Το κάστρο της προκαταβολικής νομοθέτησης των μέτρων για μείωση του αφορολόγητου και των συντάξεων, αλλά και των αλλαγών στην αγορά εργασίας έπεσε στο Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου. Σε δεύτερο χρόνο – μετά τα μέτρα – θα έρθουν οι λύσεις για χρέος και πλεονάσματα.

Τα μέτρα που αποφασίστηκε να συζητηθούν με οφή των θεσμών στην Αθήνα είναι η μείωση του αφορολόγητου κοντά στα 6.000 ευρώ, το ψαλίδι σε 1.400.000 συντάξεις από 7% έως 30% και η αύξηση του ορίου ομαδικών απολύσεων από 5% σε 10% μηνιαίως.

Στις συντάξεις οι περικοπές θα γίνουν σταδιακά από το 2020 έως το 2025. Οι μόνοι συνταξιούχοι που δεν κινδυνεύουν είναι όσοι λαμβάνουν από 550 έως 700 ευρώ και δεν ξεπερνούν τις 500.000.

Στα εργασιακά, το τοπίο εξακολουθεί να είναι θολό, ωστόσο οι δανειστές επιμένουν σε αύξηση του ορίου ομαδικών απολύσεων στο 10%, αλλά και κατάργηση της διοικητικής προέγκρισης που διατηρεί το υπουργείο Εργασίας.

Πάντως, κύκλοι του υπουργείου Εργασίας σημειώνουν ότι «δεν υπάρχει κανένα ορθολογικό επιχείρημα που να δικαιολογεί την αλλαγή του ορίου των ομαδικών απολύσεων που επιδιώκουν οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι και το ΔΝΤ», ενώ αναφέρει πως η εξειδίκευση των κριτηρίων για την έγκριση ή μη των ομαδικών απολύσεων δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων.

Βάσει του νόμου που ισχύει σήμερα, ομαδικές απολύσεις θεωρούνται όσες γίνονται από επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 20 εργαζομένους για λόγους που δεν αφορούν το πρόσωπο των απολυομένων.

Εξάλλου, το ΔΝΤ επιμένει στην αλλαγή του τρόπου λήψης των αποφάσεων για απεργιακές κινητοποιήσεις, ώστε να απαιτείται το 50% +1 των μελών του συνδικάτου, δηλαδή η κήρυξη απεργίας θα προϋποθέτει τη σύγκληση γενικής συνέλευσης.

Ακόμη οι δανειστές επιμένουν στην εξασφάλιση μεγαλύτερου χρόνου προειδοποίησης και υποχρεωτικά στάδια διαβουλεύσεων ανάμεσα στα σωματεία και την εργοδοτική πλευρά πριν από την κήρυξη της απεργίας.

Τέλος, οι δανειστές ζητούν αλλαγές και στη διαδικασία μεσολάβησης και διαιτησίας, ώστε να είναι «αντικειμενική και αμερόληπτη».

Στην πραγματικότητα, όμως, με την υιοθέτηση των μέτρων η κυβέρνηση αποδέχθηκε τον πυρήνα του βασικού αιτήματος (κυρίως του ΔΝΤ), που είναι οι μεταρρυθμίσεις. Αυτό άλλωστε είναι το μεγάλο βήμα που έκανε χθες, διεκδικώντας από καλύτερη θέση, προφανώς, τα περισσότερα «αντισταθμίσματα», τα οποία της δίνουν κάτι παραπάνω από ένα απλό «αμπαλάζ» για να περάσει τη συμφωνία στους κυβερνητικούς βουλευτές και στην κοινωνία.

Ως ενδεικτικό παράδειγμα αναφέρεται το συνταξιοδοτικό: «Στα χρόνια της μνημονιακής κρίσης, οι συνταξιούχοι «ζουν» τα άνεργα ή υποαμειβόμενα παιδιά τους. Με τη μεταρρύθμιση που έρχεται, θα επιστρέψουμε σταδιακά στην κανονικότητα: οι εργαζόμενοι να έχουν τον πρώτο λόγο έναντι των συνταξιούχων».

Με τη φράση αυτή, επιτελικό κυβερνητικό στέλεχος παρουσίασε τον «μανδύα» υπό τον οποίον θα μειωθούν («λίγο και αναλογικά») οι συντάξεις κατά 0,75% του ΑΕΠ στην πενταετία 2021-2025.

Όπως προσθέτει, το μέτωπο της εργασίας θα ενισχυθεί τόσο από την ανάπτυξη (επενδύσεις κ.λπ.) όσο και από το πρόγραμμα χρηματοδότησης ύψους 3 δισ. ευρώ, για τη δημιουργία τουλάχιστον 100.000 θέσεων εργασίας τα επόμενα δυόμισι χρόνια-πρόγραμμα που θα εξαιρεθεί από τις δαπάνες για τον υπολογισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος.

Ως μεγάλο «αντάλλαγμα» προβάλλεται η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων: το Μαξίμου προτίμησε να μιλήσει γενικά για «διαδικασία επαναφοράς», ωστόσο στελέχη του επιμένουν ότι θα δρομολογηθεί από 1/1/2018.

Τα αντίμετρα

Τα αντίμετρα τελούν υπό την αίρεση προηγούμενης υπέρβασης των δημοσιονομικών στόχων.

Πρακτικά, αν το 2018 επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα υψηλότερο από το 3,5% του ΑΕΠ, η κυβέρνηση από το 2019 θα έχει τη δυνατότητα να αρχίσει να κόβει φόρους, εφόσον συμφωνηθούν με τους θεσμούς,

Κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ως πιθανά αντίμετρα, τη μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 35%, τη μείωση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος για τους ελεύθερους επαγγελματίες, τη μετάταξη του κλάδου εστίασης και κάποιων προϊόντων διατροφής από τον κανονικό συντελεστή ΦΠΑ 24% στο 13% και της ενέργειας από το 13% στο 6%.

Στο μέτωπο του χρέους και των πρωτογενών πλεονασμάτων ο πρόεδρος του Eurogroup ανέφερε ότι αυτές οι δύο παράμετροι θα συζητηθούν όταν και εφόσον υπάρξει συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο με τους δανειστές, αν και άφησε ένα παράθυρο για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 3,5% του ΑΕΠ σε πιο «ρεαλιστικά» επίπεδα.