Στήνοντας την «εμποροπανήγυριν»


H Διεθνής Εκθεση Θεσσαλονίκης, η οποία κατά την ίδρυσή της, τα πρώτα μεσοπολεμικά χρόνια του περιορισμένου ελλαδικού χώρου, επιχείρησε να αναδείξει περισσότερο το μέλλον μιας πόλης που άλλοτε ήταν μητροπολιτικό κέντρο των Βαλκανίων παρά ένα καχεκτικό οικονομικό παρόν, δεν είχε μεγάλες διαφορές από τις λεγόμενες εμποροπανηγύρεις της Δύσης, στη βαλκανική μάλιστα εκδοχή τους. Οταν το 1925 μία ομάδα τοπικών παραγόντων, μάλλον εξαιρετικά φιλόδοξων παρά οραματιστών, άρχισε την προσπάθεια για τη δημιουργία της έκθεσης, η πόλη ήταν μόλις 12,5 χρόνια ελεύθερη και είχε ήδη «υποδεχθεί» περί τις 60.000 προσφυγικές οικογένειες. Σύμφωνα, μάλιστα, με μια μεταγενέστερη απογραφή, του 1930, λειτουργούσαν 11.355 επιχειρήσεις, οι οποίες απασχολούσαν 37.368 άτομα. Από αυτές, οι 7.180, με 16.722 απασχολουμένους, ήταν εμπορικές και οι 4.175, με 20.646 απασχολουμένους, ήταν βιομηχανικές και βιοτεχνικές. Το 1928, μάλιστα, η Θεσσαλονίκη συγκέντρωνε το 3,9% του συνολικού πληθυσμού της χώρας και το 7,3% των απασχολουμένων στη βιομηχανία. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εξαγωγική κίνηση του λιμανιού της πόλης ήταν κατά 50% μεγαλύτερη από την αντίστοιχη του Πειραιά, αλλά η εισαγωγική μόλις που κάλυπτε το ένα έβδομο της αντίστοιχης του Πειραιά. Το ίδιο διάστημα, το 1925-26, βασικός παράγοντας της οικονομίας της πόλης ήταν η ανοικοδόμησή της έπειτα από την πυρκαγιά του 1917 – τότε, μάλιστα, η διαδικασία αυτή βρισκόταν στο απόγειό της. Τυπικά, εναρκτήρια χρονολογία δημιουργίας της έκθεσης θεωρείται η αίτηση που υπέβαλε ο Νικόλαος Γερμανός στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, στις 28 Απριλίου 1925, με την οποία ζητούσε άδεια διοργάνωσης μιας διεθνούς έκθεσης στη Θεσσαλονίκη. Πρωθυπουργός, τότε, ήταν ο συντηρητικός φιλελεύθερος A. Μιχαλακόπουλος, υπουργός Εθνικής Οικονομίας ο K. Σπυρίδης, και γενικός γραμματέας στο ίδιο υπουργείο ο πολιτευτής της Λάρισας K. Ροδόπουλος. Οπως αναφέρεται στην έκδοση «75 χρόνια ιστορίας της ΔΕΘ: 1925-2000» των Ευάγγελου A. Χεκίμογλου και Ευφροσύνης X. Ρούπα, που αποτελεί μια εξαιρετική μελέτη της ιστορικής διαδρομής της ΔΕΘ, «στις 29 του ιδίου μηνός, δηλαδή την επόμενη ημέρα που ο N. Γερμανός συνέταξε την αίτηση, ο στρατηγός Οθωναίος, ένας από τους αφανείς συντελεστές στην ίδρυση της ΔΕΘ (είναι αυτός που εξασφάλισε τον τόπο της), αναχώρησε από τη Θεσσαλονίκη για την Αθήνα. Ισως η σύμπτωση να μην είναι τυχαία και ο στρατηγός να κόμιζε την επιστολή του Νικολάου Γερμανού προς το υπουργείο της Εθνικής Οικονομίας. Ο Αλέξανδρος Οθωναίος, από τους πρωτεργάτες του κινήματος του 1909, υπήρξε ο πρόεδρος του στρατοδικείου στη μοιραία δίκη των Εξι. H επιρροή του στον βενιζελογενή χώρο την εποχή εκείνη ήταν αναμφισβήτητη. Οπως κι αν έφθασε η αίτηση στα χέρια του, ο Σπυρίδης την ενέκρινε χωρίς καθυστέρηση στις 30 Απριλίου».


Ο ιθύνων νους, όμως, και ο σημαντικότερος εκ των πρωτεργατών της κίνησης για την ίδρυση της ΔΕΘ ήταν ο N. Γερμανός. Ο N. Γερμανός γεννήθηκε το 1864 στο χωριό Βάβδος της Χαλκιδικής και το επίθετό του το οφείλει στις σπουδές του στη Γερμανία, αφού ο πατέρας του λεγόταν K. Λιόλιος. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Χάλκη και εργάστηκε στη Σμύρνη ως βοηθός σε φαρμακείο. Ακολούθως, σπούδασε στην Αθήνα και στη Γερμανία, στο Ινστιτούτο της Ιένα, Φυσικές Επιστήμες. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, δημιούργησε τον πρώτο ζωολογικό κήπο και το πρώτο ενυδρείο στην Ελλάδα, το 1900. Μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας, επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και το 1915 εξελέγη βουλευτής με το αντιβενιζελικό ψηφοδέλτιο, όπως και το 1920 – αργότερα διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος και δημαρχεύων της Θεσσαλονίκης.


Ο στρατηγός Οθωναίος επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη στις 20 Μαΐου και στις 25 του ίδιου μήνα πραγματοποιήθηκε η ιστορική συνάντηση των ιδρυτών. Οπως αναφέρεται στην προαναφερόμενη μελέτη: «Ηταν η 25η Μαΐου 1925, ημέρα φορτισμένη με τις αποκαλύψεις του Τύπου για κακή διαχείριση του δημοσίου χρήματος. Τόπος της συνάντησης ήταν ένα δωμάτιο, στον δεύτερο όροφο του παλαιού κτιρίου που υπήρχε στη γωνία των οδών Συγγρού και Βαλαωρίου. Εκεί βρισκόταν το γραφείο του Διομήδη Βαρλαμίδη, διευθυντή της Εθνικής Τράπεζας. H συνάντηση υπήρξε ιδιωτική. Ο Διομήδης Βαρλαμίδης, κυνηγός, bon viveur, πάντοτε κομψός, θα είναι ο πρόεδρος των πρώτων έξι διοργανώσεων της ΔΕΘ, μέχρι την αποχώρησή του από το τραπεζικό επάγγελμα, το 1931, και την επίδοσή του σε επιχειρήσεις, που θα τον καταστρέψουν οικονομικά. Αλλος πρωταγωνιστής, ο Νικόλαος Λούβαρης, θεολόγος και δημοσιογράφος, που σε μερικά χρόνια θα γίνει καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αργότερα θα αμαυρώσει τη λαμπρή φήμη του και το τεράστιο επιστημονικό έργο του με τη συμμετοχή του σε κατοχική κυβέρνηση. Ακόμη, παρίσταται ο Νικόλαος Δαρβέρης, δικηγόρος και πολιτευτής των Λαϊκών. Ακολουθεί ο Μικές Μαυρογορδάτος, εκείνη την εποχή έμπορος συμμαχικών ειδών και συνεταίρος του Αλέξανδρου Ζάννα, βενιζελικός πολιτευτής. Μια άλλη σημαντική παρούσα προσωπικότητα ήταν ο μηχανικός Ανδρέας Λευθεριώτης, διευθυντής του Σχεδίου Πόλεως Θεσσαλονίκης. Επεται ο Δημήτριος Κουκουμπάνης, δημοτικός σύμβουλος και βιομήχανος. Πρόσωπο με ισχυρή κτηματική περιουσία, όπως άλλωστε και ο Δαρβέρης, ο Κουκουμπάνης συμμετέχει σε δύο βασικές ανώνυμες εταιρείες της Θεσσαλονίκης, την Πλινθοποιία Γρανίτης και τα Ψυγεία Χαρίλαου. Ακολουθεί ο Σταύρος Γρηγοριάδης, αντιπρόσωπος ασφαλειών και πετρελαίων, πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου, βενιζελικός πολιτευτής, που σε λίγο θα αναλάβει πρόεδρος της Ελευθέρας Ζώνης. Τελευταίος, ο Ζήσης Βέρρος, αντιπρόεδρος της ABEZ και ιδιοκτήτης ανώνυμης εμπορικής εταιρείας. Το 1925 ήταν γενικός γραμματέας του ΕΒΕΘ. Τόσο αυτός όσο και ο Γρηγοριάδης θα διατελέσουν αργότερα πρόεδροι του επιμελητηρίου. Τα πρόσωπα αυτά, γνωστά μεταξύ τους από τη συμμετοχή τους σε επιχειρήσεις, συντάσσουν εκείνη την ημέρα ένα πρακτικό, σύμφωνα με το πνεύμα του νόμου και την απάντηση του K. Σπυρίδη, το οποίο θα υποβληθεί στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, για να δοθεί η τελική άδεια. Στο πρακτικό διαφαίνεται σαφώς τόσο η πρόθεση της ομάδας να διοργανώσει μία έκθεση όσο και το ότι η ιδέα ανήκει στον Νικόλαο Γερμανό. Το υπουργείο απαντά στις 3 Ιουνίου απευθείας στον Δ. Βαρλαμίδη, ως πρόεδρο της επιτροπής, και εγκρίνει το αίτημα. H ομάδα μπορεί να προχωρήσει, αρκεί να βρει χρήματα και χώρο. Το κράτος δεν διαθέτει τίποτα από τα δύο».


H είδηση δημοσιεύεται στις 14 Ιουνίου, τρεις ημέρες μετά την πτώση της κυβέρνησης Μιχαλακόπουλου και την επόμενη ημέρα ο στρατηγός Οθωναίος θα παραχωρήσει το πεδίο ασκήσεων του Γ’ Σώματος Στρατού, ανάμεσα στις λεωφόρους Στρατού και Βασιλέως Γεωργίου, για να δημιουργηθεί η Διεθνής Εκθεση. Ο χώρος είναι 37.500 τ.μ. Προγραμματίζεται, λοιπόν, η πρώτη έκθεση να πραγματοποιηθεί από τις 18 ως τις 31 Οκτωβρίου 1925. Λίγες εβδομάδες αργότερα, όμως, η κυβέρνηση ζητεί την αναβολή της διότι αρκετοί πρεσβευτές έχουν εκφράσει παράπονα πως οι επιχειρήσεις των χωρών τους δεν ενημερώθηκαν εγκαίρως, όπερ και εγένετο. Ως επόμενος χρονικός στόχος τίθεται ο Μάιος του 1926. Οι βιομηχανικοί κύκλοι των Αθηνών προσπαθούν να πείσουν την κυβέρνηση ότι η διοργάνωση της έκθεσης στη Θεσσαλονίκη θα είναι επιζήμια για την ελληνική βιομηχανία. Από την άλλη πλευρά υποστηρίζεται ότι αν η έκθεση ματαιωθεί, τότε, η χώρα θα καταστεί ανακόλουθη στο εξωτερικό. H Οργανωτική Επιτροπή διευθύνεται από τον γενικό διοικητή Μακεδονίας A. Παναγιωτόπουλο – ο Θ. Πάγκαλος έχει ήδη επιβάλει τη δικτατορία του -, ενώ γενικός διευθυντής είναι ο N. Γερμανός. Αλλά η Οργανωτική Επιτροπή δεν έχει αποφασίσει αν η έκθεση θα είναι καθαρώς ελληνική, βαλκανική ή διεθνής και αν θα ονομαστεί έκθεση ή «πανήγυρις». Και τα εμπόδια δεν έχουν ξεπεραστεί.


Στις αρχές Μαρτίου του 1926 κυκλοφορούν φήμες πως η έκθεση θα ματαιωθεί. Τελικώς, έπειτα από πολλές δυσκολίες και εμπόδια, η έκθεση ορίστηκε για τον Οκτώβριο, εγκρίθηκε η χρηματοδότηση για τη διαμόρφωση του Πεδίου του Αρεως και στις 3 Οκτωβρίου έγιναν τα εγκαίνια.


Κατά 20% αυξήθηκε ο τζίρος των εμπόρων


Μεταξύ των εταιρειών που συμμετείχαν στην πρώτη έκθεση του 1926 ήταν τα αυτοκίνητα Ford, η κεραμοποιία Αλλατίνη, η εταιρεία κρυστάλλων Εσπερία, οι καπνοβιομηχανίες Ματσάγγου και Καραβασίλη, η Νεστλέ – στο περίπτερό της υπήρχε μία εντυπωσιακή αγελάδα -, η βιομηχανία εμαγιέ Παπαδάτου και ο οίκος Παπαγεωργίου από τον Βόλο. Τα επόμενα χρόνια, ιδιαίτερα περίπτερα διέθεταν η μεταξουργία Χρυσαλλίς, η εμπορική επιχείρηση Ζαμβρέκα, η επιχείρηση Κατσακούλη με έλαια και σαπούνια, οι καραμέλες Life Savers, η οινοπνευματοποιία Κατσαρού, η μακαρονοποιία Μίσκο, η βολιώτικη υφαντουργία Λεβιάθαν AE, η αλλαντοποιία Γανιώτη, η αντιπροσωπεία γουναρικών Μαλζόν, η Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών (Πάουερ), η ABEZ, η αμερικανική εταιρεία Κολυνός, η αγγλική εταιρεία Winstone & Sons, η Ελληνική Βιομηχανική Εταιρεία Καρυκευμάτων. Το 1929, στο περίπτερο της βιομηχανίας και στα ιδιωτικά περίπτερα συμμετείχαν συνολικά 152 βιομήχανοι και βιοτέχνες, από τους οποίους οι 118 προέρχονταν από τη Βόρεια Ελλάδα και μόνο 37 από τη Νότια. Πάντως, το διάστημα 1926-1940 οι ξένοι εκθέτες ήταν αναλογικά περισσότεροι από τους Ελληνες, αν και οι δεύτεροι κατελάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος του εκθεσιακού χώρου. Το ίδιο διάστημα, συμμετείχαν επίσημα 18 ξένες χώρες: Αίγυπτος, Αλβανία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Γερμανία, Γιουγκοσλαβία, Δανία, Ελβετία, ΕΣΣΔ, Ιαπωνία, Ιταλία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουμανία, Σουηδία, Τουρκία, Τσεχοσλοβακία, Φινλανδία. Κατά τη διάρκεια της ΔΕΘ, η εμπορική κίνηση της πόλης παρουσίαζε σημαντική αύξηση. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, οι επισκέπτες κατά το διάστημα της προπολεμικής περιόδου κυμαίνονταν από 150.000 μέχρι και 250.000. Μάλιστα, το 1926 οι πωλήσεις των καταστημάτων της Θεσσαλονίκης αυξήθηκαν κατά 20% έναντι του 1925. Ο πρώτος έλληνας πρωθυπουργός που επισκέφθηκε την έκθεση ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, το 1928, ενώ το πρώτο περίπτερο που επισκέφθηκε ανήκε στην εγχώρια βιομηχανία.