«Μου αρέσει να παίζω ήρωες που δεν είναι στιλπνοί και ξεκάθαροι, ανθρώπους με ελαττώματα, σκιές και αδυναμίες» λέει ο Ζαν Ντιζαρντέν. «Μου δίδεται η δυνατότητα να τους διαμορφώσω έτσι όπως εγώ θέλω, ακόμα και να τους εξιλεώσω, κάτι που βρίσκω πολύ ενδιαφέρον και ψυχαγωγικό. Ως διαδικασία μού προκαλεί ποικίλα συναισθήματα και αυτό είναι που στ’ αλήθεια μου αρέσει στη δουλειά που κάνω».
Βρισκόμαστε σε ένα από τα δωμάτια του ξενοδοχείου Intercontinental στο Παρίσι όπου η Unifrance προωθεί σε όλον τον κόσμο την πρόσφατη κινηματογραφική σοδειά της Γαλλίας. Ντυμένος με τζιν παντελόνι και πουκάμισο, ο Ζαν Ντιζαρντέν βρίσκεται εκεί για να μιλήσει για την τελευταία ταινία του, τον «Καρδιοκατακτητή», που σκηνοθέτησε ο Λοράν Τιράν. Αυτή είναι η πρώτη φορά που συναντώ από κοντά τον Ντιζαρντέν, τον μόνο γάλλο ηθοποιό που έχει κερδίσει Οσκαρ Α’ ρόλου στην ιστορία των βραβείων. Για το «Artist» βέβαια, την ασπρόμαυρη, μη ομιλούσα εκείνη ταινία του Μισέλ Χαζαναβίσιους που μετέτρεψε τον Ζαν Ντιζαρντέν σε διεθνή αστέρα, κάτι που όπως θα καταλάβω αργότερα δεν τον απασχολεί διόλου.

Η κωμική πλευρά του πολέμου

Ο λοχαγός Σαρλ Γκρεγκουάρ Νεβίλ του Ζ. Ντιζαρντέν στον «Καρδιοκατακτητή» είναι ένας «μασκαράς αντιήρωας», αποφασισμένος να εξαπατήσει τους πάντες προκειμένου να τη βγάλει όσο το δυνατόν πιο καθαρή μέσα στις δύσκολες εποχές που ζει: βρισκόμαστε στο 1808 και ακριβώς την ημέρα του γάμου του Νεβίλ, το καθήκον τον καλεί να υπηρετήσει στους πολέμους του Ναπολέοντος. Φεύγει εσπευσμένα και όλοι πίσω του κλαίνε, κυρίως η μέλλουσα νύφη (Noεμί Μερλάν). Μόνον εκείνος δεν κλαίει· αντιθέτως γελάει, ακόμα και όταν επιστρέφει, υποτίθεται κουρέλι από την ταλαιπωρία, για να βρεθεί ανάμεσα σε δύο γυναίκες: εκείνη που επρόκειτο να παντρευτεί αλλά και την αδελφή της (Μελανί Λοράν), η οποία εν τη απουσία του έγραφε τα γράμματά του προς την αδελφή της για να την καθησυχάσει ότι ζει!
Το αποτέλεσμα είναι μια εύπεπτη, ανάλαφρη κωμωδία ηθών που ακόμα και ως σινεμά νιώθεις ότι ανήκει σε μια άλλη εποχή. Ο Ντιζαρντέν αποκαλεί εαυτόν νοσταλγό εκείνων των κωμωδιών. «Περιέργως όταν σκεφτόμαστε τις ταινίες εποχής σκεφτόμαστε κάτι πολύ σοβαρό» λέει. «Ομως υπάρχουν και οι κωμωδίες. Και κάποτε διέπρεπαν. Δεν μπορούμε φυσικά να ακολουθήσουμε το ρεύμα των ταινιών εκείνων της δεκαετίας του 1970 για παράδειγμα, γιατί οι εποχές έχουν αλλάξει. Μπορούμε όμως να πάρουμε την ουσία τους, να αφομοιώσουμε το άρωμά τους».

Το γέλιο είναι φάρμακο


«Λένε συχνά ότι το στοιχείο της κωμωδίας βγαίνει στους ανθρώπους που θέλουν να αποδράσουν, ή να ξεφύγουν από τα συμπλέγματά τους» ανέφερε ο ηθοποιός. «Στη δική μου περίπτωση, νομίζω ότι ξεκινά από την παιδική ηλικία». Ο Ντιζαρντέν αναφέρεται στις «μικρές ταπεινώσεις στο σχολείο» μα και σε άλλα τραύματα της παιδικής του ηλικίας. «Νομίζω ότι αν δεν αποφάσιζα να γελάσω με όλα αυτά τα δυσάρεστα πράγματα της ζωής μου, θα κατέληγα καταθλιπτικόςκαι αυτό δεν θα ήταν καθόλου αστείο για ένα παιδί οκτώ ετών». Το χιούμορ ήταν ένας τρόπος ώστε να αποστασιοποιηθεί, να δει τα πράγματα από διαφορετική σκοπιά, «να γελάσω ακόμα και με πράγματα που δεν προκαλούν και τόσο εύκολα το γέλιο». Τον βοήθησε. Ενιωσε καλύτερα. «Αλλαξε τον τρόπο σκέψης μου και εν τέλει έγινε το επάγγελμά μου. Θα μπορούσες να πεις ότι οι πλανήτες συμμάχησαν και ο πόνος μου τέλειωσε». Θα χρειαζόταν ωστόσο να περάσει αρκετός καιρός μέχρι να βρει τον δρόμο του προς την υποκριτική.
O Ζαν Ντιζαρντέν (το ονοματεπώνυμό του μπορεί να μεταφραστεί ως «Ο Γιάννης από τους κήπους») γεννήθηκε στις 19 Ιουνίου του 1972 στην κοινότητα Ριέιγ Μαλμεζόν στη περιοχή Οτ Ντε Σεν, λίγο έξω από το Παρίσι. Ο πατέρας του τον προόριζε για αντικαταστάτη του στη διεύθυνση της κατασκευαστικής εταιρίας που ο πρώτος διατηρούσε, όμως κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας ο Ντιζαρντέν είδε ότι οι αποδόσεις του βρίσκονταν αλλού. Αποφάσισε να καλλιεργήσει την κωμωδία που από νωρίς βρισκόταν μέσα του και οι stand up εμφανίσεις σε νυχτερινά κλαμπ του Παρισιού βοήθησαν αρκετά στην εξέλιξή του. Η τηλεόραση ακολούθησε σύντομα. Guest εμφανίσεις σε κωμικά σόου, αργότερα μια δική του τηλεοπτική σειρά, κωμωδία φυσικά, το «Un gars, une fille» όπου συμπρωταγωνιστούσε η δεύτερη σύζυγός του, Αλεξάντρα Λαμί. Ο γάμος του με την Γκαέλ Ντεμάρ που είχε προηγηθεί τον είχε κάνει πατέρα δύο παιδιών, ενώ με την τρίτη σύζυγό του Ναταλί Πεσαλά έχει αποκτήσει ένα ακόμη παιδί.
Παρά την επιτυχία που είχαν στην Γαλλία οι σατιρικές ταινίες «OSS» ή ο «Λούκι Λουκ», όταν ο Ζαν Ντιζαρντέν μπήκε στον χώρο του κινηματογράφου κανείς δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά. Ολα άλλαξαν όταν πρωταγωνίστησε στο «The Artist» του Μισέλ Χαζαναβίσιους (σκηνοθέτη των «OSS») κερδίζοντας πρώτα το βραβείο ερμηνείας στις Κάννες και αργότερα το Οσκαρ Α’ ρόλου. «Μετά από μια τέτοια βράβευση ο κόσμος σε αντιμετωπίζει διαφορετικά και πρέπει να προστατέψεις τον εαυτό σου» είπε. «Στο κάτω-κάτω ακόμα και το πιο εμβληματικό φιλμ τι είναι; Κάποιοι άνθρωποι που κινηματογραφούν κάποιους άλλους ανθρώπους. Είναι μυθοπλασία. Δεν είναι η ζωή μου. Hθοποιός δεν είναι και καμιά σοβαρή δουλειά… Ο κόσμος δεν το πιστεύει και αυτό με πληγώνει περισσότερο. Ενιωθα ότι ο κόσμος ήθελε να παραμείνω μέσα στην εικόνα του «Artist». Ομως αγαπώ τα δέντρα, αγαπώ τα παιδιά μου. Δεν θα τα άλλαζα για αυτή τη δουλειά, για καμία δουλειά».

Η ομορφιά της υπερβολής

Αυτό που ο Ντιζαρντέν «έφερε» στον «Καρδιοκατακτητή» ήταν ένα βήμα παραπάνω, ή όπως το τοποθέτησε ο ίδιος «τράβηξα την κλωστή». Το σενάριο ήταν δομημένο με αυστηρό τρόπο και ο ηθοποιός το χαλάρωσε λιγάκι. «Κάτι τέτοιο μπορείς να το κάνεις μόνον όταν έχεις τον κατάλληλο ήρωα στα χέρια σου και μόνον αν νιώσεις ότι το σετ της ταινίας είναι παιχνιδότοπος, όπως ούτως ή άλλως οφείλει να είναι. Αυτό που με την υποκριτική μου ήθελα ήταν να πάω όσο το δυνατόν πιο μακριά, μια υπερβολή που κατά κάποιον τρόπο κάνει τον Νεβίλ περισσότερο ενδιαφέροντα. Η υπερβολή βολεύει την κωμωδία».
Επισημαίνοντας ότι κάπως παρόμοια είχε δουλέψει τον ήρωά του στο «The Artist», ρώτησα τον Ντιζαρντέν αν αυτή είναι κάτι σαν τεχνική του, το να παίζει δηλαδή ήρωες (ή αντιήρωες) του παρελθόντος με μοντέρνο τρόπο. «Ισως και να έχετε δίκιο» απάντησε, «ίσως να είναι ο δικός μου τρόπος παιξίματος, έτσι κι αλλιώς όμως φέρνεις λίγο από τον εαυτό σου σε κάθε ήρωα που αναλαμβάνεις να παίξεις. Νομίζω ότι οι δύο ήρωες μοιάζουν σε κάποια πράγματα, όχι στη φωνή βέβαια, αλλά στις εκφράσεις, στη μύτη. Αρκεί να ξέρεις ότι αυτό δεν είναι παρά σινεμά, ένα παιχνίδι μέσα στο παιχνίδι. Η υποκριτική οφείλει να είναι παιχνίδι».

Πού και πότε

Ο «Καρδιο-κατακτητής» προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη 28 Ιουνίου σε διανομή Feelgood Entertainment, την οποία ευχα-ριστούμε για τη συμβολή της στη συνέντευξη αυτή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ