Η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στις 11 Ιουλίου στις Βρυξέλλες είναι ίσως η κρισιμότερη από όσες έχουν γίνει από τότε που ιδρύθηκε η Βορειοατλαντική Συμμαχία. Διότι ακριβώς θα κρίνει αν η διατλαντική αυτή συνεργασία έχει μέλλον μετά τις γνωστές και συνεχώς επαναλαμβανόμενες αιτιάσεις κατά των Ευρωπαίων του αμερικανού προέδρου, ο οποίος, όπως έδειξε και στην πρόσφατη συνάντηση του G7, δεν διστάζει να έλθει σε ανοικτή ρήξη με αυτούς προκειμένου να στηρίξει την εθνικολαϊκιστική θεωρία του «Αmerica first». Το γεγονός μάλιστα ότι αποφάσισε να συναντηθεί λίγες ημέρες αργότερα με τον πρόεδρο Πούτιν, χωρίς να έχει προηγουμένως συνεννοηθεί με τους συμμάχους του, αποτελεί μια ακόμη απόδειξη για την ωμή περιφρόνησή του απέναντι στις διεθνείς συνεργασίες. Μετά και την αποχώρησή του από τη Συμφωνία για το Κλίμα, τη συμφωνία με το Ιράν, τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου και την επιβολή των δασμών.
Η εμφανής απαξίωση της Ευρωπαϊκής Ενωσης την οποία επιχειρεί ο ανεκδιήγητος Ντόναλντ Τραμπ έρχεται, δυστυχώς, σε μια στιγμή που το ευρωπαϊκό εγχείρημα αντιμετωπίζει τεράστιες δυσκολίες, όπως φάνηκε τώρα με το εξαιρετικά σοβαρό πρόβλημα του Μεταναστευτικού, όπου δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τελικά επικράτησαν οι ακραίες θέσεις των ανερχόμενων ακροδεξιών και λαϊκιστικών κομμάτων της Ευρώπης. Θέσεις οι οποίες έρχονται σε ευθεία αντίθεση με το καλώς νοούμενο ευρωπαϊκό πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ των χωρών-μελών, καθώς προκρίθηκε η λογική του εθελοντισμού, όπου ο καθένας είναι ελεύθερος να εφαρμόζει ό,τι θεωρεί ότι δεν τον θίγει. Ετσι η υποχρεωτική κατανομή προσφύγων ανάμεσα σε όλες τις χώρες-μέλη ουσιαστικά ακυρώνεται. Το πιο ανησυχητικό όμως είναι ότι αν, όπως όλα δείχνουν, επικρατήσει η λογική του ό,τι θέλει κάνει ο καθένας, τότε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα τιναχθεί εκ των πραγμάτων στον αέρα. Τη στιγμή μάλιστα που όλες οι προτάσεις (με κύρια εκείνη του Εμανουέλ Μακρόν) για ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής ενοποίησης έχουν τεθεί στο περιθώριο.
Αν λοιπόν έχουμε ταυτόχρονα τη διάλυση της διατλαντικής συνεργασίας και τη διάλυση της ευρωπαϊκής ιδέας, τότε είναι βέβαιο ότι θα ζήσουμε το οριστικό τέλος μιας εποχής. Δηλαδή της μεταπολεμικής εποχής που είδε να δίνεται το βάρος στις διεθνείς συνεργασίες σε όλους τους τομείς, για να αποφευχθούν οι εθνικιστικοί ανταγωνισμοί που είχαν οδηγήσει την ανθρωπότητα στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα σε δύο Παγκοσμίους Πολέμους, κατά τη διάρκεια μίας γενιάς. Και είναι τώρα η αναβίωση των εθνικισμών αυτών, με την επικράτηση των γνωστών αυταρχικών λαϊκιστών και ακροδεξιών ηγετών, που απειλεί να ακυρώσει όσα θετικά είχαν έως σήμερα επιτευχθεί. Καθώς μάλιστα βρισκόμαστε μπροστά στο φάσμα ενός νέου οικονομικού πολέμου που συνειδητά επιδιώκει ο επικεφαλής των ηγετών αυτών με την εθνικιστική πολιτική προστατευτισμού που εγκαινίασε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ