Τρία χρόνια µετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, γεγονός που σηµατοδοτεί το σκάσιµο της φούσκας του υπερδανεισµού, η χειρότερη παγκόσµια οικονοµική κρίση µετά το κραχ του 1929 εξακολουθεί να µαίνεται. Σήµερα είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η κρίση όχι µόνο δεν έχει ξεπεραστεί, όπως πολλοί υποστήριζαν πριν από περίπου δύο χρόνια, αλλά αντίθετα εντείνεται, ειδικότερα στις ΗΠΑ και στην ευρωζώνη.

όι ρυθµοί ανάπτυξης και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού υποχωρούν και οι ανησυχίες για νέα ύφεση επανέρχονται. Τα µέτρα που πήραν οι µεγάλες οικονοµίες της ∆ύσης, όπως αυτή των ΗΠΑ, για να ξεπεράσουν την ύφεση που προκάλεσε η πιστωτική κρίση µετά την κατάρρευση της Lehman Brothers µπορεί πρόσκαιρα να είχαν αποτέλεσµα, όµως δεν κατάφεραν να δώσουν πραγµατική ώθηση στις οικονοµίες. Επιπλέον, τα πακέτα στήριξης διόγκωσαν τα ελλείµµατα και τα χρέη, περιορίζοντας έτσι τα όποια περιθώρια υπάρχουν για νέα δηµοσιονοµική χαλάρωση.

Ο δανεισµός γίνεται όλο και πιο δύσκολος και ακριβός για κράτη και επιχειρήσεις. Τα τοξικά του συστήµατος σήµερα δεν είναι τα µειωµένης εξασφάλισης (subprime) στεγαστικά δάνεια των ΗΠΑ, αλλά τα οµόλογα των κρατών µε υψηλό έλλειµµα και χρέος, όπως η Ελλάδα. Η αµερικανική κεντρική τράπεζα (Fed) έχει µειώσει τη χρηµατοδότηση των ευρωπαϊκών τραπεζών που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ εξαιτίας των προβληµάτων που αντιµετωπίζουν στην ευρωζώνη.

Στην Ευρώπη όλο και περισσότερα χρήµατα τοποθετούνται καθηµερινά για ασφάλεια στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε επίπεδα που θυµίζουν αυτά της εποχής της Lehman Brothers. Τα τραπεζικά κεφάλαια αντί να ρέουν στα κανάλια του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος λιµνάζουν στις κεντρικές τράπεζες, δηµιουργώντας συνθήκες ασφυξίας στην αγορά και επιδείνωση των προβληµάτων της εύθραυστης παγκόσµιας οικονοµίας.

Τρία χρόνια µετά την κατάρρευση της Lehman Brothers η κρίση που προκάλεσαν τα subprime στεγαστικά εισέρχεται σε νέα φάση. Οι αµερικανικές αρχές στρέφονται κατά των µεγαλύτερων τραπεζών του κόσµου διεκδικώντας αποζηµιώσεις αρκετών δισ. δολαρίων για την αποτυχία τους να διαγνώσουν ότι τα τοξικά προϊόντα που πωλούσαν σε επενδυτές στηρίζονταν σε στεγαστικά δάνεια που δεν επρόκειτο να αποπληρωθούν.

Ειδικότερα, το Federal Housing Finance Agency (FHFA), που εποπτεύει ό,τι έχει αποµείνει από τους χρεοκοπηµένους κρατικούς κολοσσούς στεγαστικής πίστης Fannie Mae και Freddie Mac, κινήθηκε δικαστικά κατά τραπεζών όπως οι Bank of America, JP Morgan, Goldman Sachs και Deutsche Bank. Το FHFA διεκδικεί αποζηµιώσεις προκειµένου να καλυφθούν οι ζηµιές των 30 δισ. δολαρίων που υπέστησαν οι Fannie Mae και Freddie Mac, οι οποίες χρειάστηκαν κρατική βοήθεια 141 δισ. δολαρίων.

Η παγκόσµια χρηµατοοικονοµική κρίση που ξέσπασε το 2008 µετά την κατάρρευση της Lehman Brothers «φύτεψε» στην ουσία τον σπόρο για τη σηµερινή κρίση κρατικού χρέους. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι το οικοδόµηµα που δηµιουργήθηκε στον χρηµατοπιστωτικό κλάδο πριν από το 2007 όταν ξεκίνησε η κρίση µε τα subprime στεγαστικά δάνεια στις ΗΠΑ ήταν σαθρό.

«Απλώς περιµέναµε να συµβεί το ατύχηµα» λένε σήµερα τραπεζικές πηγές. Οπως εξηγούν, τότε στο κυνήγι του κέρδους «είχαν δηµιουργηθεί τραπεζικά εκτρώµατα» .

Οι τράπεζες εκµεταλλευόµενες τα χαµηλά επιτόκια του δολαρίου, µια πολιτική που εφάρµοσε ο τότε επικεφαλής της Fed Αλαν Γκρίνσπαν στο όνοµα της ανάπτυξης της οικονοµίας, άρχισαν να προσφέρουν φθηνά ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια. Πολλοί έσπευσαν να αγοράσουν κατοικία. Σύντοµα όµως δάνεια χορηγούνται σε δανειολήπτες που δεν είχαν τη δυνατότητα να τα εξοφλήσουν. Ετσι, όταν τα επιτόκια αυξήθηκαν, έχασαν τα σπίτια τους και τα όποια κεφάλαια είχαν ρίξει σε αυτά.

Η καταστροφή στην αγορά κατοικίας είχε αλυσιδωτές επιπτώσεις στις ΗΠΑ αλλά και παγκοσµίως. Μέσω µιας διαδικασίας που είναι γνωστή ως τιτλοποίηση, τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια είχαν τεµαχιστεί, είχαν γίνει πακέτα και είχαν µεταβιβαστεί σε κάθε λογής τράπεζα και επενδυτικά κεφάλαια στις ΗΠΑ και το εξωτερικό. Ενώ παραδοσιακά οι τράπεζες αντλούσαν χρήµατα από τους καταθέτες τα οποία στη συνέχεια τα δάνειζαν, µε τις τιτλοποιήσεις και άλλα εργαλεία αντλούσαν θεωρητικά απεριόριστα κεφάλαια από τις αγορές τα οποία τα δάνειζαν, δηµιουργώντας τεράστια ανοίγµατα.

Ετσι, στήθηκε µια µηχανή παραγωγής δανείων την οποία συντηρούσαν τα χαµηλά επιτόκια και ένα σύστηµα πώλησης το οποίο λειτουργούσε βάσει κινήτρων.

Οποιος πουλούσε δάνειο είχε µπόνους.

Και όλοι ήθελαν να κερδίζουν. Από τον υπάλληλο και τον διευθυντή του καταστήµατος ως τον επικεφαλής των στεγαστικών και τον διευθύνοντα σύµβουλο. Βεβαίως το κέρδος ήταν διαφορετικό. Οσο πιο ψηλά στην ιεραρχία τόσο µεγαλύτερο. Για δε τα κορυφαία στελέχη ήταν µεγάλα πακέτα µετοχών.

Εκτός από στεγαστικά, οι τράπεζες έδωσαν και πολλά καταναλωτικά, δάνεια για αγορά αυτοκινήτων και προσωπικά δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις, αλλά και δάνεια προς επιχειρήσεις και επενδυτικά κεφάλαια που αντί να γίνουν επενδύσεις, κατέληξαν στις τσέπες των επιχειρηµατιών. Οταν τελικά γκρεµίστηκε αυτό το οικοδόµηµα, παρέσυρε µαζί του µερικά από τα πλέον σεβαστά χρηµατοπιστωτικά ιδρύµατα όπως η Lehman Brothers, η Bear Stearns και η Merrill Lynch. Οµως τα προβλήµατα δεν σταµάτησαν εκεί. Μεγάλο µέρος των τιτλοποιηµένων ενυπόθηκων δανείων είχε πουληθεί σε ολόκληρο τον κόσµο, από τη Νορβηγία και την Ολλανδία ως την Ινδία και την Κίνα. Εχοντας συνήθως υψηλή αξιολόγηση από τους διεθνείς οίκους όπως οι S&P, Moody’s και Fitch, πωλήθηκαν ακόµη και σε συντηρητικά συνταξιοδοτικά ταµεία.

Οι τελευταίες πράξεις ενός δράματος

Τρία χρόνια συμπληρώνονται την προσεχή Πέμπτη από την τελευταία πράξη του δράματος της Lehman Brothers που «παίχτηκε» στο Μανχάταν. Στις 15 Σεπτεμβρίου 2008, ημέρα Δευτέρα, η ιστορική επενδυτική τράπεζα (είχε ιδρυθεί το 1850) κατέρρευσε κάτω από το βάρος ζημιών 60 δισ. δολαρίων, κυρίως από «τοξικά» προϊόντα.

Κάποιοι υποστήριξαν ότι την άφησαν επίτηδες να χρεοκοπήσει. Μεταξύ εκείνων που κρατούσαν την τύχη της Lehman στα χέρια τους ήταν ο τότε υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Χένρι Πόλσον, ο τότε πρόεδρος της αμερικανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (SEC) Κρίστοφερ Κοξ και ο τότε κεντρικός τραπεζίτης της Νέας Υόρκης (και σήμερα υπουργός Οικονομικών) Τίμοθι Γκάιτνερ . Οι τρεις άνδρες επικοινωνούσαν με τις κορυφαίες τράπεζες του πλανήτη και διερευνούσαν ποια από αυτές θα μπορούσε να στηρίξει τη Lehman ενισχύοντάς τη με 35 δισ. δολάρια. Το σχέδιο προέβλεπε πως είτε η Barclays είτε η Bank of America θα αγόραζαν τα εναπομείναντα ελκυστικά περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή την τράπεζα επενδύσεων.

uni03A9ς την Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου ο επικεφαλής της Lehman Ρίτσαρντ Φουλντν προσπάθησε απεγνωσμένα να την πουλήσει. Εις μάτην. Μετά το κλείσιμο της Wall Street την Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου ο Χένρι Πόλσον, που ήταν πεπεισμένος ότι η Lehman δεν θα μπορούσε να συνεχίσει την πορεία της, πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Τη Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008 η Wall Street ξύπνησε με δύο συνταρακτικές ειδήσεις: την πτώχευση της Lehman Brothers αλλά και τη σωτηρία της Merrill Lynch στο «παρά πέντε», με την πώλησή της στην Bank of America.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ