Έντονος προβληματισμός επικρατεί στα διοικητικά επιτελεία των ελληνικών τραπεζών σε σχέση τον τρόπο στήριξης που θα τους παρασχεθεί από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), για την ενίσχυση των δεικτών κεφαλαιακής τους επάρκειας μετά την εφαρμογή του PSI.

Όπως τονίζουν τραπεζικοί κύκλοι, παρά τις εξαγγελίες της κυβέρνησης για διαχωρισμό του τρόπου κάλυψης των ζημιών ανάλογα με την προέλευσή τους, στην τροπολογία που έχει καταθέσει το υπουργείο Οικονομικών δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο.

Οι τράπεζες υποστηρίζουν ότι οι διοικήσεις τους δεν ευθύνονται για τις απομειώσεις που θα προέλθουν από το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων, σημειώνοντας ότι για το κομμάτι αυτό των ζημιών θα πρέπει να υπάρξει ευνοϊκότερη αντιμετώπιση.

«Οι μέτοχοι των τραπεζών καλούνται να επωμιστούν ζημιές δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ χωρίς δική τους υπαιτιότητα» τονίζουν τραπεζικά στελέχη.

Στο νομοσχέδιο προβλέπεται ότι η στήριξη για τις βιώσιμες τράπεζες θα γίνει με ένα συνδυασμό κοινών μετοχών χωρίς δικαίωμα ορισμού διοίκησης και μετατρέψιμων ομολογιών.

Αν και στη σχετική τροπολογία δεν προσδιορίζεται η αναλογία που θα υπάρχει για τα μέσα στήριξης, ο κ. Βενιζέλος μιλώντας στη Βουλή έχει προαναγγείλει ότι το 90% της ενίσχυσης θα γίνει με κοινές μετοχές.

Εάν αυτό επαληθευτεί, υπάρχει ο κίνδυνος δημιουργίας αντικινήτρων στους μετόχους των τραπεζών να συμμετάσχουν στις αυξήσεις κεφαλαίου, ενώ για όσους δεν καταφέρουν να καλύψουν το ποσοστό που τους αναλογεί στην αύξηση, θα υποστούν σημαντική μείωση της περιουσίας τους (dilution).

Εξάλλου, οι τραπεζίτες υπογραμμίζουν ότι οι αυξήσεις κεφαλαίου με ιδία μέσα δυσχεραίνονται και από την αβεβαιότητα που δημιουργείται για τον υποψήφιο επενδυτή σε σχέση με το στόχο του ελάχιστου ποσοστού συμμετοχής στην έκδοση από τον ιδιωτικό τομέα, προκειμένου να αποφευχθεί η προχώρηση του μάνατζμεντ στο ΤΧΣ.

Σύμφωνα με την Alpha Bank, βασική αιτία των απομειώσεων που θα καταγραφούν αποτελεί «η τοποθέτηση ενός μέρους της εθνικής αποταμίευσης που διαχειρίζονταν σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου ή σε δάνεια δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου, όπως επέβαλλαν οι κανόνες χρηστής διαχείρισης σύμφωνα με τις οποίες τα κρατικά ομόλογα και οι κρατικές εγγυήσεις αξιολογούνται ως επενδύσεις μηδενικού κινδύνου».

Το ποσοστό αυτό θα είναι βάση του νόμου υψηλότερο του 10%, ωστόσο θα καθοριστεί τους επόμενους μήνες.

Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση της Alpha Bank σε ανάλυσή της, στην οποία αναφέρει ότι «ο κίνδυνος να γίνουν οι τράπεζες ΔΕΚΟ, ακόμη και αν πρόκειται για σύγχρονες ΔΕΚΟ, είναι ορατός».

Οι οικονομολόγοι της θεωρούν ότι ένα κρατικοποιημένο τραπεζικό σύστημα θα ήταν καίριο πλήγμα στην προσπάθεια για ανάκτηση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία ώστε να αποκατασταθεί η καταθετική βάση των τραπεζών σε φυσιολογικό επίπεδο.