Αποφάνσεις του τύπου «οι Ελληνες είναι περισσότερο ρατσιστές από τους άλλους Ευρωπαίους» ισοδυναμούν με επικόλληση ετικέτας (labeling), φαινόμενο ανάλογο με τον ίδιο τον ρατσισμό. Κάτι τέτοιο όμως απορρέει από την έρευνα του Ευρωβαρόμετρου την άνοιξη 2000, όπως αναλύθηκε από το αυστριακό EUMC (European Monitoring Centre), ενώ εξακολουθεί να απασχολεί την ελληνική κοινή γνώμη. Καλή η αυτοκριτική για μας ­ αν και εύκολα αμφισβητείται η αντιπροσωπευτικότητα δείγματος 1.000 ατόμων από κάθε χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ). Αλλά, ακόμη και αν το δείγμα ήταν μεγαλύτερο, τίθεται το ζήτημα της καταλληλότητας της ποσοτικής και μόνο μεθόδου / τεχνικής για την κατανόηση ή έστω την καταγραφή φαινομένων τόσο λεπτών και λανθανόντων όπως ο ρατσισμός και ο κοινωνικός αποκλεισμός.


Η λογική του Ευρωβαρόμετρου μας παγιδεύει από την εκκίνηση. Πώς είναι δυνατόν να διακρίνουμε «εθνικά χαρακτηριστικά» ενός πληθυσμού ήδη ανάμεικτου, κινητικού, υβριδικού θα έλεγα, όπως ο πληθυσμός της Ευρώπης; Η δυϊστική κατάταξή του σε ντόπιους / μετανάστες και τα συναφή υποτιμά την πολυπλοκότητα των μετακινήσεων, σε κάθε χώρα, των ευρωπαίων πολιτών και των μεταναστών από τρίτες χώρες, τις τριβές ή τις φιλίες μεταξύ μειονοτήτων, νομάδων, τσιγγάνων, μεταναστών. Στη θέση τέτοιων υπεραπλουστεύσεων του θετικισμού της δεκαετίας του 1960 σήμερα οι κοινωνικές επιστήμες έχουν κατακτήσει έναν μεθοδολογικό πλουραλισμό, ο οποίος κατανοεί τον ρατσισμό βάσει της ιστορίας και της γενιάς, της μεταναστευτικής ροής και της προέλευσης, των συγκυριών ανεργίας και εγκληματικότητας, και ασφαλώς του τόπου ­ της πόλης, της πεδιάδας, του νησιού, των συνόρων, του Βορρά ή του Νότου.


Ας σταθούμε λίγο σε αυτό το τελευταίο σημείο. Είναι ειρωνικό ότι η Μεσόγειος πρόδωσε το Ευρωβαρόμετρο: οι κοινωνίες της αντιστέκονται στα στατιστικά τερτίπια του. Η περίφημη πολυμεταβλητή παλινδρόμηση δεν «εξηγεί» πάνω από 15% της μεταβολής ή διαφοροποίησης στη Νότια Ευρώπη. Την ίδια αποτυχία μπορώ να εγγυηθώ και για τα σύνορα της Ευρώπης ως επικεφαλής ερευνητικού προγράμματος επτά ευρωπαϊκών πανεπιστημίων συντονιζόμενου από το Τμήμα Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Τα σύνορα, τόποι ιδιαίτερης κινητικότητας και μετάβασης πληθυσμών και εμπορευμάτων, λαθρομεταναστών και παράνομων φορτίων, μας αποκάλυψαν μια προβλέψιμη πολυπλοκότητα σημασιοδοτήσεων των κατοίκων τους για τον κοινωνικό αποκλεισμό αλλά και μια αναπάντεχη τομή και διαφοροποίηση των συνοριακών τοπικών κοινωνιών από αυτό που ονομάζουμε «εθνική κοινή γνώμη» ­ λες και υπάρχει κάτι τέτοιο. Σε συνάρτηση με τις εμπειρίες των πληθυσμών αλλά και τις παγκόσμιες συγκυρίες, όπως κατασταλάζουν στις τοπικές κοινωνίες, δημιουργούνται έννοιες και σημασιοδοτήσεις αμφίσημες και ρευστές, που δεν γίνονται κατανοητές από τον ερευνητή σε πρώτο επίπεδο, με μια ερώτηση. Χρειάζεται να κουραστούμε λίγο περισσότερο.


Σε ανάλογη με τα παραπάνω κριτική της μεθοδολογίας του Ευρωβαρόμετρου, την οποία παρουσίασα πρόσφατα σε διεθνές συνέδριο στις Βρυξέλλες, βρήκα συμμάχους τους περισσότερους συνέδρους. Εκφράζοντας οπωσδήποτε την ανησυχία μου για το 27% των Ελλήνων, τους 270 ερωτωμένους που δεν ανέχονται τις μειονότητες σε σύγκριση, π.χ., με τους 90 Σουηδούς, άκουσα με έκπληξη σουηδό καθηγητή να μου εξηγεί ότι τα χαμηλά ποσοστά ρατσισμού ορισμένων χωρών οφείλονται και στο κλίμα «πολιτικής ορθότητας». Σε μερικές χώρες είναι αδιανόητο να εκφράσεις δημόσια ρατσιστικές απόψεις, έστω κι αν ιδιωτικά τις πιστεύεις και τις εφαρμόζεις στην καθημερινή σου ζωή. Οι απαντήσεις που κατέγραψε το Ευρωβαρόμετρο είναι και αυτές οι ίδιες απατηλές.


Το Ευρωβαρόμετρο δεν χαίρει ιδιαιτέρου κύρους στην επιστημονική κοινότητα. Χαίρει ωστόσο άφθονης και γενναίας χρηματοδότησης, τη στιγμή που άλλα ερευνητικά προγράμματα στις κοινωνικές επιστήμες υφίστανται αδυσώπητες περικοπές κονδυλίων.


Η κυρία Λίλα Λεοντίδου είναι καθηγήτρια του Τμήματος Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου.