Εξαιρετική ήταν η πορεία σχεδόν όλων των ταινιών που έκαναν πρεμιέρα στις αίθουσες την περασμένη Πέμπτη 19 Ιουλίου, αποδεικνύοντας ότι ο κινηματογράφος εξακολουθεί να παραμένει η πιο δημοφιλής μορφή διασκέδασης •ιδίως το καλοκαίρι και στα θερινά σινεμά.

Κατ’ αρχάς το αναμενόμενο. Η συνέχεια της «Mamma Mia!», το «Mamma Mia! Here we go again» είχε το μεγαλύτερο καλοκαιρινό άνοιγμα για το 2018. Το τεραήμερο που πέρασε περίπου 69.000 θεατές πήγαν στην ταινία του Ολι Πάρκερ, όπου κυριαρχούν οι όμορφες μελωδίες και τα τραγούδια των ΑΒΒΑ χάρη στα οποία η «Mamma Mia!» γεννήθηκε πρώτα στο θεάτρο και αργότερα στον κινηματογράφο.

Ενώ όμως θα περίμενε κανείς ότι η δεύτερη «Mamma Mia!» θα μονοπωλούσε το ενδιαφέρον του κοινού, κάτι τέτοιο δεν έγινε. Το βράδυ της Κυριακής το Σινέ Ψυχικό ήταν πλήρες στην προβολή της ρομαντικής, ευαίσθητης ταινίας της Ιζαμπέλ Κοϊξέ «Το βιβλιοπωλείο της κυρίας Γκριν» που σε πολύ λιγότερες αίθουσες (20 σε όλη την Ελλάδα) κατάφερε να ξεπεράσει τα 5.000 εισιτήρια.

Ομως η πραγματική έκπληξη βρίσκεται αλλού. Βρίσκεται στα 999 εισιτήρια που «έργαψε» το περασμένο τετραήμερο το κοντέρ της ταινίας «Ο 20ός μου αιώνας» της Ιλντικο Ενιέντι σε μία μόνον οθόνη, της «Ριβιέρας» στα Εξάρχεια. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι μια ουγγρική ταινία του 1989, ασπρόμαυρη και όχι κλασικής αφήγησης θα πήγαινε τόσο καλά μέσα στο κατακαλόκαιρο.

Συν τοις άλλοις, ο «20ός μου αιώνας» έχει αυτό που η κινηματογραφική πιάτσα αποκαλεί «αέρα». «Κατά ένα περίεργο τρόπο, η κυριαρχία του «Μάμα Μία» βοηθάει τον «20ό μου αιώνα», γιατί είναι ένα φιλμ ακριβώς στον αντίποδα του μπλοκμπάστερ και υπάρχουν πάντα θεατές που θέλουν κάτι διαφορετικό» είπε ο διανομέας της ταινίας Βασίλης Κωνσταντόπουλος (Carousel Films).

Μόνο που το πρόβλημα σε αυτόν τον χώρο (και όχι μόνον σε αυτόν τον χώρο) ήταν πάντα η εμπιστοσύνη απέναντι στο διαφορετικό αλλά και η υποστήριξή του. Αν δεν ήταν λοιπόν η τόλμη κάποιων αιθουσαρχών όπως εν προκειμένω η Πέγκυ Ρίγγα του «Ριβιέρα» να εμπιστευθούν τον άγνωστο τίτλο μιας καλής ταινίας, να ρισκάρουν και να προτείνουν διαφορετικότητα μπροστά στη μαζική κατανάλωση, τότε ταινίες όπως ο «20ός μου αιώνας» δεν θα έβγαιναν ποτέ στις αίθουσες.

Συχνά λέμε ότι όλα χρειάζονται.

Οταν έρχεται ή ώρα όμως, πόσοι στ’ αλήθεια είναι ετοιμοι να τα στηρίξουν όλα;