Τι είναι η πατρίδα μας, ρωτούσε το γνωστό ποιηματάκι της δημοτικής μας παιδείας. Και συνέχιζε απαριθμώντας τα αξιοθέατά της. Ακριβώς αυτοί οι στίχοι μού ήρθαν στη μνήμη όταν διάβασα με πόσο ενθουσιασμό ανακοινώθηκαν από τη διοίκηση και πέρασαν στις οικονομικές στήλες των εφημερίδων τα οικονομικά αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου της ΔΕΗ. Η είδηση ανέφερε ότι η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού πέτυχε αύξηση κατά 80% των κερδών της σε σχέση με το περυσινό τρίμηνο. Σημειώνεται ότι και τα περυσινά ήταν ήδη σημαντικά αυξημένα έναντι των προηγουμένων. Η αισιοδοξία που στην αρχή με πλημμύρισε μετατράπηκε σε απορία.


Τι είναι η ΔΕΗ μας, άρχισα να σκέπτομαι. Μην είναι τα κέρδη της τα τρομερά που τα ζηλεύουν οι άλλες ιδιωτικές επιχειρήσεις; Μην είναι τα κέρδη της τα μονοπωλιακά που προκύπτουν από την εκμετάλλευση των ειδικών προνομίων στη διαχείριση του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και τα παραγνωρίζει η Επιτροπή Ανταγωνισμού; Μην είναι η έκφραση των ειδικών εντολών του υπουργού Εθνικής Οικονομίας για να απορροφηθούν τα εισοδήματα των φορολογουμένων που δεν πληρώνουν φόρους αλλά δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς ηλεκτρισμό; Μην είναι η νέα μορφή δημόσιας επιχείρησης στην οποία το δημόσιο συμφέρον εκφράζεται με μονοπωλιακή τιμολόγηση, αντί μιας ελεγχόμενης τιμολόγησης στη παροχή της καθολικής υπηρεσίας ηλεκτρικής ενέργειας;


Ολα η ΔΕΗ μας. Και αυτά και εκείνα. Και τα κέρδη της τα υψηλά και η μονοπωλιακή εκμετάλλευση του δικτύου διανομής και η με κάθε μέσο και απειλή διατήρηση των εμποδίων στην είσοδο ανταγωνιστών και η ανυπαρξία αποδοχής ελέγχου από τις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές και η αυταρχική διαχείριση ενός τεραστίου σε μέγεθος και ανυπολόγιστου σε αξία επενδυμένου με δημόσια κεφάλαια παραγωγικού μηχανισμού και η επιχείρηση που εξυπηρετεί το «δημόσιο συμφέρον» ερμηνεύοντάς το κατά το δοκούν.


Για σιγά, αγαπητοί κύριοι, γιατί έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα θα αρχίσουμε να νομίζουμε ότι ζούμε σε μια κοινωνία που δεν διαχωρίζει το νόημα των λέξεων κέρδη και μονοπωλιακά κέρδη. Ή τουλάχιστον δεν έχει μηχανισμούς να τα ελέγχει. Θα έχουμε προχωρήσει κοινωνικά τόσο πολύ, που κατά πάσα πιθανότητα θα προκύπτει ότι θα έχουμε μπερδέψει το νόημα των λέξεων δημόσιο και ιδιωτικό συμφέρον. Θα έχουμε πιστέψει τόσο πολύ τον ρόλο μας ως manager στον βαθμό που θα ξεχνάμε ακόμη και το ποιος μας διορίζει και με ποιες διαδικασίες. Θα φτάσουμε στο σημείο να συμπεριφερόμαστε διαφορετικά γιατί θα πιστέψουμε, για παράδειγμα, όπως πριν από λίγους μήνες κάποιοι άλλοι σε τραπεζικές καρέκλες, ότι έχουμε την εντολή της γενικής συνέλευσης των μετόχων. Αρα όταν πραγματοποιούμε μεγάλα κέρδη μας περιμένουν bonus και ανανέωση της θητείας, ενώ αντίθετα είμαστε καταδικασμένοι. Ευτυχώς που δεν αποφάσισαν να παραδειγματιστούν από την επιτυχία τους και οι διορισμένοι managers του ΕΣΥ, διότι τότε πλέον τα γεγονότα θα ήταν απείρως διασκεδαστικά. Ξεχάσαμε, φοβάμαι, ακόμη και το ότι στους φοιτητές μας διδάσκουμε πως για κάθε εταιρεία εκτός από τους μετόχους και τους πιστωτές υπάρχουν και οι «μεριδιούχοι» που στην περίπτωση των ιδιωτικών είναι τουλάχιστον οι εργαζόμενοι ενώ στην περίπτωση των δημοσίου συμφέροντος ο όρος περιλαμβάνει όλους τους πολίτες (ακόμη και όσους δεν έχουν γεννηθεί).


Για να μην έχουμε λοιπόν διαφορές ας τοποθετηθούμε. Προσωπικά δεν με ενοχλούν τα μεγάλα μονοπωλιακά κέρδη. Με ευχαριστούν μάλιστα και ανεξάρτητα αν προκύπτουν από επιχειρήσεις δημόσιας ή ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Σε τελική ανάλυση προκύπτουν από καλή διαχείριση των πόρων. Με μια παρατήρηση, αν είναι μονοπωλιακά, να αντιμετωπίζουν τη δαμόκλειο σπάθη της Επιτροπής Ανταγωνισμού.


Ο κ. Νίκος Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.