Στον καθημερινό λόγο καθώς και σε πιο επιστημονικές αναλύσεις η παγκοσμιοποίηση θεωρείται πως οδηγεί στην εξασθένηση των ελέγχων που το κράτος-έθνος εξασκεί στην εγχώρια οικονομία και κοινωνία. Αυτό είναι μόνο εν μέρει σωστό. Γιατί ενώ τα αντιαναπτυξιακά κράτη περιθωριοποιούνται στην αρένα του παγκόσμιου ανταγωνισμού, τα αναπτυξιακά κράτη ­ και στο κέντρο και στην ημιπεριφέρεια ­ βρίσκουν νέες ευκαιρίες, αποκτούν νέες λειτουργίες και παραμένουν σοβαροί παίκτες του διεθνούς παιχνιδιού. (Θα ασχοληθώ με αυτό το θέμα σε ένα προσεχές άρθρο μου). Επιπλέον, αν η παγκοσμιοποίηση από τη μια μεριά κάνει τον κρατικό έλεγχο πιο δύσκολο, από την άλλη δίνει τη δυνατότητα σε μια κυβέρνηση να αναβαθμίσει δραματικά τις ελεγκτικές της ικανότητες με τη βοήθεια πολυεθνικών εταιρειών που προσφέρουν υψηλού επιπέδου υπηρεσίες ελέγχου.


Πιο συγκεκριμένα, αν στη χώρα μας και σε άλλες χώρες της ημιπεριφέρειας στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα η τότε «πρωτόγονη» διεθνοποίηση του κεφαλαίου πήρε τη μορφή ξένων επενδύσεων σε έργα υποδομής (σιδηρόδρομοι, λιμάνια κλπ.) και στα μέσα του 20ού αιώνα σε βιομηχανίες καταναλωτικών αγαθών, στη σημερινή φάση βλέπουμε τη ραγδαία παγκοσμιοποίηση όχι μόνο υλικών αγαθών αλλά και υπηρεσιών στον τομέα της ασφάλειας, του μάνατζμεντ, της λογιστικής, του επιχειρησιακού ελέγχου κλπ. Από αυτή την άποψη η παροχή υπηρεσιών ελεγκτικού χαρακτήρα από πολυεθνικές εταιρείες κύρους μπορεί να είναι εξαιρετικά χρήσιμη σε μια χώρα σαν την Ελλάδα όπου οι εγχώριοι κρατικοί έλεγχοι ή δεν λειτουργούν καθόλου ή λειτουργούν ατελέσφορα.


Είναι σε όλους γνωστό πως ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην οικονομική ανάπτυξη και στον δημοκρατικό εκσυγχρονισμό της Ελλάδας είναι τα περίφημα «διαπλεκόμενα» συμφέροντα: οι πολύπλοκες, υπόγειες, ημιπαράνομες διασυνδέσεις κομματικοκρατικών λειτουργών με μεγάλα (ή και μικρά) οικονομικά συμφέροντα. Αυτές οι διασυνδέσεις έχουν ως αποτέλεσμα, στον χώρο όπου το κράτος συναλλάσσεται με ιδιωτικές επιχειρήσεις, την αδιαφάνεια, τη δημιουργία μονοπωλιακών καταστάσεων και τον παράνομο πλουτισμό αυτών που ανήκουν στα κατάλληλα κυκλώματα. Από αυτή τη σκοπιά οι περίφημες «μίζες» από τη μια μεριά και τα αστρονομικά κέρδη εις βάρος του Δημοσίου από την άλλη είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Είναι το αποτέλεσμα ενός συστήματος που συνδυάζει τη λογική του ληστρικού / άγριου καπιταλισμού με αυτήν του ανεξέλεγκτου / σουλτανικού κρατισμού ­ εις βάρος βέβαια του άμοιρου έλληνα φορολογουμένου.


Το ερώτημα που θέλω να θέσω σε αυτό το άρθρο είναι το εξής: Μπορεί να αλλάξει ριζικά ή έστω να περιοριστεί αποφασιστικά το σύστημα διαφθοράς και κατασπατάλησης του δημόσιου χρήματος που, όπως αυξάνουν οι πόροι για δημόσια έργα, γίνεται όλο και πιο καταστρεπτικό για τη χώρα; Η απαισιόδοξη απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι πως το κλεπτοκρατικό αυτό σύστημα δεν αλλάζει με τίποτε, είναι, για να χρησιμοποιήσω μια αγγλική έκφραση, full proof. Και αυτό γιατί η εκάστοτε κυβέρνηση είναι δέσμια ισχυρών ιδιωτικών συμφερόντων από τη μια μεριά και παρασιτικά επωφελούμενων κομματικοκρατικών συμφερόντων από την άλλη. Οσο για τη λύση τής εκ των κάτω κινητοποίησης των πολιτών, αυτό είναι δύσκολο ­ αν όχι αδύνατον ­ σε μια χώρα όπου η καχεκτικότητα της κοινωνίας των πολιτών σημαίνει ότι τα τελικά θύματα της άγριας αυτής εκμετάλλευσης (δηλαδή οι εκτός «δικτύων» φορολογούμενοι Ελληνες) έχουν ελάχιστες πιθανότητες συλλογικής οργάνωσης και άμυνας.


Αφού όμως το σύστημα δεν φαίνεται να μπορεί να αλλάξει ούτε από «μέσα» ούτε από «κάτω», μήπως μια μερική τουλάχιστον λύση μπορεί να έρθει από τα «έξω»;


Θα προσπαθήσω να απαντήσω στο παραπάνω ερώτημα αναφερόμενος σε ένα συγκεκριμένο, πρόσφατο παράδειγμα. Υπό την πίεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να αναθέσει σε ξένη εταιρεία διεθνούς κύρους (ISMES, στα ελληνικά ΕΣΠΕΛ: σύμβουλος ποιοτικού ελέγχου έργων) τον δειγματοληπτικό έλεγχο των δημοσίων έργων που γίνονται αυτή τη στιγμή στη χώρα μας. Οπως ήταν προβλεπτό, ο ΕΣΠΕΛ διαπίστωσε μια τελείως θλιβερή και απαράδεκτη κατάσταση και σε ό,τι αφορά την κατασκευή των έργων και σε ό,τι αφορά τον τρόπο ελέγχου τους από τις κρατικές επιβλέπουσες αρχές (στο επίπεδο του ΥΠΕΧΩΔΕ, νομαρχιών, περιφερειών, δήμων).


Οπως ανέφερε η «Καθημερινή» (11.11.98, σελ. 1), «σχεδόν το 50% των έργων παρουσιάζουν σοβαρότατα προβλήματα χωρίς μέχρι τώρα να έχουν ληφθεί σοβαρά μέτρα ή να επιβληθούν οι δέουσες ποινές». Κατά την ίδια εφημερίδα, σε μερικές περιπτώσεις η κατασκευή είναι τόσο άθλια που πρέπει κανείς να αρχίσει ξανά από την αρχή!


Με βάση αυτά τα αποκαλυπτικά στοιχεία η κυβέρνηση αποφάσισε να ανανεώσει ως τον Ιούνιο του 1999 τη συμφωνία με τον ΕΣΠΕΛ, ο οποίος θα προχωρήσει σε έναν πιο εκτεταμένο έλεγχο. Επίσης ο αρμόδιος υφυπουργός του ΥΠΕΧΩΔΕ κ. Χρ. Βερελής αποφάσισε να παραπέμψει στο κρατικό Σώμα Επιθεωρητών Δημοσίων Εργων την έκθεση του ΕΣΠΕΛ με στόχο «να αποκατασταθούν τα ελαττώματα και να ξεκινήσει η διαδικασία επιβολής προστίμων και πειθαρχικών ποινών σε εργοληπτικές επιχειρήσεις που έχουν ευθύνες («Ελευθεροτυπία», 11.11.98, σελ. 58).


Το πρόβλημα με αυτή την αντιμετώπιση είναι ότι ευθύνες δεν έχουν μόνο οι εργοληπτικές επιχειρήσεις αλλά και οι κρατικές τεχνικές υπηρεσίες που δεν κάνουν (για προφανείς λόγους) ουσιαστικό έλεγχο. Αν έτσι έχει το πράγμα, είναι παράλογο να ανατίθεται στους ίδιους κρατικούς υπαλλήλους, που είναι συνυπεύθυνοι με τους εργολάβους για την κακή ποιότητα των έργων, η εφαρμογή των πορισμάτων της έκθεσης του ΕΣΠΕΛ. Είναι η περίπτωση Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει. Το Σώμα Επιθεωρητών Δημοσίων Εργων θα έπρεπε να αρχίσει επιβάλλοντας πρόστιμα και ποινές στον εαυτό του!


Πώς μπορεί να βγει κανείς από αυτόν τον φαύλο κύκλο; Νομίζω με το να πάει η κυβέρνηση ένα βήμα πιο πέρα και να διευρύνει προς όλες τις κατευθύνσεις την ελεγκτική δραστηριότητα ξένων επιχειρήσεων διεθνούς κύρους. Ηδη η περίπτωση ΕΣΠΕΛ δείχνει ότι τουλάχιστον μερικές σοβαρές ατασθαλίες βγήκαν στη φόρα, αφού η λογική του λαδώματος και της μίζας λειτουργεί πολύ πιο δύσκολα στην περίπτωση ξένων ελεγκτικών εταιρειών, που για να διατηρήσουν το διεθνές κύρος τους είναι αναγκασμένες να δρουν αντικειμενικά / ορθολογικά. Μήπως θα έπρεπε η κυβέρνηση να επιβάλει τη στενή συνεργασία εταιρειών όπως ο ΕΣΠΕΛ με τις τεχνικές διευθύνσεις του Δημοσίου; Μήπως πηγαίνοντας πιο πέρα θα έπρεπε, αντί να γίνεται ο έλεγχος εκ των υστέρων, να ανατεθεί σε ξένους ελεγκτές ­ σε συνεργασία με τους ντόπιους ­ ο συνεχής έλεγχος, από τη στιγμή που γίνεται ένας διαγωνισμός ως την αποπεράτωση των πιο σημαντικών έργων; Μήπως, αφού οι κρατικοί έλεγχοι δεν λειτουργούν, η προσφυγή στη διεθνή αγορά υπηρεσιών ποιοτικού ελέγχου είναι ο μόνος τρόπος να σπάσουν τα κυκλώματα που αυτή τη στιγμή κυριολεκτικά λυμαίνονται τη χώρα; Μήπως, εν όψει της Ολυμπιάδας του 2004, ο έλεγχος από ειδικευμένες πολυεθνικές εταιρείες είναι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος για να αποφύγουμε το «φιάσκο – φαγοπότι» που είχαμε με την Πολιτιστική Πρωτεύουσα πριν από λίγο καιρό;


Δεν χρειάζεται να τονίσω ότι μια τέτοια στρατηγική ελέγχου που χρησιμοποιεί συστηματικά και σε ευρεία κλίμακα τις ειδικευμένες υπηρεσίες πολυεθνικών εταιρειών θα έχει να αντιμετωπίσει και νομικοτεχνικά προβλήματα και βίαιες αντιδράσεις από αυτούς που θα χάσουν τις μίζες και τα παράνομα κέρδη. Αν υπάρξει όμως φαντασία και πολιτική βούληση εκ μέρους της κυβέρνησης, είμαι σίγουρος ότι και τα πρακτικά και τα πολιτικά εμπόδια μπορούν να ξεπεραστούν.


Μια τελευταία δυσκολία στη χρήση ξένων ελεγκτών είναι το επιχείρημα ότι με μια τέτοια στρατηγική παραδεχόμαστε έμμεσα πως είμαστε ανίκανοι να νοικοκυρέψουμε το ίδιο μας το σπίτι. Αυτό για πολλούς είναι όχι μόνο εξευτελιστικό αλλά και αντιπατριωτικό. Είναι όντως έτσι; Εξαρτάται με το πώς ορίζουμε τον πατριωτισμό. Αν πατριωτικό είναι καθετί που τονώνει τον εθνοκεντρικό ναρκισσισμό μας, τότε η ιδέα ελέγχων από πολυεθνικές εταιρείες είναι σίγουρα βαθιά αντεθνική. Αν από την άλλη μεριά θεωρήσουμε πατριωτική κάθε προσπάθεια που οδηγεί στην προκοπή αυτού του τόπου, τότε η συστηματική και ευρεία χρήση ξένων ανεξάρτητων από την κρατική γραφειοκρατία των ελεγκτών των δημοσίων έργων είναι ίσως το πιο δημοκρατικό μέτρο που η κυβέρνηση μπορεί να πάρει σε αυτή την κρίσιμη καμπή της ιστορίας μας.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.