Έμφαση στην περαιτέρω εγχώρια επεξεργασία των προϊόντων, μεταλλευμάτων και αγροτικής παραγωγής, στα οποία η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, με ταυτόχρονη ανάδειξη ελληνικών επώνυμων προϊόντων, τα οποία θα μπορέσουν να ενσωματώσουν υψηλότερα περιθώρια κέρδους, θα πρέπει να δοθεί στην ελληνική οικονομία, σύμφωνα με την Τράπεζα Πειραιώς.
Με τον τρόπο αυτό, σημειώνουν οι οικονομολόγοι της τράπεζας, θα απαλλαγούν οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις από το συνεχή ανταγωνισμό από χώρες χαμηλού εργατικού και παραγωγικού κόστους.
«Η πρόκληση για το μέλλον δεν μπορεί να είναι η αύξηση των μεριδίων αγοράς μέσω της περαιτέρω συμπίεσης του εργατικού κόστους» αναφέρει χαρακτηριστικά η τράπεζα σε ειδική μελέτη με θέμα το νέο αναπτυξιακό πρότυπο.
Σύμφωνα με τους οικονομολόγους της Τράπεζας Πειραιώς, παράλληλα με τη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας έχει αρχίσει να εντείνεται και ο προβληματισμός αναφορικά με τα χαρακτηριστικά του Νέου Αναπτυξιακού Προτύπου που θα πρέπει να υιοθετήσει η ελληνική οικονομία εάν θέλει να εξασφαλίσει σταθερά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης χωρίς τα λάθη και τις υπερβολές του παρελθόντος.
«Το βασικότερο ίσως γνώρισμα που θα πρέπει να χαρακτηρίζει το νέο υπό διαμόρφωση αναπτυξιακό πρότυπο θα πρέπει να είναι ο εξαγωγικός χαρακτήρας και προσανατολισμός του» τονίζουν χαρακτηριστικά.
Τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης είναι τα εξής:
Δομή εξωτερικού εμπορίου
Όσο αφορά στη διάρθρωση των εισαγωγών, μετά από μια περίοδο σταθερότητας (2002-2009), η εισαγωγική δραστηριότητα εισήλθε σε μια περίοδο σημαντικών ανακατατάξεων, η οποία ήταν συνέπεια της θεαματικής υποχώρησης του μεριδίου των εισαγωγών οχημάτων, των αυξομειώσεων των εισαγωγών λοιπού μεταφορικού υλικού (κυρίως πλοίων) και της αύξησης των εισαγωγών του φυσικού αερίου (βλ. Διάγραμμα Structural Change Index-SCI).
Αντίθετα, η σύνθεση των εξαγωγών από μια περίοδο μεγάλων ανακατατάξεων από το 2002 έως το 2008 φαίνεται ότι έχει εισέλθει σε μια περίοδο σχετικής σταθερότητας. Ο βασικός λόγος της μεταβολής της σύνθεσης των εξαγωγών ήταν η σημαντική υποχώρηση των εξαγωγών ειδών ένδυσης από το 17% των συνολικών εξαγωγών στο 2,8% το 2012.


Σύνθεση εξωτερικού εμπορίου
Το ελληνικό εξωτερικό εμπόριο κυριαρχείται από την εισαγωγή, διύλιση, επεξεργασία και επανεξαγωγή προϊόντων πετρελαίου. Οι εισαγωγές του αργού πετρελαίου αποτελούν το 30,6% της συνολικής αξίας των εισαγωγών, ενώ ακολουθούν τα ιατρικά προϊόντα και φάρμακα, καθώς και τα ηλεκτρικά μηχανήματα και συσκευές.
Παράλληλα, οι εξαγωγές προϊόντων πετρελαίου αποτελούν το 34,6% της αξίας των ελληνικών εξαγωγών, ενώ ακολουθούν τα φρούτα και λαχανικά, τα μεταλλεύματα (σιδηρούχα και μη), αλλά και τα φαρμακευτικά προϊόντα και τα ενδύματα.
Βαθμός εξειδίκευσης ελληνικών εξαγωγικών προϊόντων
Όπως επανειλημμένα έχουμε τονίσει η επιτυχία ή όχι της προσπάθειας δημιουργίας ενός εξωστρεφούς αναπτυξιακού προτύπου δεν είναι συνάρτηση μόνο του κόστους εργατικού δυναμικού. Αντίθετα, χώρες με πολύ υψηλότερα επίπεδα εργατικού κόστους και ασφαλιστικών εισφορών έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα, εστιαζόμενες σε εξαγωγές προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, τα οποία προϋποθέτουν σημαντικό βαθμό εξειδίκευσης.
Σύμφωνα με τους δείκτες συγκριτικού πλεονεκτήματος, η Ελλάδα φέρεται να επικεντρώνεται σε εξαγωγές αγαθών, όπως καπνό, είδη διατροφής, γεωργικά προϊόντα, ακατέργαστα γουναρικά και υφαντικές ίνες, καθώς και ορυκτά και μεταλλεύματα.
Συμπερασματικά και έχοντας πάντα υπόψη μας ότι στη μελέτη δε συμπεριλαμβάνεται ο κλάδος των υπηρεσιών, η ανάλυσή μας συμβάλλει στην ανάδειξη των αδυναμιών του ελληνικού εξαγωγικού εμπορίου και ταυτόχρονα υποδεικνύει την κατεύθυνση προς την οποία θα πρέπει να κινηθούμε στο άμεσο μέλλον.
Το βασικό γνώρισμα συνεπώς των ελληνικών εξαγωγών είναι η πολύ μικρή προστιθέμενη τους αξία, καθώς πρόκειται για βασικά αγαθά τα οποία εξάγονται σε ακατέργαστη και πρωτογενή μορφή χωρίς να υφίστανται καμία περαιτέρω επεξεργασία επί ελληνικού εδάφους, γεγονός που θα αύξανε το οικονομικό όφελος των εξαγωγών για την ελληνική οικονομία και θα συνέβαλε στην ανάδειξη επώνυμων ελληνικών προϊόντων.
Άμεση συνέπεια του χαμηλού βαθμού εξειδίκευσης των ελληνικών εξαγωγών είναι ότι η Ελλάδα καταλαμβάνει μόλις την 54η θέση στην παγκόσμια κατάταξη με βάση το δείκτη εξειδίκευσης εξαγόμενων εμπορευμάτων.