Τεράστιες αποστάσεις χωρίζουν κυβέρνηση και δανειστές γύρω από το Aσφαλιστικό, καθιστώντας αδύνατη οποιαδήποτε συμφωνία, σε ορατό χρόνο, και μεταφέροντας –ουσιαστικά –τη συζήτηση για το θέμα αυτό στο νέο έτος.
Οι διαφορές των δύο πλευρών ξεκινούν από την οικονομική προσέγγιση των μέτρων που χαρακτηρίζονται αναγκαία για το 2016 και φθάνουν ως τη γενικότερη φιλοσοφία του νέου ασφαλιστικού συστήματος.
Η κυβέρνηση, πιεζόμενη από τις αντίθετες φωνές στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος, αλλά και από τις διαφαινόμενες αντιδράσεις στην κοινωνία, προσέρχεται στις διαπραγματεύσεις με θέσεις όπως ότι «δεν θα μειωθούν περαιτέρω οι κύριες συντάξεις», γεγονός που από την άλλη πλευρά χαρακτηρίζεται, τουλάχιστον, «ουτοπικό». Αντ’ αυτού ο αρμόδιος υπουργός Εργασίας κ. Γ. Κατρούγκαλος προτείνει την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, θέμα που «δεν θέλουν ούτε να ακούσουν οι δανειστές».

«Εφαρμογή της δέσμευσης για περικοπή της δαπάνης κατά 1,8 δισ. ευρώ χωρίς μειώσεις συντάξεων δεν γίνεται»
προειδοποιούν οι εκπρόσωποι των δανειστών και ζητούν την εφαρμογή των υπεσχημένων.
Μάλιστα, οι εκπρόσωποι των δανειστών προκειμένου να «αντισταθμίσουν» τις κυβερνητικές υπαναχωρήσεις από τις αρχικές δεσμεύσεις επαναφέρουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μέτρα που είχαν αποσυρθεί, όπως είναι η αύξηση των απαραίτητων ελάχιστων ετών ασφάλισης για να βγει κάποιος στη σύνταξη από 15 σε 20 έτη.
Η τακτική αυτή είναι… συνηθισμένη στις διαπραγματεύσεις των δανειστών και εφαρμόστηκε πολλές φορές κατά το παρελθόν. Σύμφωνα με αυτήν οι δανειστές «γεμίζουν» συνειδητά το τραπέζι με επιπλέον «σκληρά μέτρα», τα οποία στη συνέχεια αποσύρουν, όταν η ελληνική πλευρά υποχωρήσει από τις δικές της αντιρρήσεις.
Πάντως όλα αυτά δείχνουν ότι η διαπραγμάτευση για το Ασφαλιστικό έχει ακόμη πολύ δρόμο και αρκετά «σκαμπανεβάσματα» έως ότου υπάρξει συμφωνία.
Οι αποκλίσεις


Η μνημονιακή δέσμευση της κυβέρνησης για το 2016 προβλέπει μέτρα για εξοικονομήσεις 1% του ΑΕΠ (1,8 δισ. ευρώ). Το υπουργείο Εργασίας υποστηρίζει ότι έχει εξοικονομήσει 900 εκατ. ευρώ με τις ως σήμερα παρεμβάσεις, όπως η αύξηση των εισφορών υπέρ ΕΟΠΥΥ, η σταδιακή κατάργηση των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων και η απόδοση της εθνικής σύνταξης μόνο μετά τη συμπλήρωση του 67ου έτους κ.ά.
Τα υπόλοιπα 900 εκατομμύρια ευρώ το υπουργείο σχεδιάζει να εξοικονομήσει μέσω των μειώσεων –όχι οριζόντιων –των επικουρικών συντάξεων, όπως και με την αύξηση των εισφορών.
Οι δανειστές αντιδρούν στις αυξήσεις εισφορών, ενώ θεωρούν ότι τα υπολειπόμενα μέτρα που «χρωστάει» η κυβέρνηση είναι πολύ περισσότερα των 900 εκατ. ευρώ.
Η κυβέρνηση δηλώνει αποφασισμένηνα φθάσει μέχρι τέλουςπροκειμένου να μη μειωθούν οι κύριες συντάξεις. Προτείνει την αύξηση των εισφορών κατά δύο μονάδες για τα επόμενα τρία χρόνια. Οι δανειστές αντιδρούν θεωρώντας ότι πιθανή αύξηση του μη μισθολογικού κόστους θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα στην επιχειρηματικότητα και κατά συνέπεια στα έσοδα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Η δεκαπενταετία


Σε ό,τι αφορά τη γενικότερη ασφαλιστική μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, το βασικότερο ζήτημα αφορά το ύψος τουποσοστού αναπλήρωσης των συντάξεων, καθώς αυτό θα καθορίσει το ύψος των μελλοντικών συντάξεων.
Διαφορά υπάρχει μεταξύ των δύο μερών και στο κατά πόσο η εθνική σύνταξη θα δίδεται με την εφαρμογή ή όχι εισοδηματικών κριτηρίων.
Ταυτοχρόνως, οι δανειστές επανέφεραν στο τραπέζι το θέμα της 15ετίας, δηλαδή της αύξησης από 15 σε 20 των ετών ασφάλισης που απαιτούνται κατ’ ελάχιστον για την καταβολή σύνταξης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το θέμα αυτό είχε τεθεί και είχε συμφωνηθεί στη διαπραγμάτευση της προηγούμενης κυβέρνησης. Το μέτρο είχε συμφωνηθεί στις συζητήσεις που έγιναν στο Παρίσι και θα εφαρμοζόταν στους γεννηθέντες μετά το 1975, προκειμένου να μη θιγούν όσοι βρίσκονται κοντά στη συνταξιοδότηση.
Οι δανειστές εκτιμούν ότι η μεταρρύθμιση Κατρούγκαλου δεν αποδίδει τα αναμενόμενα σε βάθος χρόνου και θέτει επιπλέον μέτρα στο τραπέζι. Ολα αυτά θα κριθούν στις επόμενες συζητήσεις εντός του Ιανουαρίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ