Αθέμιτο ανταγωνισμό στις υπηρεσίες πληρωμών, ο οποίος αντί να επιταχύνει, επιβραδύνει την απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας από τα capital controls, υφίσταται η ελληνική αγορά, όπως αναφέρουν τραπεζικές πηγές εν όψει του Athens Digital Payments Summit, δηλαδή του πρώτου πανελλήνιου συνεδρίου για τις ηλεκτρονικές πληρωμές που πραγματοποιείται την Τετάρτη στην Αθήνα.

Όπως σημειώνουν καλά πληροφορημένες πηγές της αγοράς, η κακή αυτή πρακτική έρχεται από επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών χωρίς άδεια ή έλεγχο από την Τράπεζα της Ελλάδος και οι οποίες εκκαθαρίζουν πληρωμές ελληνικών επιχειρήσεων αποδίδοντας τα χρήματά τους απευθείας στο εξωτερικό.

Το ίδιο ισχύει και για παρόχους υπηρεσιών πληρωμών που παρέχουν υπηρεσίες στην Ελλάδα χωρίς να βρίσκονται υπό καθεστώς εγκατάστασης. Αυτό συνεπάγεται, συνεχίζουν, ότι δεν υπόκεινται στις υποχρεώσεις του νόμου και το καθεστώς εποπτείας από την Τράπεζα της Ελλάδος για το ξέπλυμα «βρώμικου» χρήματος ούτε και στον έλεγχο της αρμόδιας ανεξάρτητης Αρχής.

Όπως τονίζουν τραπεζικές πηγές, οι συγκεκριμένοι πάροχοι δεν ελέγχονται για την προέλευση των κεφαλαίων που διακινούν, δεν ανήκουν στο Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών & Λογαριασμών Πληρωμών και συνεπώς δεν τροφοδοτούν με στοιχεία τις φορολογικές αρχές, δεν ελέγχονται ως προς καμία πτυχή της λειτουργίας τους και πραγματοποιούν καθημερινά εμβάσματα μεγάλων ποσών εκτός Ελλάδος, χωρίς έλεγχο.

Παράλληλα, με τα capital controls, σημειώνουν τραπεζικές πηγές, οι συγκεκριμένες εταιρείες δημιουργούν επιπρόσθετους κινδύνους στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς δεν εφαρμόζουν τους περιορισμούς στις συναλλαγές και χρησιμοποιούν αμφίβολης αξιοπιστίας διαδικασίες, εκθέτοντας τις επιχειρήσεις σε διάφορους κινδύνους. Έτσι, καθυστερεί η άρση των capital controls, προσθέτουν οι ίδιες πηγές και προτείνουν τόσο για σήμερα όσο και για τη μετά την άρση των capital controls κατάσταση να εφαρμοστεί μία σειρά από μέτρα.

* Για την εκκαθάριση των συναλλαγών που εκτελούν οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα να χρησιμοποιούν παρόχους υπηρεσιών πληρωμών που είτε έχουν αδειοδοτηθεί και εδρεύουν στην Ελλάδα είτε αποτελούν αλλοδαπά ιδρύματα υπό καθεστώς εγκατάστασης και υπόκεινται στο καθεστώς εποπτείας της Τράπεζας της Ελλάδος.

* Όλοι οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών να ενταχθούν υποχρεωτικά στο Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών & Λογαριασμών Πληρωμών και να διασυνδεθούν με τις φορολογικές αρχές για ανταλλαγή στοιχείων και δεδομένων συναλλαγών.

* Οι εκκαθαρίσεις των συναλλαγών να πραγματοποιούνται υποχρεωτικά σε λογαριασμούς πληρωμών που τηρούνται σε Παρόχους Υπηρεσιών Πληρωμών εντός Ελλάδας.

* Για την ταυτοποίηση των συναλλαγών, όλοι οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών να έχουν διασύνδεση με τη ΓΓ Πληροφοριακών Συστημάτων.

Σύμφωνα με πηγές της αγοράς, ορισμένοι πάροχοι συναλλαγών βρίσκονται εκτός του «ραντάρ» της κεντρικής τράπεζας, κυρίως λόγω τερματικών μηχανημάτων εκκαθάρισης συναλλαγών (POS), τα οποία είναι διασυνδεδεμένα με ξένες τράπεζες, με αποτέλεσμα η εκκαθάριση να γίνεται εκτός της χώρας και τα χρήματα να πηγαίνουν στο εξωτερικό.

Ήδη, σύμφωνα με πληροφορίες, διοχετεύτηκαν στην αγορά χιλιάδες POS αυτής της κατηγορίας –και μάλιστα χωρίς ΦΠΑ– κυρίως σε τουριστικές περιοχές, τα οποία απορρόφησαν και διοχέτευσαν στο εξωτερικό σημαντικές τουριστικές εισπράξεις.

«Η φοροδιαφυγή είναι σαν την πλαστελίνη. Εάν την αρπάξεις και την πιέσεις, θα σου φύγει από τα δάχτυλα» τονίζουν στελέχη κοντά στην υπόθεση. «Εάν δεν λυθεί το ζήτημα του αθέμιτου ανταγωνισμού, η χώρα δεν θα βγει ποτέ από τα capital controls» σχολιάζουν.

Η λύση, όπως λένε, είναι να εφαρμοστεί εμπροσθοβαρώς –αντί του 2017– η σχετική κοινοτική νομοθεσία (PSD II) που καθιστά υποχρεωτική τη φυσική παρουσία στη χώρα όλων των παρόχων υπηρεσιών εκκαθάρισης συναλλαγών, προκειμένου να λειτουργούν με καθεστώς παρόμοιο των παραδοσιακών τραπεζών. Και αυτό προκειμένου να διασφαλίζεται η εφαρμογή των κανόνων για την αντιμετώπιση του ξεπλύματος «βρώμικου» χρήματος και ο έλεγχος της φοροδιαφυγής.

Όπως σημειώνουν, η χώρα έχει ένα καλό επιχείρημα για να κινηθεί πιο γρήγορα στην υιοθέτηση της κοινοτικής νομοθεσίας, καθώς βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.