Η αιφνίδια εισαγγελική έρευνα στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις και πλήθος σχολίων. Το ζήτημα πήρε, όπως ήταν φυσικό, και τις διαστάσεις πολιτικής διαμάχης, στην οποία παρενέβησαν με δηλώσεις τους πολιτικοί και άλλοι παράγοντες, όπως ο επίτιμος Πρόεδρος του Αρείου Πάγου κ. Β. Κόκκινος, που με άρθρο του (που εδημοσίευσε «Το Βήμα» την περασμένη Κυριακή) διετύπωσε αιχμές τόσον εναντίον του υπουργού Δικαιοσύνης κ. Ευ. Γιαννόπουλου όσον και κατά του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου κ. Παναγιώτη Δημόπουλου, οι οποίοι απαντούν σήμερα με επιστολές τους





Κύριε Διευθυντά,


Παρακαλώ να φιλοξενήσετε τα παρακάτω σ’ απάντηση των γραφέντων του κ. Κόκκινου στο περασμένο «Βήμα» της προηγούμενης Κυριακής.


1. Δεν πρόκειται να σχολιάσω πράγματα της δικαστικής ζωής που αφορούν τον κ. Κόκκινο, πλην εκείνων που αμέσως ή εμμέσως αναφέρθηκαν ή εξαιτίας του συνδέονται με μένα, ενημερώνοντας εκείνους που θα με διαβάσουν, ότι από το 1950 ασχολήθηκα με θέματα και προβλήματα καθώς και τη γενικότερη και ειδικότερη ζωή του τομέα της Δικαιοσύνης με την οποία συνδέεται αρρήκτως και η Δικηγορία.


Από φοιτητής της νομικής, αργότερα από του 1952 ως δικηγόρος και κατόπιν ως εκδότης και Διευθυντής της Δικηγορο-νομικής εφημερίδας «Δικηγορική Γνώμη» μέχρι το 1981 και από του 1961 ως πρόεδρος της Ενωσης Δημοκρατικών Δικηγόρων Ελλάδας και πρόεδρος του ΔΣΑ από 1976-1981 ασχολήθηκα με τη Δικαιοσύνη σε 174 μελέτες, άρθρα και σχόλια και με 75 ανάλογα κείμενα για τη Δικηγορία, τον Δικηγόρο και το Δικηγορικό λειτούργημα, κάνοντας παλιότερα και τον Φροντιστή – δάσκαλο στο φροντιστήριο ασκουμένων του ΔΣΑ και από φοιτητής ακόμη σε Φροντιστήρια με ειδικότερη ενασχόληση το συνταγματικό δίκαιο, το ποινικό δίκαιο και την ποινική δικονομία. Το δε βιογραφικό μου σημείωμα είναι δημοσιευμένο σε βιβλία μου και σε εγκυκλοπαίδειες.


Ουδέποτα, κ. Διευθυντά, επιτέθηκα πρώτος ή προέβηκα σε επιθετική πράξη σ’ όλη μου τη ζωή, παρά μόνον αμυνόμενος είτε σε βρώμικη εναντίον μου συμπεριφορά και συκοφαντία, είτε λοιδορία και χλεύη, οπότε αντεπιτιθέμενος υπήρξα σκληρός μέχρι και ανελέητος. Υπήρξα και επιεικής σε αντιπάλους μου ή πολιτικούς μου εχθρούς που αργότερα συγχώρησα σύμφωνα με τη δική μου φιλοσοφία ότι «δεν μπορείς να περιμένεις τι πρέπει να δώσει ο άλλος, αλλά τι δύναται». Αμα δεν μπορεί τι να τον κάνεις. Εδωσα το δίκιο όπου τούτο ανήκε!


Κατά τη δημόσια ζωή μου και την άσκηση της κρατικής εξουσίας δεν αδίκησα πολίτη.


2. Ο κ. Κόκκινος όμως «ξεκάμπισε» και δεν αρκείται σε συκοφαντικούς εναντίον μου ισχυρισμούς, αλλά παριστώντας τον κήνσορα επιδίδεται και σε διδασκαλία ανεπιτρέπτως. Εντεύθεν δε οφείλει ν’ ακούσει και μερικά, επί του παρόντος, είδει κατηγορητηρίου, για πράξεις και παραλείψεις του, που ως δικαστικός βαρύνεται στον δημόσιο και δικαστικό λειτουργικό του βίο.


Ο πρώτος συκοφαντικός ισχυρισμός του κ. Κόκκινου


«Ο κ. Ρωμαίος, λέει, ο κ. Κόκκινος, ήταν ένας από τους δημοσιογράφους που παρακολουθούσαν την εξέλιξη της γνωστής υποθέσεως Λαμπράκη. Και ο κ. Γιαννόπουλος είναι από εκείνους που πρωτοστάτησαν στις αντιδράσεις για το τηλεφώνημα Κόλλια με το οποίο συστήθηκε στον ανακριτή η επιτάχυνση της περαιώσεως της υποθέσεως, γεγονός που θεωρήθηκε ως ωμή επέμβαση στο έργο της δικαιοσύνης. Ας διερωτηθούν τι θα γινόταν τότε, αν ο υπουργός Δημόσιας Τάξης εξέφραζε τη δυσαρέσκειά του, γιατί ο κ. Σαρτζετάκης δεν τον ενημέρωσε προτού απαγγείλει κατηγορία κατά των αξιωματικών της Χωροφυλακής, για λόγους δεοντολογίας, και αν ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης διέτασσε πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση κατά του κ. Σαρτζετάκη για τις ενέργειές του. Ασφαλώς, θα είχε χαλάσει ο κόσμος. Αλλά σήμερα φαίνονται όλα ωραία και καλά».


Ο ισχυρισμός αυτός, κ. Διευθυντά, είναι καταδήλως ψευδής. Και εκείνος που τον χρησιμοποιεί είναι ανεπιτρέπτως, αδιάβαστος, ανενημέρωτος, ενθυμούμενος ή διακρατών στη μνήμη του μόνον τι γράφανε τότε φυλλάδες τινές της παρατάξεώς του. Ιδού ποια είναι η αλήθεια.


Πρώτον. «Το τηλέφωνο» (ήσαν αλλεπάλληλα τα τηλεφωνήματα) δεν ήταν «για την επιτάχυνση της περαιώσεως της υποθέσεως της δολοφονίας», αλλά για τη συγκάλυψη της συμμετοχής της χωροφυλακής Θεσσαλονίκης στη δολοφονία. Με τον χωρισμό των τεσσάρων δικογραφιών, που είχαν σχηματισθεί και συσχετιστεί σε μια και ιδίως εκείνης που αφορούσε το αδίκημα της παραβάσεως καθήκοντος που βάραινε τη χωροφυλακή και τους αξιωματικούς της χωροφυλακής (στρατηγό Μήτσου, συνταγματάρχη Καμουτσή, ταγματάρχη Δόλκα, υπομοίραρχο Καπελώνη κλπ.) επιζητώντας τη μη εμπλοκή της στην κατηγορία της δολοφονίας.


Στον Γ΄ Ανακριτή της Θεσσαλονίκης πρωτοδίκη τότε Χρήστο Σαρτζετάκη, είχε ανατεθεί κύρια ανάκριση τεσσάρων κατηγοριών από τον εισαγγελέα πρωτοδικών Θεσσαλονίκης μακαρίτη Δημ. Παπαντωνίου (μεταξύ των απολυθέντων δικαστών από τη χούντα το 1968) όπως μου τα είχε διηγηθεί ο ίδιος ­ έχουν δε αυτά κατατεθεί από πλειάδα μαρτύρων ­ ως εξής:


α. Η Υπόθεση της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη, βουλευτή της ΕΔΑ, και πρωταγωνιστή του ελληνικού κινήματος της ειρήνης.


β. Υστερα από την άσκηση ποινικής δίωξης για τη δολοφονία Λαμπράκη σχηματίζεται δεύτερη κατηγορία κατά παρακρατικών (μεταξύ των οποίων Γκοτζαμάνης, Πιτσώκος, Γιοσμάς, Εμμανουηλίδης) για απόπειρα φόνου του βουλευτή της ΕΔΑ Γ. Τσαρουχά μέσα στο λεωφορείο του Ερυθρού Σταυρού που τον μετέφερε για νοσηλεία στο Νοσοκομείο ύστερα από ξύλο «που ‘φαγε» από χωροφύλακες προηγουμένως και για βαριές σωματικές βλάβες, τον οποίο και τραυμάτισαν σοβαρά (επικίνδυνες σωματικές βλάβες), σε βαθμό κακουργήματος.


γ. Ακολουθεί η κατηγορία κατά αξιωματικών της χωροφυλακής για παράβαση καθήκοντος που δεν έλαβαν μέτρα εκ προθέσεως πρόληψης και σύλληψης δραστών κατά την αντισυγκέντρωση «αντιφρονούντων πολιτών» (δηλαδή παρακρατικών τραμπούκων τελούντων υπό τις διαταγές αξιωματικών χωροφυλακής) μετά τη δολοφονία.


δ. Και η τέταρτη κατηγορία ήταν «για την αντισυγκέντρωση των αντιφρονούντων» εναντίον του Γρ. Λαμπράκη και άλλων ομιλητών και των Ειρηνιστών της Θεσσαλονίκης.


Και τις τέσσερες δικογραφίες ο Εισαγγελέας τις κατηύθυνε με την ένδειξη «να συσχετιστεί» τη μια με την άλλη προς τον ίδιο ανακριτή.


Δεύτερον. Οπότε ανεβαίνει ο Κων. Κόλλιας εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στη Θεσσαλονίκη και στο Γραφείο του Εισαγγελέα Εφετών Μανδραπήλια, σε σύσκεψη που καλεί, (παρόντων Εισαγγελέα Πρωτοδικών και Ανακριτή) ζητάει από τον ανακριτή τον χωρισμό των τεσσάρων δικογραφιών που είχαν ενωθεί σε μία, και ιδίως εκείνην που αφορά τους αξιωματικούς της χωροφυλακής, διατυπώνοντας την άποψη ότι εσκοπείτο στραπατσάρισμα και όχι θανατηφόρο αποτέλεσμα. Και φέρεται να συναινεί στον χωρισμό ο Ανακριτής. Φεύγοντας δε ο Κ. Κόλλιας ικανοποιημένος που πέτυχε προς στιγμήν στην προσπάθειά του αναμένει στην Αθήνα την εκτέλεση της εντολής του! Πλην εις μάτην! Από τη Θεσσαλονίκη δημοσιεύονται μαύρα μαντάτα.


Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Δημήτριος Παπαντωνίου, όταν αποχώρησαν από το γραφείο του Εισαγγελέα Εφετών και έμειναν μόνοι, (ανακριτής και εισαγγελέας) απευθυνόμενος στον κ. Σαρτζετάκη του είπε: «Χρήστο, μην επιχειρήσεις χωρισμό με έγγραφό σου, γιατί εγώ θα διαφωνήσω να μη μας ξεφύγουν οι δράστες της χωροφυλακής. Και βεβαίως θα την πάρεις τη διαφωνία στο συμβούλιο Πλημμελειοδικών (Πρόεδρος Πρωτοδικών ο Διαμαντάκος σύγγαμβρος του Παναγιώτη Κανελλόπουλου). Αλλά μην το κάνεις αυτό». Και προς τιμήν του ο κ. Σαρτζετάκης συγκατένευσε. Οπότε ύστερα από λίγες ημέρες ο κ. Κόλλιας αρχίζει τις πιέσεις από την Αθήνα. Υπήρξε δε αφόρητη συνέχεια τηλεφωνικών οχλήσεων. «Αλλα είπαμε κι άλλα κάνετε» ­ «γιατί προφυλακίσατε τον Καπελώνη» ­ «γιατί δεν κλείνετε τη δικογραφία». «Πότε επιτέλους θα τελειώνετε με την Υπόθεση Λαμπράκη» ­ «Εξηπατήσατε τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κ. Σαρτζετάκη».


«Και τι είναι τέλος πάντων τα περί εμποδίων εις το έργο και ποίαι τέλος πάντων είναι αυταί αι αόρατοι δυνάμεις; Γιατί προέβητε σε προφυλακίσεις αστυνομικών της χωροφυλακής;» ­ «Διά των ενεργειών σας», κ. Ανακριτά, «πλήττετε τον πολιτειακόν οργανισμόν» και άλλα. (Βλέπετε την κατάθεση Χρ. Σαρτζετάκη στη «Δικηγορική Γνώμη» ­ Φύλ. 44-46, σελ. 6 ­ Σεπτέμβριος 1964). Πάντα ταύτα δέχθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας ως λαβόντα χώραν.


Ο δεύτερος ισχυρισμός του κ. Κόκκινου


«Με την τελευταία απόφαση (υπ’ αριθμ. 8/98) της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με αφορμή την αποδοκιμασία κάποιας μη αμετάκλητης απόφασης ποινικού δικαστηρίου από τον κ. υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος ­ ούτε λίγο ούτε πολύ ­ ζήτησε δημόσια συγγνώμη για την καταδίκη κάποιου χρήστη για εμπορία ναρκωτικών, κρίθηκε με ψήφους 43 κατά 7 ότι η επίκριση δικαστικής αποφάσεως από τον υπουργό Δικαιοσύνης σε εκκρεμή υπόθεση απαγορεύεται, γιατί συνιστά «ανεπίτρεπτη κατά το Σύνταγμα υπεισέλευση στη δικαιοδοτική κρίση του δικαστηρίου, αφού μπορεί να εκληφθεί ως απόπειρα επηρεασμού των μελλόντων να κρίνουν δικαστών».


»Συντάχθηκε, δε, η ολομέλεια με την πρόταση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά την οποία, η έναντι της εκτελεστικής εξουσίας ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών έχει την έννοια απαγόρευσης πάσης επέμβασης της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει τους δικαστές στη διαμόρφωση της δικαιοδοτικής κρίσης συγκεκριμένης υποθέσεως, στην εκδίκαση της οποίας μετέχουν ή πρόκειται να μετάσχουν. Παρά την απόφαση αυτή, ο κ. υπουργός δεν δίστασε να προβεί στις παραπάνω άκομψες δηλώσεις και ενέργειες, σε απάντηση δε της γνωμοδοτήσεως της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, όπως έγινε γνωστό, σχεδιάζει να καταργήσει την αρμοδιότητα της ολομέλειας να γνωμοδοτεί σε θέματα λειτουργίας των δικαστηρίων».


Απάντηση:


Αυτός ο ισχυρισμός, κ. Διευθυντά, πέραν του γεγονότος ότι είναι ψευδής και συκοφαντικός είναι και ανυπόστατος «ερειδόμενος επί ψευδούς προϋποθέσεως» που λέμε στα νομικά, γιατί ουδέποτε κάτι τέτοιο διατυπώθηκε. Και αποτελεί το όλο θέμα κατασκεύασμα, δεν θέλω να ειπώ εκ προθέσεως. Εξ αμελείας, ναι. Γιατί ουδέποτε αναφέρθηκα σε απόφαση δικαστηρίου την οποία τάχα έψεξα. Και σ’ ολόκληρη τη διαδρομή μου στον δημόσιο και επαγγελματικό νομικό βίο, είναι γνωστό, ότι υπερασπίστηκα προφορικώς και εγγράφως, ως νομικός, την κριτική των αποφάσεων, των αμετάκλητων αποφάσεων και όχι αποφάσεις επί εκκρεμούς δίκης. Πολλά τα σχόλιά μου με το «και οι κρίνοντες κρίνονται». Και πολλά τα άρθρα μου ότι «ο δικαστής πρέπει να διατηρεί ανεξαρτησία γνώμης έναντι πάντων» (εσωτερικά και εξωτερικά), υπακούων μόνο στο σύνταγμα, στον νόμο και στη συνείδησή του. Και ότι παρά ταύτα ο δικαστής δεν μπορεί και να ασυδοτεί, δεν μπορεί να είναι ασύδοτος!


Το αληθές δε σχετικά με την υπόθεση Πουρσανίδη, είναι ότι όταν το δικαστήριο δεν δέχθηκε την αυτοδύναμη απεξάρτησή του, γιατί αυτό το είδος δεν το λέει (Ο νόμος θέλει την απεξάρτηση με εξωτερικά μέσα θεραπείας και θεραπευτικές ελεγχόμενες δυνάμεις και βεβαίωση μόνο από κρατικό νοσοκομείο ή από θεραπευτική κοινότητα και οπωσδήποτε πιστοποίηση Ιατροδικαστή), κλήθηκα ν’ απαντήσω στη Βουλή ­ δέχθηκα κοινοβουλευτική κριτική στη Βουλή ­ μ’ ερώτηση συναδέλφου βουλευτή. Τι έκαμε ή δεν έκαμε ο Υπουργός και ο Πουρσανίδης είναι ακόμη στη φυλακή. Και εκεί, διότι δεν είχαμε επιτύχει την κατάθεση τροπολογίας η οποία να επιλύει το θέμα, ότι αρκεί και η αυτοδύναμη απεξάρτηση, λόγω νομικών κωλυμάτων, είπα «δεν προφθάσαμε. Να ζητήσω συγγνώμη από τον ίδιο, από την οικογένειά του, από το κοινοβούλιο; Που ολόκληρο ζήτησε τη λύση του δράματος; Να ζητήσω». Αυτό λένε τα πρακτικά της Βουλής, έχουν δημοσιευθεί αυτά τα πρακτικά ολόκληρα στο «Ποντίκι», βεβαιώνεται δε αυτό το γεγονός πολλαπλώς. Συνεπώς οι ενασχοληθέντες και ταχθέντες με το αυτονόητο, στη γνωστή συνεδρίαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (Διάβημα γι’ αυτό έκαμε στο Υπουργείο μου ο κ. Εβερτ, πρώην πρόεδρος της Ν.Δ.) είπαν μεν τα σωστά, αλλά δεν μπορεί να τα φορτώνουν σε αθώο. Και δεν είδα και καμία δημόσια αυτοκριτική κατόπιν έστω και από έναν από τους ενασχοληθέντες και καταγαγόντες «νίκην λαμπράν» κατ’ ανυπάρκτου στόχου.


Τρίτος συκοφαντικός ισχυρισμός


«Η κατάσχεση, όμως, κάποιων φακέλων του αρχείου του υπουργείου Δημόσιας Τάξης από τους αρμόδιους εισαγγελείς, στα πλαίσια σχετικής προκαταρκτικής εξέτασης, για την επιβεβαίωση ή διάψευση επίσημης καταγγελίας τέλεσης εγκλημάτων, δηλαδή μιας καθ’ όλα νόμιμης ενέργειας της πρώτης εισαγγελίας της χώρας, η οποία είναι ενδεχόμενο να αποτελέσει απαρχή καθάρσεως, αντί να χειροκροτηθεί και επαινεθεί από όλους, επικρίνεται και ψέγεται από επίσημα χείλη.


»Ο μεν υπουργός Δημόσιας Τάξης, τους υφισταμένους τους οποίους αφορά κατ’ αρχήν η ενεργούμενη προκαταρκτική εξέταση, εμφανίσθηκε ως ενοχλημένος, γιατί οι εισαγγελείς δεν τον ενημέρωσαν.


»Ο δε υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος έχει και την πολιτική κάλυψη του θεσμού της Δικαιοσύνης, αλλά και το δικαίωμα του πειθαρχικού ελέγχου των λειτουργιών της, που τον υποχρεώνει να είναι άκρως αντικειμενικός και προσεκτικός, για να μην παρεξηγηθεί, δεν δίστασε να χαρακτηρίσει με δηλώσεις του την ενέργεια της εισαγγελικής αρχής ως «άκομψη» αρχικώς και ως «παράνομη», στη συνέχεια.


»Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι η εισαγγελική ενέργεια αποκαλύπτει την προσπάθεια της εισαγγελικής αρχής, να εμφανισθεί ως «υπερκείμενη» έναντι της Αστυνομίας και ότι «δεν θα επιτρέψει ποτέ μια τέτοια εντύπωση» (sic)».


Απάντηση:


Παραθέτω, κ. Διευθυντά, τις σχετικές δηλώσεις μου, πάνω στο θέμα της «εισβολής» ή του «ντου των εισαγγελέων στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως» όπως έγραψε σύμπας, σχεδόν, ο Τύπος με ανάλογους τίτλους, ώστε στην κοινή γνώμη να εμφανισθεί μια εισαγγελική επιχείρηση πέραν των προθέσεων των δύο εισαγγελέων, η οποία ενέργεια όπως εμφανίσθηκε δεν ήρεσε στη νομική κοινή γνώμη, η οποία δεν θέλει συγκρούσεις αλλά συνεργασία των κρατικών υπηρεσιών για να βγουν καλά αποτελέσματα όσον αφορά την πάταξη της διαφθοράς, όπου υπάρχει!


Και εξηγηθήκαμε σαφώς γιατί η ενέργεια υπήρξε άκομψη αν επρόκειτο περί έρευνας που αφορούσε αστυνομικούς ή υπαλλήλους του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως και παράνομη αν αφορούσε υπουργό γιατί καταστρατηγείται έτσι ο νόμος «περί ποινικής ευθύνης υπουργών», ο οποίος άλλα ορίζει και δη ότι πάσα καταγγελία αποκάλυψη αδικήματος εξ οιασδήποτε πηγής ή προελεύσεως διαβιβάζεται στον πρόεδρο της Βουλής ως μόνον αρμόδιον να κινήσει την περαιτέρω διαδικασία πότε και πώς.


Τέταρτος συκοφαντικός ισχυρισμός


«Και ωσάν να μην αρκούσαν όλα αυτά, για να καταδειχθεί πώς εννοεί η σημερινή πολιτική εξουσία την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, δεν απέκρυψε την προσπάθειά του να μην επεκταθεί η έρευνα σε πράξεις των συναδέλφων του, και διέταξε πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για να εξετάσει και αναφέρει, αν η παραπάνω έρευνα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών ήταν σύννομη.


«Και τούτο, ενώ διεξάγεται ακόμη η προκαταρκτική εξέταση της Εισαγγελίας Πρωτοδικών, και επομένως η υπουργική ενέργεια είναι δυνατόν να την επηρεάσει. Η δε Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, με τη σειρά της, αντί να αντιδράσει στο επιλήψιμο αυτό έγγραφο του υπουργού, χωρίς να ζητήσει εξηγήσεις από τους εισαγγελείς, έσπευσε να καθησυχάσει τον υπουργό Δικαιοσύνης, ότι η εισαγγελική έρευνα δεν αφορά τον κ. υπουργό Δημόσιας Τάξης. Κατόπιν τούτου δε, ο υπουργός Δικαιοσύνης υπερηφάνως εξέφρασε την ικανοποίησή του! Ορισμένως, έχουμε χάσει εντελώς την αίσθηση του τραγικού, αλλά και του γελοίου».


Απάντηση:


Τώρα για ποιον έχει χαθεί η αίσθηση του τραγικού και του γελοίου επαφίεται αυτό στην έμφρονα κρίση του νομικού κόσμου και της λαϊκής κοινής γνώμης. Μόνος εκτεθειμένος παραμένει ο αμετροεπής και βιαστικός και «νευρικά» αποφασίζων και γράφων κ. Κόκκινος. Οπως και τότε στη Δίκη του Ειδικού Δικαστηρίου.


Απέστειλα, όταν ο Τύπος ασχολήθηκε με το θέμα, κατά καθήκον παραγγελία προς εξέταση των συμβάντων και των συμβαινόντων. Και οι Εκθέσεις των Εισαγγελικών λειτουργών εβεβαίωσαν τα νόμιμα. Και κατά λειτουργικό καθήκον προς προστασία του κύρους των Εισαγγελικών αρχών και ενεργειών δημοσίως έλαβα θέση. Την προσήκουσα θέση! Υστερα από τις υπεύθυνες και τεκμηριωμένες βεβαιώσεις των Υπευθύνων Εισαγγελικών λειτουργών. Ως ακολούθως:


«Η ενέργεια του κ. Εισαγγελέα είναι μέσα στα πλαίσια της λειτουργίας, της συνεργασίας των κρατικών υπηρεσιών, οι οποίες εκ του συντάγματος και των νόμων του κράτους πρέπει να συνεργάζονται ανάλογα με τις συνθήκες που επιβάλλει ο τρόπος συνεργασίας για την κάθε περίπτωση. Εδώ πρόκειται περί δεοντολογικής καθ’ όλα εισαγγελικής ενέργειας, η οποία τιμά τον εισαγγελέα, την εισαγγελία και τη δικαιοσύνη.


»Είναι ακριβώς εκείνο που είπα από την αρχή όταν ο Τύπος έγραψε για «ντου», για «εισβολή» και για ενέργειες σε βάρος του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και του Υπουργού, ότι αυτή η ενέργεια καθόν τρόπο εγένετο στην αρχή δεν ήταν κομψή.


»Απονέμονται συγχαρητήρια στον κ. Εισαγγελέα και στον προϊστάμενο της Εισαγγελίας για τη λειτουργική καθ’ όλα άψογη αυτή ενέργεια.


»Η κυβέρνηση το δήλωσε ευθύς εξαρχής στηρίζει τις ενέργειες των εισαγγελέων για πάταξη της διαφθοράς, για την αντιμετώπιση και αποδιάλυση διαφόρων κυκλωμάτων που αφορούν το οργανωμένο έγκλημα, τη διακίνηση και εμπορία των ναρκωτικών, την τοκογλυφία και τα εγκλήματα εκείνα που μαστίζουν την ελληνική κοινωνία».


Τα περί Σουλτάνου και ποιος λειτούργησε ως Σουλτάνος στη δικαστική του σταδιοδρομία ως Προϊστάμενος του Πρωτοδικείου, ανελθών δε στον Αρειο Πάγο και ως Πρόεδρος αυτού κ. Βασίλειος Κόκκινος. Και τα υπόλοιπα σε άλλη συνέχεια.


«Μιμούμενος, έτσι, τον σουλτάνο, λέει ο κ. Κόκκινος, εκείνο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο οποίος όταν πληροφορήθηκε ότι οι πολίτες της επικρίνουν τις ενέργειές του στα καφενεία, έσπευσε να τα… κλείσει!


»Σήμερα, δυστυχώς, δεν παρατηρείται καμιά ευαισθησία κατά του αυταρχικού και αλαζονικού τρόπου με τον οποίον η εκτελεστική εξουσία συμπεριφέρεται προς τη Δικαστική.


»Ούτε από τον Τύπο, οι περισσότεροι λειτουργοί του οποίου έχουν ως μόνιμη επωδό τη δήλωση, ότι θεωρούν τον κ. Ρωμαίο ανώτερο πάσης υποψίας, μεταβαλλόμενοι με τον τρόπο αυτό σε αυτόκλητους δικαστές.


»Ούτε από τον Πρωθυπουργό της χώρας, παρ’ όλον ότι δήλωσε ότι «όποιος έχει στοιχεία να απευθυνθεί στην εισαγγελία» ­ προδήλως γιατί μεταξύ των στοιχείων αυτών δεν εννοεί και εκείνα που ανευρίσκονται με εισαγγελικές έρευνες. Ούτε από τους δικηγορικούς συλλόγους του κράτους, που άλλοτε έδιδαν μάχες για την προάσπιση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. (Στη φαντασία του κ. Κόκκινου παρουσιάστηκε παραβίαση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης τώρα). Ούτε από τους καθηγητές των νομικών σχολών. (Για ποιο λόγο, κ. Κόκκινε;) Ούτε από τους εξ αυτών συστηματικούς και τακτικούς σχολιαστές της επικαιρότητας. (Επί τίνι αιτία;) Ούτε τέλος από τους εκπροσώπους της Ενώσεως Δικαστών και Εισαγγελέων. (Εδώ γελάνε! Οι δικαστές γνωρίζουν καλύτερα τα δικαστικά πράγματα από εκείνον).


»Ισως γιατί φοβούνται τις εκρήξεις της γαλατικής ευγένειας του κ. Γιαννόπουλου, ή την αναμόχλευση του περιεχόμενου των «κιταπίων» του. (Μόνο οι ένοχοι και οι βιαστές της νομιμότητας στη διοίκηση της δικαιοσύνης του ΑΔΣ τουτέστιν). Ισως, γιατί η φιλοδοξία, όπως είπε ο Ανατόλ Φρανς, είναι όπως η πείνα. Υπακούει μόνο στις ορέξεις της, και πουθενά αλλού» (Λίαν παράξενο ότι ο κ. Κόκκινος διαβάζει λογοτεχνία).


Κύριε Διευθυντά,


Για τον κ. Κόκκινο ισχύει η σοφή λαϊκή παροιμία «Εκεί που μας χρωστούσαν μας ζητάνε και το βόιδι». Παράδειγμα προς αποφυγήν η διέλευσή του από την προεδρία του Αρείου Πάγου.


Τα περί σουλτάνου και σουλτανάτων ταιριάζουν απολύτως στον ίδιο τον κ. Κόκκινο και στη δικτατορική και φασιστική του νοοτροπία και συμπεριφορά που ασκήθηκε από τον ίδιο όταν χρημάτισε προϊστάμενος του Πρωτοδικείου Αθηνών και Πρόεδρος του Αρείου Πάγου. (Το πώς και γιατί επιλέχθηκε στη θέση αυτή και τι συνέβη στο υπουργικό συμβούλιο που επιλέχθηκε αντ’ αυτού ο κ. Γρίβας και ακολούθησε την επόμενη χρονιά ο κ. Κόκκινος είναι τούτο μια πρωτότυπη και διασκεδαστική ιστορία).


Αναφέρομαι κυρίως στις υπ’ αριθμ. 13/1991, 9/1992 και 10/1992 αποφάσεις των Ολομελειών του Αρείου Πάγου, τις οποίες προκάλεσε και αφορούν τη θέση του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης εναντίον των Δικηγόρων και του Δικηγορικού Σώματος. Ονειδος η πρόταση για την τροποποίηση της νομοθεσίας σε βάρος των Δικηγόρων και του Δικηγορικού Σώματος, η οποία δεν αποτολμήθηκε από την κυβέρνηση της Ν.Δ.


Συνεχίζω, για τον κ. Κόκκινο, όσον αφορά το δικαστικό σώμα και το φασιστικό κείμενο, που απηύθυνε στο προεδρείο του Πανελλήνιου Συνεδρίου των Δικηγορικών Συλλόγων του Κράτους, που με το περιεχόμενό του αρνείται την κριτική που ασκήθηκε εκ μέρους του εκπροσώπου του ΠΑΣΟΚ και πρώην προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και αφορούσε την πρακτική μιας μικρής μειοψηφίας ­ μικρής ομάδας «που πολλοί τη λένε κάστα». Και κάτω από το οποίο παρατίθενται οι υπογραφές των λειτουργούντων τότε στον Αρειο Πάγο, και το οποίο παρατίθεται στο τέλος.


Με την επιχείρηση επίσης «κατ’ εντολήν του» ­ ναι κατ’ εντολήν του ­ κίνηση διαδικασίας προς επίτευξη άσκησης ποινικής διώξεως σε βάρος μου, η οποία…«ηυδοκίμησε» μεν μέχρι του σημείου να ζητηθεί η άρση της ασυλίας μου από τη Βουλή. Αλλά η σχετική διάταξη της περιύβρισης αρχής καταργήθηκε στο μεταξύ από τον Ποινικό μας Κώδικα ύστερα από τη διαστρέβλωση της σημασίας του σχετικού άρθρου από τον κ. Κόκκινο (πέρα βέβαια από την πανηγυρική απόρριψη από τη Βουλή άρσης της ασυλίας γιατί αφορούσε κριτική η περικοπή της ομιλίας μου εκείνης). Και με την εντολή του κινήθηκαν και οι λειτουργούντες δικαστικο-εισαγγελικές Ενώσεις με κείμενο αποδοκιμασίας, για να πάρει και να πάρουν όλες οι ενώσεις καυστική και καταδικαστική την απάντηση.


Σήμερα παραδίδεται στη δημοσιότητα μόνο το γράμμα προς το Προεδρείο του Δικηγορικού Συνεδρίου.


Ο κ. Κόκκινος βαρύνεται με άσκηση τρομοκρατίας που ήσκησε κατά Δικαστών και Εισαγγελέων καθώς και με το γεγονός ότι «προήδρευσε παρανόμως στο Ειδικό Δικαστήριο, του άρθρου 86 του συντάγματος», που ναι μεν, κατά το γράμμα του νόμου, τούτο προεδρεύεται από τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου, πλην οι δώδεκα αρεοπαγίτες και πρόεδροι Εφετών που το συγκροτούν και που προέρχονται από κλήρωση ενώπιον της Βουλής από κατάλογο στον οποίο περιλαμβάνονται μόνο εκείνοι που είναι διορισμένοι πριν από την κατηγορία που θα δικάσουν. Και αφού συνεπώς ο Δικαστής πρέπει να είναι διορισμένος προ της εγέρσεως της κατηγορίας πολύ δε περισσότερο ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, ο οποίος εν προκειμένω διορίστηκε πρόεδρος 2 χρόνια μετά την κατηγορία και επιλέχτηκε ακριβώς για να δικάσει και να καταδικάσει πλην δεν το πέτυχε. «Υπήρξαν δικαστές εν Αθήναις» στην πλειοψηφία τους! Επίσης βαρύνεται με το ότι: Υπερπήδησε κατά την προαγωγή του σε αρεοπαγίτη κάπου 15 συναδέλφους του. Υπερπήδησε επίσης κατά την προαγωγή του στην προεδρία του Αρείου Πάγου 8 προηγουμένους του εκ των οποίων 6 ήσαν αντιπρόεδροι.


Κι έρχομαι στα του Ειδικού Δικαστηρίου. Απετέλεσε όνειδος η συμπεριφορά του στο Ειδικό Δικαστήριο. Του κακοφάνηκε το ξεσκέπασμα της σκευωρίας, καθώς και η αποτυχία ­ σε συνεργασία με τον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης ­ να υποδεχθούν τον Κοσκωτά, φιλοξενούμενο σε «σουίτα» του κτιρίου της Αστυνομίας να καταθέσει και να ξαναφύγει για την Αμερική. Είπε σε συνέντευξή του σχετικά με τη δίκη της ντροπής, ή κατά το «χρονικό της ντροπής» (όπως είπε ο Κ. Μητσοτάκης) ότι «ο κ. Γιαννόπουλος με πολέμησε λυσσαλέα για να επιτευχθεί το αποτέλεσμα το οποίον επετεύχθη».


Κατά παράβαση του Κώδικα Δικονομίας επέτρεψε την τηλεόραση στην αίθουσα του δικαστηρίου για να μας συντρίψουν και του βγήκε μπούμερανγκ, διότι δόθηκε η ευκαιρία να συγκροτήσει κάθε πολίτης, άντρας και γυναίκα δική του δικανική πεποίθηση της αθωότητας του προέδρου μας Ανδρέα Παπανδρέου. Μας πήγατε σε δίκη, κ. Κόκκινε, για να μας διαλύσετε. Και αποτύχατε. Αποτυχίαν οικτράν υπέστητε. Φέροντάς μας ο Λαός και πάλι στην εξουσία με 47% τον Οκτώβριο 1993, το πόσο βοηθήσατε σε τούτο δεν περιγράφεται.


Και να κλείσω επί του παρόντος, κ. Διευθυντά, το παρόν για τον κ. Κόκκινο με το του λαού: «Δάσκαλε που δίδασκες και νόμον δεν εκράτεις».


Και με τις Ευχαριστίες μου για τη φιλοξενία.


ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ


…Διερωτώμαι μήπως έχει χαθεί το αίσθημα της ηθικής ευθύνης…



Από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Παναγιώτη Δημόπουλο «Το Βήμα» έλαβε και ευχαρίστως δημοσιεύει την επιστολή που ακολουθεί και η οποία αποτελεί απάντηση σε άρθρο του επιτίμου Προέδρου του Αρείου Πάγου κ. Β. Κόκκινου.


Κύριε Διευθυντά,


Στο φύλλο της 12ης Ιουλίου της εφημερίδας σας, στη στήλη «Γνώμες», καταχωρείται γνώμη του επιτίμου Προέδρου του Αρείου Πάγου κ. Κόκκινου σχετική με την πρόσφατη κατάσχεση από εισαγγελικούς λειτουργούς εγγράφων που φυλάσσονταν στα αρχεία του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης.


Ο κ. Κόκκινος, αφού επικρίνει τον κ. Υπουργό Δικαιοσύνης για δηλώσεις του και διότι διέταξε πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για να εξετάσει αν η παραπάνω ενέργεια των εισαγγελικών λειτουργών ήταν σύννομη, προσθέτει: «Η δε Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, με τη σειρά της, αντί να αντιδράσει στο επιλήψιμο αυτό έγγραφο του Υπουργού, χωρίς να ζητήσει εξηγήσεις από τους Εισαγγελείς, έσπευσε να καθησυχάσει τον Υπουργό Δικαιοσύνης ότι η εισαγγελική έρευνα δεν αφορά τον κ. Υπουργό Δημόσιας Τάξης. Κατόπιν τούτου δε, ο Υπουργός Δικαιοσύνης υπερηφάνως εξέφρασε την ικανοποίησή του! Ορισμένως, έχουμε χάσει εντελώς την αίσθηση του τραγικού, αλλά και του γελοίου». Οι επικρίσεις του κ. Κόκκινου, καθόσον αναφέρονται και στο πρόσωπό μου, οικοδομούνται επί αναληθών δεδομένων.


Η αλήθεια είναι άλλη, η εξής: Η εκ μέρους των εισαγγελικών λειτουργών κατάσχεση των φακέλων στα αρχεία της διεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας άρχισε το πρωί της Παρασκευής (26.6) και περατώθηκε περί την 2α μεσημβρινή ώρα της ίδιας ημέρας. Της υπηρεσιακής αυτής ενεργείας των εισαγγελικών λειτουργών έλαβα γνώση από τα ΜΜΕ τις βραδινές ώρες της ίδιας ημέρας. Μεσολάβησαν οι αργίες του Σαββάτου και Κυριακής κατά τις οποίες τα ΜΜΕ προέβαλαν ευρύτατα το ζήτημα, έλαβον δε και θέσεις, με δηλώσεις τους, οι κκ. Υπουργοί Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, καθώς και άλλοι παράγοντες της δημόσιας ζωής της χώρας.


Το πρωί της Δευτέρας (29.6), αμέσως μόλις έφθασα στο γραφείο μου, εξ ιδίας πρωτοβουλίας και για να ενημερωθώ υπεύθυνα, κάλεσα τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών κ. Κολιοκώστα και τους διενεργήσαντες την κατάσχεση εισαγγελικούς λειτουργούς κκ. Γεράκη και Παναγιωτόπουλο. Μετά την ενημέρωσή μου, περί την 11ην πρωινή ώρα, στους αναμένοντες δημοσιογράφους δήλωσα ότι από την ενημέρωση που είχα κατέληξα στην εκτίμηση ότι η ενέργεια των εισαγγελικών λειτουργών ήταν κατά πάντα νόμιμη και εντός του πλαισίου των υπηρεσιακών καθηκόντων τους, τη δήλωσή μου δε αυτή επανειλημμένως μετέδωσαν τα ΜΜΕ. Περί τη 2α μεσημβρινή ώρα της ίδιας ημέρας και ενώ από της 11ης πρωινής, με τις δηλώσεις μου, είχα πλήρως καλύψει τους εισαγγελικούς λειτουργούς, χαρακτηρίζοντας την ενέργειά τους νόμιμη, έλαβα έγγραφη παραγγελία του κ. Υπουργού Δικαιοσύνης να διενεργήσω πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση και βάσει των στοιχείων αυτής ν’ αποφανθώ αν ήταν νόμιμη η ενέργεια των εισαγγελικών λειτουργών.


Τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης ανέθεσα στον αρχαιότερο Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Δωρή, ο οποίος διενήργησε και περαίωσε αυτήν την επόμενη ημέρα (30.6). Από την αξιολόγηση των δεδομένων της προκαταρκτικής εξέτασης κατέληξα στην εκτίμηση ότι η ενέργεια των εισαγγελικών λειτουργών ήταν απολύτως νόμιμη και την εκτίμησή μου αυτή εγνώρισα στον κ. Υπουργό Δικαιοσύνης με την από 2.7.98 έγγραφη αναφορά μου με την οποία ανακοίνωσα σ’ αυτόν ότι δεν άσκησα πειθαρχική αγωγή κατά των εισαγγελικών λειτουργών. Ούτε με την έγγραφη παραγγελία του ούτε άλλως πώς ο κ. Υπουργός Δικαιοσύνης έθεσε εις εμέ θέμα αν η εισαγγελική έρευνα αφορά και τον κ. υπουργό Δημόσιας Τάξης. Για τον λόγο αυτόν, στην προς τον κ. Υπουργό Δικαιοσύνης αναφορά μου, δεν «σπεύδω να τον καθησυχάσω» ότι η εισαγγελική έρευνα δεν αφορά τον κ. Υπουργό Δημόσιας Τάξης. Τώρα, αν ο κ. Υπουργός Δικαιοσύνης, όπως υποστηρίζει ο κ. Κόκκινος, «υπερηφάνως εξέφρασε την ικανοποίησή του» ότι η εισαγγελική έρευνα δεν αφορά τον κ. Υπουργό Δημόσιας Τάξης, αυτό δεν βαρύνει εμέ.


Από τη σειρά των γεγονότων καταφαίνεται ότι στη νόμιμη, κατά τα άρθρα 91 παρ. 3 εδάφ. β’ του Συντάγματος και 19 παρ. 1α, 99 παρ. 1α του Κώδικα Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, παραγγελία του κ. Υπουργού Δικαιοσύνης η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου αντέδρασε αμέσως και κατά τον προσήκοντα από τις περιστάσεις τρόπο και αφού προηγουμένως ζήτησε και έλαβε τις αναγκαίες εξηγήσεις από τους εισαγγελικούς λειτουργούς. Ο κ. Κόκκινος, λοιπόν, έσπευσε να συναγάγει συμπεράσματα και να επικρίνει την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου βάσει πραγματικών περιστατικών, την αναλήθεια των οποίων εύκολα μπορούσε να ελέγξει. Αλήθεια, με τη σειρά μου, διερωτώμαι: Μήπως έχει χαθεί το αίσθημα της ηθικής ευθύνης που πρέπει να διακρίνει κάθε παρεμβαίνοντα στα δημόσια πράγματα της χώρας;


Με τιμή


Παναγιώτης Δημόπουλος


Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου