Ενα βήμα καθοριστικής σημασίας για την αξιόπιστη επιστροφή της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές και την επάνοδό της σε πορεία οικονομικής σύγκλισης προς τις άλλες χώρες της ευρωζώνης αποτελεί η συμφωνία του Eurogroup για την ελάφρυνση του ελληνικού δημοσίου χρέους και το εποπτικό πλαίσιο που τη συνοδεύει. Η εκτίμηση αυτή καταγράφεται σε ανάλυση της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank για τις εξελίξεις στην ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος. Σε αυτήν τονίζεται ότι διασφαλίζεται πως το δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο «σε μεσοχρόνιο ορίζοντα»
Η προϋπόθεση
Διευκρινίζεται όμως πως είναι απαραίτητη προϋπόθεση «να εφαρμοσθούν πλήρως οι μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη νομοθετηθεί, οι οποίες παρέχουν μία ικανή βάση για βιώσιμη ανάπτυξη μέσω της προσέλκυσης επενδύσεων και δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας».
Οπως αναφέρεται στην ανάλυση, η συμφωνία του Eurogroup επικύρωσε την ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης, επιτρέποντας την εκταμίευση της τελευταίας δόσης ύψους 15 δισ. ευρώ, ενώ σημαντικό μέρος του ποσού αυτού ενισχύει το κεφαλαιακό απόθεμα (cashbuffer), το οποίο ανέρχεται πλέον στα 24,1 δισ. ευρώ, καλύπτοντας τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας για 22 μήνες μετά τη λήξη του Προγράμματος Προσαρμογής (Αύγουστος του 2018).
Βασικά στοιχεία
Σύμφωνα με την Alpha Bank δύο είναι τα βασικά στοιχεία της συμφωνίας.
Πρώτον, η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους σε μεσοχρόνιο ορίζοντα, δηλαδή η διασφάλιση ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας δεν θα υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ, αναμένεται να επιτευχθεί μέσω:
l Της επιμήκυνσης των λήξεων και των επιτοκίων λήξεως των δανείων του EFSF για 10 έτη, ξεκινώντας από το 2032.
l Της διατήρησης πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων οι οποίες έχουν συμφωνηθεί και δεν έχουν υλοποιηθεί ακόμα από την πλευρά της Ελλάδα.
l Της άρσης του περιθωρίου του κλιμακωτού σταθερού επιτοκίου (step-up) που είχε συνδεθεί με τα δάνεια του δευτέρου προγράμματος προσαρμογής.
l Της μεταφοράς των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων από τα χαρτοφυλάκια ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών (ANFA και SMP).
Τα δύο τελευταία μέτρα συνδέονται με την εφαρμογή συγκεκριμένων δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η ελληνική πλευρά.
Δεύτερον, η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους σε μακροχρόνιο ορίζοντα θα υποστηριχθεί κυρίως μέσω της επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 2,2% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο στην περίοδο 2023-2060. Επιπλέον, για τη διατήρηση των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας στο επίπεδο έως το 20% του ΑΕΠ, το Eurogroup συμφώνησε να ενεργοποιηθούν τα αντίστοιχα μέτρα μακροχρόνιου χαρακτήρα όπως είχαν ορισθεί τον Μάιο του 2016 (αναδιάρθρωση και περαιτέρω επιμήκυνση των ωριμάσεων), εφόσον αυτό κριθεί απαραίτητο.
Εξάλλου η Alpha Bank στην ανάλυσή της αναφέρει ότι «η χώρα θα βρίσκεται υπό καθεστώς ενισχυμένης επιτήρησης από τους εταίρους προκειμένου να διασφαλισθεί η απρόσκοπτη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και να παρακολουθούνται στενά οι οικονομικές και δημοσιονομικές εξελίξεις».

Πλεονάσματα
Σε κάθε περίπτωση για να παραμείνει σε τροχιά βιωσιμότητας το χρέος θα πρέπει η Ελλάδα να πετύχει αφενός υψηλά πλεονάσματα έως το 2060, αφετέρου ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης στο ίδιο διάστημα. Οι μακροοικονομικές προβλέψεις στις οποίες βασίστηκε και η απόφαση του Eurogroup αναλύονται στην έκθεση βιωσιμότητας (DSA) της Κομισιόν. Σε αυτήν περιέχονται δύο σενάρια, το βασικό και το δυσμενές, για την εξέλιξη του χρέους.
Στο βασικό διατυπώνεται η εκτίμηση πως το ονομαστικό ΑΕΠ θα αυξάνεται με μέσο ρυθμό 3% από το 2020 έως το 2060 και παράλληλα η Ελλάδα θα επιτυγχάνει πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο στο εξεταζόμενο διάστημα. Επίσης υπολογίζεται ότι τα συνολικάέσοδα από ιδιωτικοποιήσειςθα φθάσουν στα 14 δισ. μεταξύ του 2018 και του 2060.
Εφόσον επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί και αφού ληφθούν υπόψη τα μέτρα ελάφρυνσης που αποφασίστηκαν στο Eurogroup, η Κομισιόν προβλέπει ότι το χρέος θα ανέλθει το 2019 στο 177,5% για να υποχωρήσει στη συνέχεια στο 168,9% το 2020, στο 131,4% το 2030 και στο 96,8% το 2060. Οσον αφορά τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες, του χρόνου θα διαμορφωθούν στο 10,8% , το 2020 στο 9,4% , το 2030 στο 11,1% και το 2060 στο 19,8%.

Αβεβαιότητα
Πάντως επειδή οι στόχοι αυτοί είναι ιδιαίτερα φιλόδοξοι, η Κομισιόν σημειώνει πως «υπάρχει αβεβαιότητα γύρω από την ικανότητα (capacity) της ελληνικής κυβέρνησης, να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για πολλές δεκαετίες.Επιπλέον, υπάρχουνσημαντικοί κίνδυνοι επιδείνωσης του ΑΕΠ που σχετίζονται με τη γήρανση του πληθυσμού και τις τάσεις στη γενικότερη παραγωγικότητα».

Το δυσμενές σενάριο
Γι’ αυτό και στο DSA έχει συμπεριληφθεί και ένα δυσμενές σενάριο για το χρέος. Σε αυτό, η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ μειώνεται κατά 0,2% ετησίως σε σχέση με το βασικό σενάριο ως το 2060. Το δε πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να κινηθεί όπως και στο βασικό σενάριο ως το 2022 και μετά μειώνεται στο 1,5% κατά μέσο όρο έως το 2060. Με αυτά τα δεδομένα το χρέος αποκλιμακώνεται από το 179,7% του ΑΕΠ το 2019 στο 172,6% το 2020 και στο 149,8% το 2030. Από εκεί και πέρα μπαίνει σε μη βιώσιμή τροχιά με άνοδο στο 186,6% το 2050 και στο 234,8% το 2060. Ανάλογη είναι η εικόνα και για τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες, οι οποίες από το 18,1% του ΑΕΠ το 2030 αυξάνονται στο 28,2% το 2040 και εκτοξεύονται στο 53,3% το 2060.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ