Η Ελλάδα συνεχίζει να πληρώνει βαρύτατα πρόστιμα γιατί δεν έχει επαρκείς χώρους υγειονομικής ταφής απορριμμάτων αλλά χωματερές και ταυτόχρονα διατηρεί το «προνόμιο» εν έτει 2014 να μη διαθέτει ούτε μία μονάδα επεξεργασίας σκουπιδιών.

Οι αιτίες είναι γνωστές. Η χρονική υστέρηση των δημόσιου τομέα στην υιοθέτηση κάθε είδους νέας τεχνολογίας, η μικροπολιτική αντιμετώπιση των τοπικών αρχόντων και, λιγότερο, οι αντιδράσεις των πολιτών που είναι επιφυλακτικοί σε κάθε προσπάθεια δημιουργίας μονάδων επεξεργασίας αποβλήτων στις περιοχές τους.
Εκτός στόχων


Η ταφή εξακολουθεί να αποτελεί τη βασική μέθοδο διαχείρισης απορριμμάτων στην Ελλάδα σε διπλάσιο ποσοστό σχετικά με τον μέσο όρο στην Ευρώπη των «27». Οι οδηγίες της ΕΕ είναι σαφείς και επιβάλλουν τη μείωση των χώρων ταφής αλλά και του όγκου των σκουπιδιών προς ταφή μέσω της δημιουργίας μονάδων επεξεργασίας.
Η Ελλάδα είναι εκτός στόχων και γι’ αυτόν τον λόγο από 1ης Ιανουαρίου 2014 επιβάλλεται και ειδικό τέλος (πρόστιμο) 35 ευρώ ανά τόνο ανεπεξέργαστου προς ταφή απορρίμματος.
Η παραπάνω εικόνα πάντως φαίνεται να αλλάζει. Μέσω των Συμπράξεων Δημόσιου – Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) τέσσερα περιβαλλοντικά έργα για τη δημιουργία μονάδων επεξεργασίας απορριμμάτων βρίσκονται στη φάση ανακήρυξης προσωρινού αναδόχου και μέσα από επενδύσεις 220 εκατ. ευρώ θα βρίσκονται σε λειτουργία ως το τέλος του 2015 ισάριθμα εργοστάσια σε Δυτική Μακεδονία, Ηλεία, Σέρρες και Περιφέρεια Πελοποννήσου.
Τα κεφάλαια από το ΕΣΠΑ, ο τραπεζικός δανεισμός και τα ίδια κεφάλαια των ιδιωτών χρηματοδοτούν τα τέσσερα εργοστάσια τα οποία θα έχουν τη δυνατότητα επεξεργασίας περίπου 500.000 τόνων σκουπιδιών, τα οποία σε διαφορετική περίπτωση θα πήγαιναν για ταφή ενώ τώρα θα τύχουν επεξεργασίας.
Η μέθοδος που έχει επιλεγεί και στα τέσσερα έργα δεν περιλαμβάνει καύση αλλά μηχανική επεξεργασία, αναερόβια χώνευση και κομποστοποίηση.

Επιβάρυνση

Ενδεικτικό των καθυστερήσεων είναι ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να έστελνε το 2013 προς επεξεργασία 1.930.000 τόνους σκουπιδιών, ενώ μόλις στο τέλος του 2015 θα σταλούν οι πρώτοι 300.000 τόνοι (το 60% των 500.000 τόνων, αφού το 40% θα θάβεται). Το αποτέλεσμα είναι εκτός από την περιβαλλοντική επιβάρυνση να έχουν χαθεί οι χρηματοδοτήσεις από το ΕΣΠΑ και πλέον η προσπάθεια εξεύρεσης κονδυλίων να εστιάζεται στη νέα περίοδο του ΕΣΠΑ 2014-2020.
Η μέση τιμή για την επεξεργασία και την τελική διάθεση των υπολειμμάτων ανά τόνο απορριμμάτων που θα κληθεί να πληρώσει ο πολίτης –λαμβάνοντας υπόψη τη συνεισφορά (επιδότηση) από τους πόρους του ΕΣΠΑ –θα ανέρχεται σε 60 ευρώ ανά τόνο.
Η σημερινή χρέωση του πολίτη είναι κατά μέσο όρο 30 ευρώ ανά τόνο. Αν όμως προστεθεί το ειδικό τέλος ταφής από 1ης Ιανουαρίου 2014 που ανέρχεται σε 35 ευρώ ανά τόνο ανεπεξέργαστου προς ταφή απορρίμματος, αυξανόμενο κατά 5 ευρώ ετησίως ως το ποσό των 60 ευρώ, τότε το συνολικό κόστος, χωρίς άμεσες παρεμβάσεις, θα φθάσει τα 90 ευρώ ανά τόνο.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο project της Δυτικής Μακεδονίας δεν υπάρχει συμβολή του ΕΣΠΑ αλλά προβλέπεται συνεισφορά του Δημοσίου επί του τέλους εισόδου (gate fee).
Η οικονομική ύφεση έχει οδηγήσει σε σημαντική μείωση την αγορά των ΣΔΙΤ στην Ευρώπη, τόσο σε συμβασιοποιημένα έργα όσο και σε μείωση των διαθέσιμων επενδυτικών κεφαλαίων.
Στην Ελλάδα ωστόσο υπάρχουν έντονη κινητικότητα, προκηρύξεις διαγωνισμών, συμβασιοποίηση έργων, ενώ επτά projects βρίσκονται στη διαδικασία τελικών προσφορών.
Οι πόροι της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι ελληνικές τράπεζες, η ΕΤΕΠ και τα ίδια κεφάλαια ιδιωτών – παραχωρησιούχων εξασφαλίζουν τη χρηματοδότηση.
Παράλληλα καταγράφονται κρούσεις από μακροπρόθεσμα επενδυτικά κεφάλαια που επιθυμούν να αποκτήσουν ποσοστά στις εταιρείες λειτουργίας των έργων, αφού τέτοιες συμμετοχές σε εταιρείες παραχώρησης θεωρούνται αμυντική επένδυση με εξασφαλισμένα σταθερά έσοδα.


Δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας
Τα έργα θα συνδράμουν στη βελτίωση της αναπτυξιακής προοπτικής των περιοχών

Τα τέσσερα έργα ΣΔΙΤ στα απορρίμματα αναμένεται να συνδράμουν στη βελτίωση της αναπτυξιακής προοπτικής των περιοχών στις οποίες αναπτύσονται, δεδομένου ότι στις μονάδες θα απασχοληθούν κατά την περίοδο κατασκευής (δύο έτη) τουλάχιστον 550 εργαζόμενοι, ενώ στην περίοδο λειτουργίας (25 έτη) θα δημιουργηθούν περισσότερες από 400 θέσεις εργασίας μόνιμου χαρακτήρα.
Σύμφωνα με το business plan των προσωρινών αναδόχων θα κατασκευαστούν έξι Μονάδες Επεξεργασίας Απορριμμάτων (ΜΕΑ) συνολικής δυναμικότητας περί τις 500.000 τόνους, έξι Μονάδες Επεξεργασίας Υγρών Αποβλήτων (ΜΕΥΑ) για τη χημική και βιολογική επεξεργασία του συνόλου των υγρών αποβλήτων και τέσσερις νέοι Χώροι Υγειονομικής Ταφής Υπολειμμάτων (ΧΥΤΥ) για την ασφαλή απόθεση του συνόλου των υπολειμμάτων όλων των διεργασιών.
Τα περιβαλλοντικά οφέλη είναι:
  • Μέγιστη εκτροπή –από ταφή –βιοαποδομήσιμου κλάσματος των εισερχόμενων απορριμμάτων άνω του 65% (300.000 τόνοι).
  • Ανάκτηση ανακυκλωσίμων άνω του 35% επί της εισερχόμενης ποσότητας των ανακυκλωσίμων υλικών στις ΜΕΑ (175.000 τόνοι).
  • Τα διατιθέμενα στους ΧΥΤΥ υπολείμματα εκτιμώνται ότι θα ανέρχονται σε περίπου 40% επί των εισερχόμενων απορριμμάτων στις ΜΕΑ (175-200.000 τόνοι ανά έτος).
Ειδικά σε ό,τι αφορά την πρώτη παράμετρο (εκτροπή από ταφή), σημαίνει ότι αποδεσμεύονται 20 στρέμματα ανά έτος (500 στρέμματα γης στην 25ετία), εκτάσεις που σε διαφορετική περίπτωση θα χρησιμοποιούνταν για ταφή. Η οικονομική αποτίμηση (κόστος επέκτασης ΧΥΤΑ) αυτών των εκτάσεων ανέρχεται σε 100.000 ευρώ το στρέμμα, ήτοι 2 εκατ. ετησίως ή 50 εκατ. ευρώ στην 25ετία μόνο για τέσσερα ΣΔΙΤ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ