Η επικείμενη αντικατάσταση των ομολόγων που εκδόθηκαν με την αναδιάρθρωση του χρέους το 2012 και λήγουν τη 20ετία 2023-2042 με τέσσερα ή πέντε νέα ομόλογα, ώστε να αυξηθεί η ρευστότητα και να μειωθεί το spread, φαίνεται να πιέζει τις αποδόσεις των ελληνικών τίτλων, οδηγώντας σε άνοδο τις τιμές τους. Ετσι το κόστος δανεισμού της Ελλάδας επέστρεψε στα επίπεδα του Δεκεμβρίου του 2009.
Είναι χαρακτηριστικό πως οι αποδόσεις του ελληνικού 10ετούς ομολόγου υποχωρούν στην περιοχή του 5,06%, σημειώνοντας μόνο το τελευταίο διήμερο πτώση κοντά στο 10% (όταν οι αποδόσεις των ομολόγων υποχωρούν, οι τιμές τους σημειώνουν άνοδο). Παράλληλα, οι αποδόσεις του ελληνικού 2ετούς ομολόγου βρέθηκαν στην περιοχή του 2,89%, του 5ετούς στο 4,3%, ενώ του 25ετούς υποχωρεί κάτω από το 6% για πρώτη φορά ύστερα από τριάμισι χρόνια. Οι αποδόσεις αυτές είναι σαφώς καλύτερες από εκείνες που σημείωσαν οι ελληνική τίτλοι λίγο πριν από τη δοκιμαστική έξοδο της Ελλάδας στις αγορές το καλοκαίρι, όπου και τότε είχε προηγηθεί σημαντική αποκλιμάκωση των spreads.
Από την άλλη πλευρά, ευκαιρίες στις ομολογιακές αγορές παγκοσμίως θα είναι δύσκολο να βρεθούν τα επόμενα χρόνια, απόρροια και της επερχόμενης μείωσης των ισολογισμών των κεντρικών τραπεζών που «έκοψαν» σχεδόν 15 δισ. ευρώ «δωρεάν» χρήμα για να στηρίξουν τις οικονομίες μετά την κρίση του 2008, αλλά και της συνέχισης της ανόδου κυρίως των αμερικανικών επιτοκίων.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί πως η ελληνική αγορά είναι ρηχή, αφού ελληνικά ομόλογα μόλις 40 δισ. ευρώ από τα συνολικά 320 δισ. ευρώ του ελληνικού χρέους διακινούνται ελεύθερα στη δευτερογενή αγορά, την ώρα που τα «επίσημα» δάνεια της χώρας θα ανέλθουν στα 262 δισ. ευρώ (150,4% του ΑΕΠ του 2016).
Στο πλαίσιο αυτό, το επικείμενο swap των 20 ομολόγων, το οποίο θα συρρικνώσει τη δευτερογενή αγορά σε λίγες εκδόσεις αναφοράς, αντικαθιστώντας 20 ομόλογα ονομαστικής αξίας περίπου 30 δισ. ευρώ που εκδόθηκαν το 2012 στο πλαίσιο της εθελοντικής ανταλλαγής ομολόγων (PSI), αποσκοπεί στη δημιουργία λιγότερων νέων ομολόγων αναφοράς, το μέγεθος των οποίων διαμορφώνεται στα 3 με 5 δισ. ευρώ το καθένα, και στοχεύει στην αύξηση της εμπορευσιμότητας και του βάθους της ρηχής ελληνικής αγοράς.
Ορισμένα funds, εξάλλου, που ψάχνουν για αποδόσεις θέλουν να αγοράσουν ελληνικούς τίτλους αφού, παρά τους φόβους σχετικά με το αν τελικά η Ελλάδα θα καταφέρει να σταθεί στα πόδια της μετά τη λήξη του προγράμματος το ερχόμενο καλοκαίρι, οι προοπτικές των ελληνικών ομολόγων που σημειώνουν τα υψηλότερα κέρδη εφέτος στην Ευρώπη εμφανίζονται ελκυστικές. Οπως δείχνουν εξάλλου τα πράγματα, όλες οι πλευρές θέλουν να υπάρξει μια λύση στο «ελληνικό πρόβλημα», έστω και αν αυτή θα έχει τη μορφή ενός, όπως αποκαλείται, «υβριδικού συστήματος εποπτείας».
Οπως παρατηρούσε και η Citigroup, η βελτίωση των οικονομικών δεδομένων στην Ελλάδα, παράλληλα με την πιο ήπια στάση του ΔΝΤ σε σχέση με τις απαιτήσεις του για τις ελληνικές τράπεζες, μειώνει τους κινδύνους για ρήξη με τους δανειστές και εταίρους, με αποτέλεσμα το τέλος του έπους των Μνημονίων, που ήδη διαρκεί επτάμισι χρόνια, να είναι πιθανώς μια ελκυστική προοπτική για όλα τα μέρη, ευνοώντας τους συμβιβασμούς.
Μια ακόμη παρατήρηση της αμερικανικής τράπεζας έχει να κάνει και με το γεγονός, όπως αναφέρει, πως στην Ελλάδα τα πράγματα κινούνται περισσότερο από την πολιτική παρά από την οικονομία. Ετσι, καθώς η πολιτική βούληση να απογαλακτιστεί η Ελλάδα από τον επίσημο δανεισμό φαίνεται να αυξάνεται, τόσο στην Αθήνα όσο και στην Ευρώπη, τόσο πιο κοντά δείχνει να έρχεται μια λύση στο «ελληνικό πρόβλημα», αν και οι πιέσεις από τις νέες κυβερνήσεις σε Γερμανία, Ολλανδία και Αυστρία δεν μπορούν να αποκλειστούν.
Επίσης, καθώς τα αδιάθετα του 3ου πακέτου διάσωσης φθάνουν τα 45 δισ. ευρώ, όσο η Ελλάδα ακολουθεί το πρόγραμμα τόσο οι πιστωτές της θα μπορούσαν να διαθέσουν μέρος των κεφαλαίων αυτών για τη στήριξη της μετάβασης της χώρας στην πλήρη χρηματοδότησή της από τις αγορές, ενώ σε κάθε περίπτωση πολλά θα εξαρτηθούν και από την προθυμία των ευρωπαίων πιστωτών να συμφωνήσουν σε περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους. Η συμφωνία για το χρέος, όπως εκτιμά η Citi, είναι σημαντική όχι τόσο για τη μείωση των ήδη χαμηλών χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδας κατά την επόμενη δεκαετία όσο γιατί θα σηματοδοτήσει την ισχυρή πολιτική δέσμευση των εταίρων για τη διατήρηση της χώρας στη ζώνη του ευρώ.

HeliosPlus