Η εντολή που στο όνειρό του λαμβάνει ο Σωκράτης, «μουσικήν ποίει και εργάζου» (Φαίδων 60γ – 62γ), θα μπορούσε να εκληφθεί και ως υποδήλωση της σημασίας της τέχνης τόσο στην παιδεία όσο και στη ζωή γενικότερα, με την προϋπόθεση ότι η παιδεία έχει τελικό στόχο την ανύψωση του ανθρώπου από άτομο σε πρόσωπο με γνώση αλλά και ευαισθησία, με κρίση και ανθρωπιά, με εσωτερική καλλιέργεια και κοινωνική συνείδηση.


Φυσικά όλες οι μορφές τέχνης (ποίηση, μουσική, εικαστικές τέχνες, θέατρο κλπ.) συμβάλλουν σε αυτή την καλλιέργεια και διευρύνουν το υπαρξιακό πεδίο. Θα εξετάσουμε όμως εδώ μόνο τις εικαστικές τέχνες και θα επικεντρωθούμε πιο συγκεκριμένα στη ζωγραφική, που ως μάθημα διδάσκεται με διάφορα ονόματα στις δύο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης, μια και ενδιαφερόμαστε για τη σχέση και τη σύζευξη της τέχνης με την παιδεία.


Οπτική ευαισθησία και άσκηση χεριού


Βασικοί θετικοί παράγοντες του μαθήματος των εικαστικών τεχνών στην παιδεία θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι είναι οι ακόλουθοι:


α. Η καλλιέργεια της οπτικής ευαισθησίας, που είναι ιδιαίτερα σημαντική για την όλη προσωπικότητα του παιδιού. Η αυξημένη παρατήρηση, που απαιτείται για να ζωγραφίσει το παιδί ένα αντικείμενο, είναι πολλαπλά χρήσιμη. Η καταγραφή με το σχέδιο επιτρέπει στο παιδί τον έλεγχο των αποτελεσμάτων της παρατήρησης και έτσι η παρατηρητικότητά του οξύνεται και γίνεται λειτουργικότερη. Η αναγκαία επιλογή των κύριων εικαστικών στοιχείων του αντικειμένου είναι επίσης πολύ ωφέλιμη διαδικασία. Οι σύγχρονες αφαιρετικές τάσεις της εικαστικής αντίληψης βοηθούν ακόμη περισσότερο στην κατεύθυνση αυτή.


β. Η άσκηση του χεριού, ώστε να μπορεί να μεταφέρει τα οπτικά αυτά ερεθίσματα σε εικαστικές μορφές. Και η άσκηση αυτή πέρα καθ’ εαυτής της ικανότητας έχει και άλλα γενικότερα ευεργετικά για το παιδί αποτελέσματα.


γ. Η ζωγραφική απεικόνιση του κόσμου προσφέρει στο παιδί διπλή ικανοποίηση και χαρά: πρώτα αίσθημα κατάκτησης του ζωγραφιζομένου – απεικονιζομένου αντικειμένου, καθώς το αντικείμενο γίνεται δικό του δημιούργημα.


Επειτα ­ και σημαντικότερο ­ του δίνει τη βαθύτατη ικανοποίηση της δημιουργικής πράξης. Η δημιουργία είναι από τα κυριότερα αιτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι ουσιώδες συστατικό της. Είναι από αυτά τα υπόγεια ρεύματα που τον συνδέουν με την Αρχή και το Τέλος:


Η δημιουργία του κόσμου και με τη δημιουργία η απάντηση ­ μέχρις ενός σημείου ­ στο ερώτημα που βγαίνει από τα βάθη της ύπαρξης για το Τέλος.


Αναφέρθηκα στον ρόλο της τέχνης να προσφέρει ευχαρίστηση. Σήμερα αυτή η παράμετρος της τέχνης θεωρείται σχεδόν μειονεκτικό στοιχείο. Η αληθινή, η μεγάλη όμως τέχνη δίνει μια βαθιά και διαρκή ευχαρίστηση. Προτού κλείσουμε τη συνοπτική αναφορά στη σημασία της τέχνης στο γενικότερο πλαίσιο της παιδείας, θα ήθελα να προσθέσω μια ειδική πτυχή ειδικότερα για την Ελλάδα. Είναι η παιδαγωγική αξία της βυζαντινής ζωγραφικής. (Για το θέμα έχει γράψει μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη ο π. Σταμάτης Σκλήρης, «Εν εσόπτρω», Αθήνα 1992).


Η γνώση και το «καλό γούστο»


Πέραν των θεωρητικών όμως σκέψεων, το ζωντανό πρόβλημα που τίθεται είναι τι συμβαίνει σήμερα στην ελληνική πραγματικότητα και τι μπορεί να γίνει ή έστω τι προτείνεται.


Ας δούμε λοιπόν ποιοι είναι οι παράγοντες που έχουν σημαντικό ρόλο στη σύνδεση τέχνης – παιδείας:


Πρώτα είναι τα λεγόμενα σήμερα καλλιτεχνικά μαθήματα. Τα όσα λέχθηκαν προηγουμένως κυρίως σε αυτά τα μαθήματα αναφέρονται. Θα ήθελα να προσθέσω σε αυτά τη σημασία της γνώσης της τεχνικής, του σχεδίου και του χρώματος, που βοηθά το παιδί να ανοίξει ευκολότερα διάλογο με τις εικαστικές τέχνες και να κατανοήσει τις μορφές και να διαμορφώσει δικά του κριτήρια. Κριτήρια που ξεκινούν ­ μαζί και με άλλους παράγοντες στους οποίους αναφερόμαστε πιο κάτω ­ από την αποτίμηση των έργων τέχνης, του ζωγραφικού πίνακα και της τοιχογραφίας, του χαρακτικού και του γλυπτού και φθάνουν ως την επιλογή των επίπλων, των χρηστικών αντικειμένων, τα ενδύματα, τη μόδα. Βοηθούν το παιδί να διαμορφώνει αυτό που, γενικά, ονομάζουμε «καλό γούστο» και που έχει τόσο μεγάλο ρόλο στην καθημερινή ζωή και μπορεί να συντελεί στον περιορισμό της χυδαιότητας, η οποία από παντού μας κατακλύζει.


Πώς όμως αντιμετωπίζονται τα μαθήματα αυτά; Στην εκπαίδευση του τέλους του 20ού αι. υπάρχει η τάση η μάθηση να αντιμετωπίζεται κυρίως ως μέρος της παραγωγικής διαδικασίας. Συχνά ο προγραμματισμός υπακούει σε αυτή την κατεύθυνση. Σε αυτό το πλαίσιο οι διδακτικές ώρες που διατίθενται για τα καλλιτεχνικά (και άλλα σχετικά μαθήματα) ίσως να θεωρούνται από τους τεχνοκράτες καταδαπάνηση ωφελίμου χρόνου. Η κοντόφθαλμη ωφελιμιστική αυτή αντίληψη ­ που δύσκολα θα την ονόμαζα «εκπαιδευτική» ­ παραβλέπει την ουσιαστικότερη πλευρά της παιδείας. Γιατί ακριβώς στην εποχή που η τεχνολογική εκπαίδευση και η πληροφορική είναι αναγκαίες για την επιβίωση την προσωπική αλλά και την εθνική, αυτά τα «άλλα» μαθήματα, όπως τα καλλιτεχνικά, είναι απαραίτητα για να επιτελέσει η παιδεία τον ύψιστο στόχο της: να διασώσει το ανθρώπινο πρόσωπο από τη μαζικοποίηση και την απανθρωποίηση και τη μετατροπή του σε έναν αριθμό, το Bar-Code system.


Δεύτερος σημαντικός παράγων θα είναι η εισαγωγή του μαθήματος της Ιστορίας της Τέχνης συστηματικά στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και, μαζί με το μάθημα της Ιστορίας, στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Η χρησιμότητα του μαθήματος, ενώ είναι, ή θα έπρεπε να είναι, προφανής, δεν έχει γίνει κατανοητή από τους αρμοδίους, με επικάλυψη πάντοτε του προβλήματος τις ανάγκες του αναλυτικού προγράμματος και την αναγκαιότητα τεχνολογικών μαθημάτων.


Η τέχνη ενώ είναι κατ’ εξοχήν βιωματική και απευθύνεται στον όλο άνθρωπο, αλλά κυρίως διά των αισθήσεων στοχεύει στο συναίσθημα, στον άνθρωπο της εποχής μας έχει την ανάγκη να στηριχθεί και στην ιστορική γνώση.


Είναι φυσικά βέβαιο ότι σε έναν άνθρωπο που δεν υπάρχει καμία δυνατότητα δόνησης η ιστορική γνώση δεν μπορεί να του προσφέρει σχεδόν τίποτε. Σε αυτόν όμως που έχει και τα ελάχιστα ψήγματα ευαισθησίας ­ και κάθε φυσιολογικό παιδί έχει ­ η ιστορική γνώση βοηθάει στην καλλιέργειά τους, καθώς του προσφέρει δυνατότητα παρακολούθησης της παγκόσμιας πορείας από την αρχέγονη εποχή ως σήμερα, που συχνά, σε ένα μέρος, είναι σε σμικρογραφία και η δική του πορεία.


Το κριτήριο του χρόνου


Το κυριότερο όμως στοιχείο είναι η παροχή κριτηρίων ­ άλλων τώρα από εκείνα των καλλιτεχνικών μαθημάτων. Είναι το κριτήριο του χρόνου, δηλαδή της πολλαπλής ανθρώπινης δοκιμής και της ανάλογης αντοχής. Είναι πλέον ανάγκη και καιρός να εισαχθεί το μάθημα της Ιστορίας της Τέχνης. Σε τέσσερα πανεπιστήμια (Αθηνών, ΑΠΘ, Κρήτης και Ιωαννίνων) διδάσκονται οι φοιτητές συστηματικά από πολλούς πλέον καθηγητές (πλην των Ιωαννίνων), μερικοί από τους οποίους με διεθνή ακτινοβολία, Ιστορία της Τέχνης. Λειτουργούν προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών. Στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ίσως οι περισσότεροι μεταπτυχιακοί φοιτητές να έχουν ως αντικείμενο την Ιστορία της Τέχνης. Αυτοί οι νέοι επιθυμούν να διδάξουν με θέρμη και αγάπη το μάθημα και όχι να αναγκάζεται ο φιλόλογος νέος καθηγητής της Ιστορίας να ασχοληθεί με θέματα για τα οποία δεν είναι προετοιμασμένος και γι’ αυτό συχνά παραλείπει τις σελίδες για τις τέχνες, που περιλαμβάνονται στο βιβλίο της Ιστορίας.


(Μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια έγινε στα πολυκλαδικά λύκεια και γράφτηκε ειδικό σχολικό βιβλίο από τους συναδέλφους Π. Ρηγοπούλου και Λευτέρη Οικονόμου, αλλά χωρίς συνέχεια).


Ο τρίτος παράγων είναι τα εκπαιδευτικά προγράμματα, τα οποία τα τελευταία 10 χρόνια έχουν ιδιαίτερα επιτυχή σταδιοδρομία στην Ελλάδα και η ιδιαίτερη σημασία τους σήμερα γίνεται περισσότερο κατανοητή. Πολύ θετικός είναι ο ρόλος του ΥΠΠΟ και του ICOM. Στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε συμπόσιο από την ειδική επιτροπή του ICOM, την CECA, και εκδόθηκε τόμος (1991) πρακτικών πολύ χρήσιμος για το θέμα. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια εντάσσονται και οι εξαιρετικά επιτυχημένες Δημιουργικές Συναντήσεις στο Μέτσοβο, με αφορμή τις οποίες διατυπώνονται και αυτές οι απλές σκέψεις.


Ο μεγάλος αριθμός των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που ξεκινούν από την Προϊστορία και φθάνουν στις μέρες μας συνιστούν μακροχρόνιες πολιτιστικές επενδύσεις, τόσο στην αισθητική καλλιέργεια και στην οικείωση για το αγαθό της τέχνης όσο και στην ουσιαστικότερη προσπάθεια προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς.


Αυτόνομο μάθημα


Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο πρόγραμμα «Μελίνα» που πραγματοποιείται με τη συνεργασία των υπουργείων Παιδείας και Πολιτισμού, με την ευθύνη νέων εκπαιδευτικών και ιστορικών της Τέχνης με γνώση και ενθουσιασμό.


Η αυτονόητη αξία της τέχνης για την παιδεία και η άμεση σχέση μαζί της, καθώς και η καθοριστική για τη ζωή μας σημασία της, θα έπρεπε να μας οδηγήσει σε κάποια πρακτικά συμπεράσματα. Κυριότερο νομίζω ότι είναι η συνεργασία των τριών παραγόντων που προανέφερα. Θα ανοίξει τα μάτια να δουν αισθητικά ο καθηγητής των καλλιτεχνικών, θα θεμελιώσει με τη σίγουρη ιστορική γνώση το κριτήριο και ο καθηγητής της ιστορίας της τέχνης, θα εμπεδώσουν τα παραπάνω εκπαιδευτικά προγράμματα. Ο καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης όμως δεν υπάρχει. Είναι πλέον άμεση ανάγκη να κάνουμε έκκληση στους αρμοδίους του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και στον υπουργό Παιδείας για την εισαγωγή αυτονόμου μαθήματος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.


Αξίζει τον κόπο και τη δαπάνη, γιατί είναι μια μακροπρόθεσμη επένδυση με μεγέθη μη μετρητά, αλλά και γι’ αυτό ακόμη περισσότερο πολύτιμη. Γιατί αναφέρεται στην ψυχή των παιδιών μας, που η καθεμία αξίζει όσο όλος ο κόσμος.


Ο κ. Νίκος Ζίας είναι αναπληρωτής καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.