Στην Τράπεζα της Ελλάδος απέδωσε εμμέσως πλην σαφώς την ευθύνη για τις καθυστερήσεις στην εφαρμογή του Κανονισμού της Ε.Ε. για τις προμήθειες επί των διατραπεζικών συναλλαγών, ο υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Γ. Σταθάκης. Απαντώντας σε ερώτηση του βουλευτή του ΠαΣοΚ Β. Κεγκέρογλου, ο οποίος τόνισε ότι το κόστος για τις διατραπεζικές συναλλαγές και την χρήση πιστωτικών και χρεωστικών καρτών είναι μεγάλες και ζήτησε την άμεση εφαρμογή του σχετικού ευρωπαϊκού Κανονισμού (έπρεπε να έχει τεθεί σε εφαρμογή από τις 9 Δεκεμβρίου), ο κ. Σταθάκης είπε ότι ο Κανονισμός έχει τεθεί σε ισχύ αλλά απαιτεί δυο συμπληρωματικές διατάξεις: κανονισμούς και αποφάσεις της ΤτΕ και υπουργική απόφαση που θα επακολουθήσει.

Το θέμα μάλιστα είναι πιο σύνθετο για τις διατραπεζικές συναλλαγές στις οποίες εμπλέκονται περισσότερα μέρη και τράπεζες του εξωτερικού, όπως είπε ο υπουργός. Σημειώνεται ότι βάσει του Ευρωπαϊκού Κανονισμού οι προμήθειες δεν μπορούν να υπερβαίνουν το 0,2% ή 0,3 %. «Διερευνούμε τις επιπρόσθετες επιβαρύνσεις που έχουν δικαίωμα να βάζουν ο τράπεζες στο πλαίσιο του ανταγωνισμού», σημείωσε ο κ. Σταθάκης, ενώ δήλωσε ότι «πρόθεσή μας είναι να εφαρμόσουμε πλήρως την οδηγία και ταυτόχρονα να δούμε την επιτρεπόμενη δυνατότητα πολιτικής παρέμβασης για επιπρόσθετες κατηγορίες χρεώσεων».

Από την πλευρά του ο κ. Κεγκέρογλου τόνισε ότι «χρειάζονται σαφείς ενδείξεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος και κυρίως αν υπάρχει βούληση από την κυβέρνηση». «Ο Κανονισμός έπρεπε να εφαρμόζεται από 9 Δεκεμβρίου. Το υπουργείο σας δεν έχει ασχοληθεί με το θέμα. Έχετε εγκαλέσει άραγε κάποια τράπεζα και ποια; Τι κάνατε; Αυτούς που παραβιάζουν τον Κανονισμό τους έχετε επιβάλλει τα προβλεπόμενα πρόστιμα; Υπάρχει το θεσμικό πλαίσιο, το ζήτημα είναι αν υπάρχει βούληση», ανέφερε ο ερωτών βουλευτής.

«Τα θέματα αυτά δεν λύνονται σε μια μέρα. Αφορούν χρεώσεις πέρα από τον κανονιστική οδηγία, όχι μόνο ενδοτραπεζικών συναλλαγών αλλά και των επιπρόσθετων επιβαρύνσεων όταν εμπλέκονται ακόμα και τέσσερα μέρη στις συναλλαγές», του απάντησε ο κ. Σταθάκης, επισημαίνοντας ότι «χρειάζεται η οδηγία της ΤτΕ και υπουργική απόφαση για το ύψος των προστίμων και τον φορέα που θα τις επιβάλλει». «Διερευνούμε όλες τις πιθανότητες που μπορεί να υπάρξει πολιτική παρέμβαση χωρίς να θίγεται ο ανταγωνισμός», υπογράμμισε.