Στη ΜΕΤΑΒΑΣΗ από τον 20ό στον 21ο αιώνα και ενώ στο διάστημα της τελευταίας 15ετίας εμφανίστηκαν στην ελληνική οικονομική ζωή πλήθος νέες και δυναμικές εν πολλοίς επιχειρήσεις, τα λεγόμενα νέα επιχειρηματικά «τζάκια», υπάρχουν αρκετές βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις που είτε έχουν κλείσει ή σύντομα πρόκειται να γιορτάσουν την πρώτη εκατονταετία της ζωής τους. Είναι κάποιες γνωστές και άγνωστες επιχειρήσεις που συνεχίζουν την οικονομική δραστηριότητά τους, οι περισσότερες μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ στα ίδια αυτά χρόνια κάποιες άλλες περισσότερο γνωστές έπαψαν να υπάρχουν.


Στην καταγραφή της ιστορίας τους, η οποία επί της ουσίας αποτελεί ιστορία της ελληνικής οικονομίας, αποβλέπει η έρευνα του «Βήματος της Κυριακής».



Ηταν τέλη του 1922, ύστερα από εκείνον τον τραγικό Αύγουστο που έχει καταγραφεί στη νεοελληνική ιστορία ως «Μικρασιατική Καταστροφή», όταν δύο ανώτεροι αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού αποστρατεύονται και αποφασίζουν ξαφνικά να γίνουν… βιομήχανοι!


Χωρίς να διαθέτουν ίχνος τεχνογνωσίας, αποφασίζουν να δημιουργήσουν την πρώτη ­ και έκτοτε ως και σήμερα παραμένει η μοναδική ­ βιομηχανία τεχνητής μετάξης, σε μια περίοδο μάλιστα που η Ελλάδα διέθετε αξιόλογη παραγωγή φυσικής μετάξης!


Για τις ανάγκες της παραγωγής νοίκιασαν έναν… στάβλο στο Μοσχάτο ενώ τα μηχανήματα τα κατασκεύασαν οι ίδιοι! Πρόκειται για τον Χαρίλαο Λιάμπεη από τα Ιωάννινα και τον Τηλέμαχο Τριγγέτα από την Κορώνη. Αυτό είναι το πλαίσιο που χαρακτηρίζει την προϊστορία της ΕΤΜΑ, της Εταιρείας Τεχνητής Μετάξης, η εξέλιξη της οποίας, στα 78 χρόνια που λειτουργεί, κινείται στα όρια του «μύθου». Και τούτο δεν είναι μια υπερβολική διαπίστωση.


Εκείνη την εποχή η βιομηχανία τεχνητής μετάξης είχε αρχίσει να εδραιώνεται στις μεγάλες βιομηχανικές χώρες. Ωστόσο δεν είναι γνωστό για ποιον λόγο οι δύο επίδοξοι επιχειρηματίες αποφάσισαν να ασχοληθούν με τον συγκεκριμένο κλάδο. «Ισως να οδηγήθηκαν από τη σκέψη πως στη Γαλλία και στην Ιταλία ναυτικοί ήτανε οι ιδρυτές της βιομηχανίας αυτής ή ίσως να το έκαναν από καθαρή… παραξενιά» έγραφε ο Π. Κερασσιώτης στην «Κλωστοϋφαντουργική Εγκυκλοπαίδεια» τον Δεκέμβριο του 1943 («Αντίλαλοι από τα χρόνια της Κατοχής», Αθήνα, 1945).


«Από το εξωτερικό δεν μπορούσαν με τα μέσα που διέθεταν να φέρουν παρά ελάχιστα: μία μικρά κλωστοποιητική μηχανή με δύο μήτρες γυάλινες. Μέσα σε μια τόσο πενιχρή ατμόσφαιρα εκκολάφθηκε η τολμηρότατη αυτή σύλληψη! Ετσι άρχισε η πειραματική προσπάθεια των δύο ναυτικών με μοναδικά εφόδια τη δημιουργική φλόγα και ένα σχετικό τεχνικό βιβλίο του Ελβετού Φόλτζερ. Τα πρώτα πειράματα έγιναν στην αρχή με την πιο δύσκολη και την πιο πολύπλοκη μέθοδο της κυτταρίνης με χαλκαμμωνία. Πρέπει να σημειωθεί εδώ πως όλα τα συναφή εργοστάσια του εξωτερικού κρατούσαν μυστική τη μέθοδο κατασκευής της τεχνητής μετάξης που ακολουθούσε το καθένα και απαγόρευαν κάθε επίσκεψη στα εργοστάσια και τα εργαστήριά τους». (Π. Κερασσιώτης ό.π.π.)


Και αρχίζει η παραγωγή. «Περίμεναν να βγουν από τα μηχανήματά τους λεπτότατες στιλπνές μετάξινες κλωστές και βγήκαν… σπάγγοι (…) Ολες οι οικονομίες που διέθεταν κατετέθησαν στη νεογέννητη ετερόρρυθμη εταιρεία τους, που ιδρύθηκε αμέσως στα 1922. Κάποιο σπίτι πουλήθηκε για να ενισχύση τα κεφάλαια που δεν υπερέβαιναν τις εννιακόσιες χιλιάδες δραχμές. Αλλά για να μαζευτή το μεγάλο αυτό ποσό έβαλαν στο χορό κι άλλους φίλους, ναυτικούς το περισσότερο, που τα ονόματά τους αναγράφονται στην ιδρυτική πράξη της εταιρείας. Είναι οι Γέροντας, Μακρόπουλος, Λεβίδης, Φραγκόπουλος, Μαθιός, Μοσχούλης και Δεληγιάννη» (ό.π.π.).


Η προσπάθεια συνεχίζεται και μια μικρή παραγωγή δύο-τριών κιλών την ημέρα είναι εξαιρετικά κακής ποιότητας. Ολοι οι γνωστοί και φίλοι τούς συνιστούν να εγκαταλείψουν την προσπάθεια. «Κι αυτός ακόμη ο μεγάλος δημιουργός της ελληνικής βιομηχανίας, ο Νικόλαος Κανελλόπουλος, τους έλεγε γελώντας πως κι οι δύο τους «είναι για δέσιμο!». Μα ωστόσο δεν έπαυε να περιβάλλη με στοργή την προσπάθεια των δύο ναυτικών μας και να τους βοηθή σημαντικά κατασκευάζοντας στη δική του εταιρεία Λιπασμάτων πολλά απαραίτητα εργαλεία, που αλλιώς έπρεπε να εισαχθούν από το εξωτερικό» (ό.π.π.).


Το 1925 οι δύο ιδρυτές αποκτούν έναν πολύτιμο συνεργάτη, τον χημικό Α. Λογοθέτη. Η ετερόρρυθμη εταιρεία μετατρέπεται σε ανώνυμη, οι μέτοχοι αυξάνονται και τα κεφάλαιά της ανέρχονται πλέον στα επτά εκατομμύρια και σε λίγο στα δέκα εκατομμύρια. Οι εγκαταστάσεις, συμπληρωμένες με νέα μηχανήματα, μεταφέρονται σε ιδιόκτητη περιοχή στον Αγιο Σάββα. Αλλάζει η τεχνοτροπία παραγωγής, κατορθώνοντας να επισκεφθούν τελικά ξένα εργοστάσια το 1927. Το 1929 τα αποτελέσματα συνεχίζουν να είναι πενιχρά. Η ημερήσια παραγωγή μόλις έφθανε τα 25 κιλά, η ποιότητά της όμως συνεχίζει να είναι κακή. Η ζήτηση του προϊόντος δεν ήταν αξιόλογη.


«Οι οικονομικές δυσχέρειες έφτασαν στο κατακόρυφο. Εχουν ανάγκη από άμεση ενίσχυση. Τη ζητούν παντού, χτυπούν τις πόρτες των τραπεζών, καταφεύγουν ακόμη και στο εξωτερικό, στον τραπεζίτη Χάμπρο. Ποιος όμως να τους δώσει;». Και «τότε στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, που απασχολήθηκε με το ζήτημα χάρη στο ενδιαφέρον που έδειξε ο κ. Ανδρέας Χατζηκυριάκος. Εκεί εκθέτουν τις δυσκολίες και μία εμπνευσμένη από το πόθο της δημιουργίας πρόταση, να μετάσχουν όλοι οι συναφείς βιομηχανικοί κλάδοι ­ μεταξουργοί, πλέκται, υφαντουργοί ­ στο συμβούλιο και τη διεύθυνση της εταιρείας με ανάλογη ο καθένας εισφορά για να γίνει όπως την ωνειρεύονταν η βιομηχανία της Τεχνητής Μετάξης τροφός και κόρη των βιομηχανικών αυτών κλάδων. Τα αποτελέσματα δεν ήταν δυστυχώς ευνοϊκά» (ό.π.π.).


Και μέσα στην απελπισία που είχε καταλάβει τους Λιάμπεη και Τριγγέτα, ξαφνικά μια απρόσμενη εξέλιξη τους έκανε να αναθαρρήσουν.


Τότε άρχισε να επικρατεί η μόδα των μπερέδων και η ζήτηση του προϊόντος αυξήθηκε. Τα οικονομικά της νεαρής βιομηχανίας κάπως βελτιώθηκαν. Από την άλλη πλευρά η εταιρεία προχωρά σε εντυπωσιακή αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της και τρεις σημαντικοί κεφαλαιούχοι της εποχής, οι Ν. Κανελλόπουλος, Α. Χατζηκυριάκος και Κ. Νέγρης συμμετέχουν. Τα κεφάλαιά της αυξάνονται σε 62.000 λίρες. Από τότε αρχίζει και η σοβαρή βιομηχανική σταδιοδρομία της. Το 1937 όμως η εταιρεία δεν έχει κατορθώσει ακόμη να αποκτήσουν τα προϊόντα της υψηλή ποιότητα. Αναζητά ξένο σύμμαχο. Ετσι υπογράφει συμφωνία μακρόχρονης συνεργασίας με το μεγαλύτερο βιομηχανικό συγκρότημα της Γερμανίας, την Ι.G. Farbenindustrie. Η ποιότητα των προϊόντων της αναβαθμίζεται και όλες οι βιομηχανίες του κλάδου, καθώς και οι σηροτρόφοι, αναστατώνονται. Τίποτε όμως δεν σταματά την πορεία της και το 1938 οι μετοχές της εισάγονται στο Χρηματιστήριο.


Ως το 1940 η ετήσια παραγωγή της ανέρχεται στους 330 τόνους. Οι συνέπειες όμως του πολέμου και της κατοχής αποτυπώνονται στη λειτουργία της. Η παραγωγή της το 1941 πέφτει στους 195 τόνους και λίγο αργότερα διακόπτεται ουσιαστικά η λειτουργία της και ξαναρχίζει το 1945 με ετήσια παραγωγή 41 τόνους. Τον επόμενο χρόνο η παραγωγή αποκαθίσταται στα επίπεδα του 1940, φθάνοντας τους 315 τόνους.


Η μεταπολεμική ανάπτυξη διαρκεί ως το 1950. Επικεφαλής της εταιρείας τώρα είναι ο Λεωνίδας Λιάμπεης. Η παραγωγή εκσυγχρονίζεται με την εισαγωγή νέων μηχανημάτων και πενταπλασιάζεται. Το 1952 φθάνει τους 1.662 τόνους.


Τότε λοιπόν ξεσπά μια νέα κρίση, που λίγο έλειψε να οδηγήσει την εταιρεία στο κλείσιμο. Η ανάπτυξή της κατ’ αρχήν βασίστηκε κυρίως σε τραπεζικό και εξωτραπεζικό δανεισμό, ενώ η είσοδός της στον τομέα των ασυνεχών ινών, προϊόν ανταγωνιστικό προς το βαμβάκι, την οδήγησε σε σύγκρουση με το σύνολο σχεδόν της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας και φυσικά με τον ισχυρό άνδρα της ελληνικής βιομηχανίας της εποχής, τον Χριστ. Κατσάμπα.


Ετσι τον Νοέμβριο του 1955 η εταιρεία τίθεται υπό αναγκαστική διαχείριση με επικεφαλής τον Γ. Λιβιεράτο. Μόλις το 1957 αρχίζει η ανάρρωση και τον Μάιο του 1960 η Εθνική Τράπεζα αποχωρεί από τη διοίκηση της ΕΤΜΑ. Από το 1960 ως και το 1980 διαρκεί η «χρυσή εποχή» της. Η εταιρεία εκσυγχρονίζεται, επεκτείνεται η παραγωγική της δραστηριότητα, δημιουργεί θυγατρικές εταιρείες, συνεργάζεται με ξένους οίκους.


Η ύφεση όμως του 1979 και η δυσκολία προσαρμογής στην ΕΟΚ, καθώς και η οικονομική πολιτική που ασκήθηκε τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980, δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στην εταιρεία. Το ίδιο διάστημα βρέθηκε στο επίκεντρο έντονων κοινωνικών συγκρούσεων. Το 1982 ο Γ. Λιβιεράτος αποχωρεί από την προεδρία και αναλαμβάνει ο κ. Χαρ. Λ. Λιάμπεης και αντιπρόεδρος ο κ. Α. Μάσχας.


Από το 1985 ως και το 1990 η εταιρεία ανακάμπτει. Στα τέλη του 1990 η κατάσταση γυρίζει και πάλι. Το 1993 η ΕΤΜΑ αντιμετωπίζοντας σοβαρά προβλήματα προχωρεί σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου κατά 1,5 δισ. δρχ. και το μάνατζμεντ της εταιρείας αλλάζει. Πρόεδρος αναλαμβάνει ο κ. Α. Μάσχας και διευθύνων σύμβουλος ο κ. Χ. Λιάμπεης. Οι δύο μέτοχοι ελέγχουν σήμερα το 40% περίπου των μετοχών της. Πέρυσι οι πωλήσεις του ομίλου της ΕΤΜΑ ανήλθαν στα 21,3 δισ. δρχ., έναντι 26,5 δισ. δρχ. του 1998, ενώ τα κέρδη του ομίλου από 1,54 δισ. δρχ. το 1998 ανήλθαν στα 2,7 δισ. δρχ. το 1999, προερχόμενα όμως από την αγοραπωλησία μετοχών, αφού τα λειτουργικά του αποτελέσματα είναι ζημιογόνα.


Εβδομήντα οκτώ χρόνια πέρασαν από τότε που δύο «τρελοί» ναυτικοί αποφάσισαν σε έναν στάβλο στο Μοσχάτο να γίνουν βιομήχανοι προϊόντων υψηλής τεχνολογίας της εποχής. Η πολυκύμαντη, μη γραμμική φυσικά, εξέλιξη της ιστορίας της ΕΤΜΑ δικαίωσε την επιλογή τους. Ετσι κι αλλιώς η ιστορία βασίζεται στους δικούς της νόμους και η επαφή των επιλογών με το νήμα της εξέλιξης είναι αυτή που προκαλεί τους «σπινθήρες» της δημιουργίας…