Η Άνγκελα Μέρκελ είναι συνήθως συγκρατημένη στις ομιλίες της. Το απόγευμα της Τετάρτης όμως, όταν ανέβηκε στο βήμα της γερμανικής Βουλής για να μιλήσει για την Ελλάδα, έμοιαζε μεταλλαγμένη. Η καγκελάριος είχε την αύρα του νικητή. Η ίδια εξήγησε έμμεσα τη μεταλλαγή της με τα δραματικά γεγονότα που είχαν προηγηθεί: Τη διακοπή των διαπραγματεύσεων μεταξύ Αθήνας και δανειστών με αποκλειστική υπαιτιότητα της πρώτης, το κλείσιμο των ελληνικών τραπεζών, την άδοξη λήξη του δεύτερου προγράμματος βοήθειας στις 30 Ιουνίου, την μη εξόφληση της οφειλής ύψους 1,55 δισεκατομμυρίων ευρώ από την Ελλάδα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την χρεοκοπία που επακολούθησε – καθένα από αυτά και ένα Βατερλό για την ελληνική κυβέρνηση.

Παρόλα αυτά, η κ.Μέρκελ έδειξε, αν και εμφανώς απρόθυμα, τη μεγαλοθυμία του νικητή. «Η πόρτα των διαπραγματεύσεων ήταν πάντα ανοικτή και παραμένει πάντα ανοικτή» είπε απευθυνόμενη στην ελληνική κυβέρνηση. Οι διαπραγματεύσεις όμως δεν θα γίνουν πλέον εντός της τρέχουσας εβδομάδας, αλλά από τη Δευτέρα, μετά την γνωστοποίηση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος. «Οι συνομιλίες μέχρι τότε θα έχουν καθαρά συμβουλευτικό χαρακτήρα, τυχόν συμφωνία θα ακολουθήσει αργότερα» διευκρίνιζε συνεργάτης της.

Παράλληλα, η καγκελάριος απεκάλυψε τον κατά τη γνώμη της βαθύτερο λόγο της ασυνεννοησίας μεταξύ των δυο διαπραγματευτών. «Αυτός δεν είναι οι διαφορές για τετρακόσια εκατομμύρια ευρώ, ή για δυο δισεκατομμύρια» είπε. Ο πραγματικός λόγος είναι «η έλλειψη ικανότητας για συμβιβασμό». Μόνο η ύπαρξη αυτής της ικανότητας, αντίθετα, επιτρέπει την επίτευξη «καλών» συμφωνιών – τέτοιων δηλαδή στις οποίες «τα πλεονεκτήματα υπερτερούν έναντι των μειονεκτημάτων». Κι αυτήν την ικανότητα δεν την έχει επιδείξει μέχρι τώρα η Αθήνα.

Πολύ πιο επιθετικός ήταν στον λόγο του ο αντικαγκελάριος και πρόεδρος των Σοσιαλδημοκρατών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, ο οποίος ζήτησε από τον Αλέξη Τσίπρα να ακυρώσει το δημοψήφισμα. Αυτό, είπε μεταξύ άλλων, δεν έχει πλέον νόημα, δεδομένου ότι οι δανειστές έχουν αποσύρει τις προτάσεις, που αποτελούν το ερώτημα του δημοψηφίσματος. Ο ίδιος ωστόσο τόνισε, ότι οι διαπραγματεύσεις πρέπει να συνεχιστούν με στόχο την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη ανεξάρτητα από την έκβαση του δημοψηφίσματος.

Εντύπωση έκανε η εμφάνιση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος επιχείρησε στο λόγο του να ξαναγράψει την ιστορία – ή τουλάχιστον, να την διορθώσει. Απαντώντας στον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο της Linke (Αριστεράς) Γκρέγκορ Γκίζι, ο οποίος είχε ισχυριστεί προηγουμένως, ότι οι δανειστές – και μαζί τους η γερμανική κυβέρνηση – εμπόδισαν το φθινόπωρο του 2011 τον Γιώργο Παπανδρέου να διεξάγει δημοψήφισμα, είπε ότι αυτό διόλου δεν ευσταθεί. «Ήταν μια Πέμπτη του φθινοπώρου στις Κάννες, όταν ο Παπανδρέου, συνοδευόμενος από τον τότε υπουργό οικονομικών Βενιζέλο, παρουσίασε μια έκπληξη – σαν αυτές που συνηθίζουν να κάνουν οι έλληνες πρωθυπουργοί: την οργάνωση ενός δημοψηφίσματος» είπε. Οι παρόντες πολιτικοί, συνέχισε, μεταξύ των οποίων η καγκελάριος Μέρκελ, ο γάλλος πρόεδρος Σαρκοζί, ο αμερικανός πρόεδρος Ομπάμα, και η ταπεινότητά του, συμφώνησαν με την ιδέα και διετύπωσαν επί τόπου το ερώτημα του δημοψηφίσματος: «Είναι ο ελληνικός λαός πρόθυμος, να αποδεχθεί τις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές για να μπορέσει να μείνει στην ευρωζώνη, ή θέλει να φύγει από την ευρωζώνη;». «Θα σας πω εδώ ένα μυστικό, αλλά πιστεύω πως μπορώ να το αποκαλύψω» πρόσθεσε κοιτάζοντας την κ.Μέρκελ. «Η καγκελάριος, η οποία σημειώνει καμιά φορά τα διαλεγόμενα, έγραψε κι αυτή την φορά στο χαρτί το ερώτημα, όπως αυτό αποφασίστηκε από την ομήγυρη». Όλοι λοιπόν περίμεναν ότι το δημοψήφισμα θα γινόταν στις 6 Δεκεμβρίου του 2011. Μόνο που τα πράγματα ήρθαν διαφορετικά. Μετά την αεροπορική αναχώρηση του κ.Παπανδρέου και του κ.Βενιζέλου για την Αθήνα, η τότε υπουργός οικονομικών της Ισπανίας, που ανήκε στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, του είπε ότι το δημοψήφισμα δεν θα γίνει ποτέ. «Μα πως είναι δυνατόν» επέμενε αυτός. «Ήμουν παρών στη λήψη της απόφασης». Και επειδή εκείνη συνέχισε να διαφωνεί, στοιχημάτισαν ένα μπουκάλι κρασί. Αυτό το ήπιε τελικά η Ισπανίδα, ο ίδιος έχασε. Κι αυτό επειδή ο κ.Παπανδρέου αναγκάστηκε να παραιτηθεί το επόμενο πρωί και να ακυρώσει το δημοψήφισμα. Γι αυτό ακριβώς, κατέληξε ο κ.Σόιμπλε, επειδή έχει ακόμη νωπή στη μνήμη του την οδυνηρή «χασούρα» και τα λοιπά περιστατικά, αισθάνεται την ανάγκη «να αποκαταστήσει την ιστορική αλήθεια και να αναιρέσει τις ανακρίβειες του συναδέλφου Γκίζι».

Ο κ.Σόιμπλε επανέλαβε στο λόγο του αυτά που είχε ήδη πει σε συνέντευξη τύπου το μεσημέρι της Τετάρτης:

Ότι το πρόγραμμα βοήθειας για την Ελλάδα του ταμείου στήριξης EFSF έληξε οριστικά στις 30 Ιουνίου και ότι τα χρήματα που προβλεπόταν από αυτό δεν πρόκειται να καταβληθούν στην Αθήνα.

Ότι δεν υπάρχει άλλη συμφωνία μεταξύ των δυο πλευρών.

Ότι οι εκπρόσωποι της νέας ελληνικής κυβέρνησης δεν είναι σοβαροί και ότι γι αυτό δεν υπάρχει προς το παρόν βάση για σοβαρές διαπραγματεύσεις – αυτή ίσως προκύψει μετά το δημοψήφισμα.

Ότι η Αθήνα πρέπει να ξεκαθαρίσει επιτέλους αυτό που θέλει, δεδομένου ότι και η τελευταία επιστολή της με προτάσεις που έστειλε στους θεσμούς βρίθει ασαφειών.

Ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα επιστροφής στο παλιό στάτους κβο – το νέο πλαίσιο συνεργασίας θα είναι εντελώς διαφορετικό από τα μέχρι τώρα υφιστάμενα.

Το πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με κυβερνητική πηγή, θα έχει τη μορφή τρίτου προγράμματος που θα εξασφαλίζει τη χρηματοδότηση της χώρας για τουλάχιστον τρία χρόνια και θα συνοδεύεται από πολύ πιο αυστηρούς όρους από το σημερινό. Γι αυτό θα φροντίσει το ΔΝΤ, που θα αναλάβει και τη διαμόρφωσή του. «Θα είναι μνημόνιο στο τετράγωνο» είπε χαρακτηριστικά. Και αυτό θα θέσει σε μεγαλύτερη δοκιμασία την ελληνική κυβέρνηση, από ότι σήμερα μαζί το κλείσιμο των τραπεζών, η χρεοκοπία και τα μέχρι πρότινος ισχύοντα μνημόνια.