότι παραβιάζονται οι διατάξεις των παραγρ. 1, 2, 5, 6 του άρθρ. 16 και της παραγρ. 1 του άρθρ. 23 του Συντάγματος της Ε’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων «Περί ακαδημαϊκής ελευθερίας στη διδασκαλία, στην έρευνα και στη διακίνηση των ιδεών» και αντίστοιχα «Περί ελευθερίας έκφρασης και δράσης των φοιτητών μέσα από τα θεσμοθετημένα συνδικαλιστικά όργανα», καθώς και οι προς τις ανωτέρω συναφείς και ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του νόμου 1268/82, οι διατάξεις του νόμου 1264/82 και η σύμφωνα με το άρθρο 95 του Συντάγματος «άμεσα εκτελεστή από τη Διοίκηση» 2788/84 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.


3. Το πρόβλημα της πνευματικής αυτής τρομοκρατίας είναι οξύτερο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικότερα στη σχολή που ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο Νικόλαος Βλάχος και ο Διονύσιος Ζακυθηνός ελάμπρυναν με την έρευνα, τη διδασκαλία και το έργο τους.


Αποτέλεσμα της τρομοκρατίας αυτής είναι ότι η Φιλοσοφική Σχολή αρνήθηκε να τοποθετηθεί υπέρ της Ελλάδος είτε στο Βορειοηπειρωτικό είτε στο λεγόμενο «μακεδονικό» και ότι στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της ίδιας σχολής μέλη ΔΕΠ προκλητικά προπαγανδίζουν θέσεις που είναι ολοφάνερα αντίθετες στα κατοχυρωμένα από το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες ελληνικά συμφέροντα, θέσεις που δεν έχουν καμία πραγματική επιστημονική τεκμηρίωση.


Η σημασία της κατάστασης αυτής γίνεται φανερή από το γεγονός ότι στη Φιλοσοφική Σχολή διαμορφώνονται επιστημονικά οι εκπαιδευτικοί των γυμνασίων και των λυκείων, εκπαιδευτικοί που θα διαμορφώσουν την πολιτιστική και εθνική συνείδηση των επόμενων πολιτών της χώρας αυτής.


Για την κατάσταση αυτή στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών υπεύθυνος είναι καθηγητής που εξελέγη με διαδικασία αμφισβητούμενης νομιμότητας, διατηρεί αμφισβητούμενη καθηγητική ιδιότητα και περιέργως δεν έχει καταθέσει πλήρες αντίγραφο ποινικού μητρώου τύπου Α, όπως απαιτείται από τον νόμο.


Γίνεται φανερό ότι η κατάσταση αυτή και οι συγκεκριμένες απειλές που προέρχονται από αυτήν αποτελούν πρόβλημα για την ομαλή λειτουργία του Πανεπιστημίου και της πολιτείας.


Υπενθυμίζομε τις μη μεταβατικές διατάξεις των παραγρ. 1, 2, 5, 6 του άρθρ. 16 και τις αντίστοιχες των παραγρ. 2 και 4 του άρθρ. 120 του Συντάγματος και δηλώνομε την αμετάθετη απόφασή μας προκειμένου να διεξάγεται ελεύθερα και αμερόληπτα επιστημονική έρευνα στην Ιστορία και την Αρχαιολογία και επιδιώκομε το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών να ξαναγίνει φυτώριο επιστημόνων, που ελεύθεροι και ανεπηρέαστοι θα ερευνούν τα μεγάλα προβλήματα του κόσμου και του τόπου μας.


Το διοικητικό συμβούλιο του Συλλόγου Μεταπτυχιακών Φοιτητών Α’ και Β’ Κύκλου του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών


Ο πρόεδρος: Παναγιώτης Υψηλάντης. Ο γενικός γραμματέας: Δημήτριος Φαράντος. Τα μέλη: Ελένη Καλαντζή, Ιωάννης Κωτούλας, Χαράλαμπος Ράπτης


Η ελληνικότητα των Εβραίων


Διάβασα στην εφημερίδα σας της 17ης Ιανουαρίου 1999 την επιστολή την οποία υπογράφουν οι κύριοι Παναγιώτης Υψηλάντης και Δημήτριος Φάραντος, πρόεδρος και γενικός γραμματέας αντίστοιχα του διοικητικού συμβουλίου των μεταπτυχιακών φοιτητών Α’ και Β’ Κύκλου του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η επιστολή αναφέρεται σε άρθρο του κ. Β. Κεχριώτη, που δημοσιεύθηκε επίσης στην εφημερίδα, και αμφισβητεί τη θετική συνεισφορά των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στους εθνικούς αγώνες.


Διατυπώνω, με τη σειρά μου, ορισμένα ερωτήματα και σχόλια:


1. Πώς εννοούνται οι εθνικοί αγώνες; Πιστεύω ότι και το έπος του ’40 είναι ένας μεγαλειώδης κρίκος στην ατέρμονα αλυσίδα των εθνικών μας αγώνων. Αυτή τη στιγμή συνεχίζονται οι εθνικοί μας αγώνες για τα κυριαρχικά μας δικαιώματα στο Αιγαίο και για την απελευθέρωση των κατεχομένων της Κύπρου. Επίσης, όταν μιλάμε εν έτει 1999 για Ελληνες, πώς τους ορίζουμε; Πρόσφατα, πολύ εύστοχα, έδωσε τον ορισμό του Ελληνα ο τέως υπουργός Εξωτερικών Θ. Πάγκαλος: «Ελληνες είναι όσοι αισθάνονται Ελληνες». Με γνώμονα λοιπόν ότι εθνικοί αγώνες δεν είναι μόνο αυτοί που δημιούργησαν το νεότερο ελληνικό κράτος και το επεξέτειναν στα σημερινά όριά του, αλλά και ότι Ελληνες είναι όλοι οι έλληνες πολίτες, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, οι οποίοι αισθάνονται Ελληνες, και αυτό συμβαίνει με το σύνολο των εβραίων Ελλήνων οι οποίοι δεν θεωρούν εαυτούς μειονότητα, συνεχίζω την επιστολή μου.


2. Διατείνονται οι επιστολογράφοι ότι γίνεται επιλεκτική και ενός μόνο τμήματος παρουσίαση του αρχείου της κοινότητας των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Μάλλον οι συγγραφείς διάβασαν το άρθρο του κ. Κεχριώτη επί τροχάδην. Δεν έγινε παρουσίαση τμήματος του «αρχείου των Εβραίων της Θεσσαλονίκης» (sic). Αλλωστε τέτοιο αρχείο δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο το αρχείο της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης (ΝΠΔΔ). Εγινε παρουσίαση ενός τόμου ο οποίος περιλαμβάνει ορισμένα έγγραφα κτλ. από το Ιστορικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας τα οποία αναφέρονταν σε εβραίους Ελληνες. Οι επιστολογράφοι σας ας ερευνήσουν το τμήμα του αρχείου της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης, το οποίο ακόμη βρίσκεται στη Μόσχα. Αλλά ρωτώ με τη σειρά μου. Πόσοι ερευνητές του Πανεπιστημίου Αθηνών ασχολούνται με τέτοια θέματα; Και πώς κρίνουν ότι γίνεται επιλεκτική παρουσίαση; Αν έχουν στοιχεία, γιατί δεν τα δημοσιεύουν; Εχω την εντύπωση ότι οι επιστολογράφοι μάλλον άλλα κίνητρα έχουν και όχι την ιστορική έρευνα και τεκμηρίωση.


Φαίνεται ότι αγνοούν (ή πιστεύουν ότι και εμείς αγνοούμε) κάποιες νεότερες έρευνες για το θέμα το οποίο φαίνεται ότι τους «καίει» τόσο πολύ.


Πολύ πρόχειρα τους παραπέμπουμε στη μελέτη του δρ Ε. Χεκίμογλου «Κοφινάς προς Διομήδη» και στο κλασικό για το θέμα αυτό πόνημα «Εγγραφα εκ της πρώτης Ελληνικής Διοικήσεως εν Θεσσαλονίκη» που εκδόθηκαν προ ετών από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών.


Εμείς θα αναφερθούμε μόνο στο εξής: Σύμφωνα με το Καταστατικό της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης (ΝΠΔΔ με τον ιδρυτικό νόμο 2456/1920), που είναι και νόμος του ελληνικού κράτους, την Κοινότητα εκπροσωπούν μόνο ο πρόεδρος και ο αρχιραβίνος της.


Ασφαλώς υπήρχαν από πλευράς ορισμένων εβραϊκών κύκλων της Θεσσαλονίκης κάποιες ενέργειες, απόψεις ή διαβήματα που δεν απέβλεπαν στην ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος. Το ζήτημα όμως είναι ότι όλοι αυτοί μόνο τον εαυτό τους εκπροσωπούσαν. Η πολιτεία των επίσημων εκπροσώπων της Κοινότητας είναι γνωστή.


3. Οι επιστολογράφοι διερωτώνται επίσης για τα γεγονότα που συνθέτουν τη θετική συνεισφορά της επίσημης ηγεσίας της Κοινότητας των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στην ολοκλήρωση των εθνικών αγώνων των Ελλήνων. Και πάλι επισημαίνω ότι απάντηση στην ερώτησή τους πρέπει να δώσουν αυτοί οι ίδιοι ή οι συνάδελφοί τους κατόπιν έρευνας και ενασχόλησης με τα θέματα αυτά. Εγώ από την πλευρά μου σημειώνω ότι ο πατέρας μου πολέμησε ως στρατιώτης στο μέτωπο της Αλβανίας κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940-1941, μαζί με άλλους 12.898 ομοθρήσκους (343 αξιωματικούς). Τραυματίστηκε στο πεδίο της μάχης, ένας από τους 3.743 εβραίους έλληνες πολεμιστές που επίσης τραυματίστηκαν (513 νεκροί). Στη συνέχεια, τον Απρίλιο του 1943, μέσα σε βαγόνια για ζώα, εστάλη μαζί με άλλους εβραίους Ελληνες στο γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης και θανάτου Αουσβιτς στην Πολωνία.


Απελευθερώθηκε από τα προελαύνοντα σοβιετικά στρατεύματα στις αρχές του 1945 και χρειάστηκε έναν ολόκληρο χρόνο για να επιστρέψει στην πατρίδα του.


Ο πατέρας μου εκτοπίστηκε όχι μόνο επειδή ήταν Εβραίος αλλά και ως Ελληνας. Και θα τονίσω επίσης ότι οι Εβραίοι της κατεχόμενης από τους Βουλγάρους ζώνης της πατρίδας μας εκλήθησαν από τους κατακτητές να αποποιηθούν την ελληνική ιθαγένειά τους και αρνήθηκαν. Η άρνησή τους αυτή τους οδήγησε επίσης στο στρατόπεδο του θανάτου.


4. Οι επιστολογράφοι θεωρούν ότι «επιβάλλεται πληρέστερη διερεύνηση και αναλυτική τεκμηρίωση της, κατ’ αυτούς, ενδεχόμενης θετικής συνεισφοράς των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στην ολοκλήρωση των εθνικών αγώνων των υπολοίπων Ελλήνων, προκειμένου να αποφεύγονται αβάσιμες ιστορικές κρίσεις».


Συμφωνούμε απόλυτα και πιστεύουμε ότι το θέμα της εβραϊκής παρουσίας στην Ελλάδα επιβάλλεται να πάψει να είναι θέμα ταμπού και ότι πρέπει να διδάσκεται τουλάχιστον στα σχολικά βιβλία. Για του λόγου το αληθές, παραπέμπουμε στο κεφάλαιο ΚΖ’ του βιβλίου Ιστορίας της Γ’ Λυκείου, τεύχος Γ’, «Ιστορία, νεότερη και σύγχρονη» των Ν. Σκουλάτου, Ν. Δημακοπούλου και Σ. Κόνδη με τίτλο «Η Ελλάδα κατά την περίοδο 1941-1949. Ο θρίαμβος της Εθνικής Αντίστασης και η τραγωδία του εμφυλίου πολέμου», σελίδες 268-299, έκδοση Θ’ (1996).


Στο κεφάλαιο αυτό δεν γίνεται καμία μνεία για την τύχη των εβραίων Ελλήνων, από τους οποίους δολοφονήθηκαν περισσότεροι από 67.000, κυρίως στα στρατόπεδα θανάτου στην Πολωνία. Δεν γίνεται καμία μνεία για τη μεγάλη σε πληθυσμό και με παγκόσμια πνευματική ακτινοβολία Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης, που από τα 50.000 μέλη της σώθηκαν μόλις 1.950 ψυχές (ποσοστό μείωσης: 96%!).


Απλώς και μόνο, για να δώσω έμφαση, στη σελίδα 287 του βιβλίου αναφέρεται ότι «49.188 Ελληνες εκτελέστηκαν κατά τη διάρκεια του αγώνα από τους Γερμανούς, τους Ιταλούς και τους Βουλγάρους» και ότι αυτός «ο απολογισμός των θυμάτων είναι τρομακτικός».


Αναρωτιέμαι, οι 67.151 εβραίοι Ελληνες που χάθηκαν, μόνο και μόνο επειδή ήταν Εβραίοι, «εξατμίστηκαν»;


Ευτυχώς η πολιτεία πλέον με γοργά βήματα και φιλότιμες προσπάθειες πράττει τα δέοντα για να διορθώσει τα κακώς κείμενα. Και είναι άξια συγχαρητηρίων.


Ευχαριστώ για τη φιλοξενία.


Με τιμή, Πωλ Ισαάκ Χάγουελ ηλεκτρολόγος μηχανικός (Ph.D. Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Μπέρκλεϊ) Χρυσοστόμου Σμύρνης 11, 546 22 Θεσσαλονίκη


Ο κ. Βαγγέλης Κεχριώτης είναι ιστορικός.