Η ανάδειξη της Fraport ως νικήτριας στην αποκρατικοποίηση των περιφερειακών αεροδρομίων επιβεβαιώνει το στρατηγικό ενδιαφέρον που είχε επιδείξει το Βερολίνο για τη διαδικασία ιδιωτικοποίησης των υποδομών της Ελλάδας, ευθύς εξ αρχής από την εκκίνηση του προγράμματος του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ).
Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, ο λόγος δεν είναι άλλος από την πίεση για διεύρυνση του οικονομικού χώρου του Βερολίνου, σε μία συγκυρία που παραπέμπει στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν η Γερμανία, αποκομμένη τότε τη δυνατότητα του αποικιακού ιμπεριαλισμού, ανοίχτηκε προς Νότον, χρηματοδοτώντας με τεράστια κεφάλαια τον σιδηροδρομικό διάδρομο Βερολίνο – Βαγδάτη.
Άλλωστε, βασικός τεχνικός σύμβουλος του ΤΑΙΠΕΔ στη διαδικασία διαμόρφωσης του σχεδίου αποκρατικοποίησης των αεροδρομίων ήταν η Lufthansa Consulting, θυγατρική του ομώνυμου αεροπορικού ομίλου, η οποία είχε προσληφθεί στις αρχές του 2012. Σημειωτέον ότι στη Fraport, η οποία διαχειρίζεται το αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης, συμμετέχει με ποσοστό 8,5% η Lufthansa.
Πάντως, κυβερνητικά στελέχη μιλούν για «επικύρωση της παραμονής της χώρας στο ευρώ, «διαβατήριο» για την έναρξη υλοποίησης ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα και πιστοποιητικό για την ανάπτυξη στη χώρα».
Η ελληνογερμανική κοινοπραξία Fraport – Slentel υπερνίκησε τους υπόλοιπους διεκδικητές, προσφέροντας στο ΤΑΙΠΕΔ εφάπαξ τίμημα 1,234 δισ. ευρώ, καθώς και ετήσια αμοιβή ύψους 22,9 εκατ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές για τα 7+7 περιφερειακά αεροδρόμια (Θεσσαλονίκης, Κέρκυρας, Χανίων, Κεφαλλονιάς, Ζακύνθου, Ακτίου, Καβάλας και Ρόδου, Κω, Σάμου, Μυτιλήνης, Μυκόνου, Σαντορίνης, Σκιάθου).
Το ποσό, σε τρέχουσες τιμές, ανέρχεται αθροιστικά σε 2,150 δισ. ευρώ, το οποίο διαιρούμενο με τα 19 εκατ. επιβατών των 7+7 αεροδρομίων, «μεταφράζεται» ως τίμημα 112 ευρώ ανά επιβάτη, σύμφωνα με ανάλυση στελεχών της αεροπορικής αγοράς.
Όπως αναφέρουν έμπειρα στελέχη της αγοράς, η μέση αποτίμηση των ευρωπαϊκών αεροδρομίων ανέρχεται σε περίπου 10-12 φορές τα προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων κέρδη τους (EBITDA).
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Ομίλου Κοπελούζου και της Fraport, ο παραχωρησιούχος των αεροδρομίων «αναμένεται να αποφέρει έσοδα πάνω από 180 εκατομμύρια ευρώ το 2016 και EBITDA που θα υπερβαίνει τα 90 εκατομμύρια ευρώ».
Έτσι, όπως σημειώνουν πηγές της αγοράς, με μέσο EBITDA 100 εκατ. ευρώ, η θεωρητική αποτίμηση των 14 αεροδρομίων θα φτάνει το 1 έως 1,2 δισ. ευρώ. όταν η ελάχιστη αποτίμηση των συμβούλων PWC και Citibank ήταν υποπολλαπλάσια και έφτανε μόλις τα 350 εκατ. ευρώ.
Στρατηγική διεύρυνση προς Νότο
Πηγές κοντά στην υπόθεση χαρακτηρίζουν το ποσό που προσέφερε η κοινοπραξία ως ένα υψηλότατο premium, το οποίο προδίδει τη στρατηγική επιλογή του Βερολίνου να διευρύνει τον οικονομικό του χώρο στον Νότο, δεδομένης της παρουσίας του γερμανικού Δημοσίου στην εισηγμένη Fraport, επικεφαλής της αναδόχου κοινοπραξίας, στην οποία συμμετέχει ο όμιλος του κ. Δημήτρη Κοπελούζου.
Στελέχη της αγοράς υπογραμμίζουν ότι το τίμημα για τα αεροδρόμια προσεγγίζει τα χρήματα που έλαβε το ΤΑΙΠΕΔ από την πώληση του ΟΠΑΠ και του Αστέρα συνδυαστικά, ενώ σχολιάζουν ότι πλέον χρειάζεται μία πολύ καλή ρυθμιστική αρχή που θα επιβλέπει με αυστηρότητα την εφαρμογή της σύμβασης παραχώρησης.
Η νικήτρια κοινοπραξία, που θα καταστεί παραχωρησιούχος των αεροδρομίων για 40+10 χρόνια, πρότεινε επενδύσεις της τάξης του 1,4 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 300 εκατ. εμπροσθοβαρώς. Πληροφορίες θέλουν τα άλλα δύο σχήματα να έχουν απόκλιση τουλάχιστον 200 εκατ. ευρώ από το τίμημα-«μαμούθ» των δύο συνεταίρων στο αεροδρόμιο «Πούλκοβο» της Αγίας Πετρούπολης.
Μετοχική σύνθεση της Fraport
H Fraport θα έχει τον πρώτο λόγο στο επενδυτικό σχήμα. Κύριος μέτοχος της εισηγμένης Fraport είναι το γερμανικό ομόσπονδο κρατίδιο της Έσσης (31,35%), ενώ ακολουθούν το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο της Έσσης (20,2%), η αεροπορική εταιρεία Lufthansa (8,45%), η αυστραλιανή επενδυτική εταιρία Rare Infrastructure Limited (5,27%) και οι λοιποί μέτοχοι (34,91%).
Πρόσφατα η Fraport κέρδισε τον διαγωνισμό για την ιδιωτικοποίηση του αεροδρομίου της Λιουμπλιάνα, ενώ εξαγόρασε την αμερικανική Airmall, η οποία διαχειρίζεται τους εμπορικούς χώρους των αεροδρομίων της Βοστώνης, της Βαλτιμόρης, του Κλίβελαντ και του Πίτσμπουργκ.
Η εταιρεία διαχειρίζεται τα αεροδρόμια της Ανόβερου, της Αγίας Πετρούπολης, της Βάρνας, του Πύργου (Μπουργκάς), της Αττάλειας, το «Ίντιρα Γκάντι» του Νέου Δελχί, του αεροδρομίου στο Σι’αν στην Κίνα, το αεροδρόμιο του Ντακάρ και το «Χόρχε Τσάβες» της Λίμας.
Και φυσικά ελέγχει τον διεθνή αερολιμένα της Φρανκφούρτης, που είναι το μεγαλύτερο σε επιβατική κίνηση αεροδρόμιο στη Γερμανία (και τρίτο μεγαλύτερο στην Ευρώπη) και το φυσικό hub της Lufthansa, αλλά ο διηπειρωτικός κόμβος για αρκετές από τις εταιρείες της Star Alliance, οι επιβάτες της οποίας φτάνουν το 77% της κίνησης του αεροδρομίου.
Το 2013 η εταιρεία είχε κύκλο εργασιών 2,5 δισ. ευρώ και κέρδη 235 εκατ. ευρώ, ενώ τα αεροδρόμια που διαχειρίζεται κατέγραψαν αθροιστική επιβατική κίνηση σχεδόν 200 εκατ. επιβατών. Η εταιρεία αναμένει σημαντική ανάπτυξη στο μέλλον, καθώς η ανάπτυξη των αερομεταφορών «τρέχει» γρηγορότερα από το παγκόσμιο ΑΕΠ και η αεροπορική κίνηση αναμένεται να διπλασιαστεί ως το 2031.
Η «απάντηση» στη Hochtief
Κορυφαία στελέχη της αγοράς ερμηνεύουν τη γερμανική κάθοδο στα περιφερειακά αεροδρόμια και ως «απάντηση» της Έσσης στην «απώλεια» της Hochtief, η οποία ήταν η οικονομική «ναυαρχίδα» της περιοχής και εξαγοράστηκε από την ισπανική ACS, η οποία έκτοτε «εκποιεί» τα «φιλέτα» της εταιρείας προκειμένου να εξυπηρετήσει τον βαρύ δανεισμό της Μαδρίτης.
Κάπως έτσι, άλλωστε, έφυγε από τα γερμανικά χέρια και το αεροδρόμιο της Αθήνας, καθώς το ισπανικό μάνατζμεντ της Hochtief πούλησε τη θυγατρική Hochtief Airports, που διαχειρίζεται το «Ελ. Βενιζέλος» και τα αεροδρόμια Βουδαπέστης, Ντύσελντορφ, Αμβούργου, Σίδνεϊ και Τιράνων στο καναδικό ασφαλιστικό ταμείο PSP.
Μάλιστα, οι ίδιες πηγές προεξοφλούν ότι οι Γερμανοί θα αναμένουν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τη διαδικασία αποκρατικοποίησης του «Ελ. Βενιζέλος», στην οποία ενδεχομένως να συμμετάσχουν.