«Καλωσήρθατε στη Μητρόπολη, την πόλη μου.
Πληθυσμός περίπου τριάντα εκατομμύρια…
…Οταν λέω το μαγικό όνομα Μητρόπολη είναι σαν να συνδυάζω την επιβλητικότητα του ουρανοξύστη του Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντινγκ με την κομψότητα του Ταζ Μαχάλ, την αίγλη του Πύργου του Αϊφελ και το αιώνιο μυστήριο της Σφίγγας της Αιγύπτου. Μητρόπολη –η Νέα Βαβέλ, αρχιτεκτονικό αριστούργημα μονολιθικής μεγαλοπρέπειας…».
Η εισαγωγή του μυθιστορήματος της Τέα Φον Χάρμπου «Μetropolis», που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό στη χώρα μας από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια σε θαυμάσια μετάφραση Δημήτρη Αρβανίτη, μας βάζει αμέσως στο κλίμα ενός φουτουριστικού κόσμου, γοητευτικού και συναρπαστικού, πόσω μάλλον για την εποχή που γράφτηκε το μυθιστόρημα, στα μέσα της δεκαετίας του 1920.

Οι ιδέες της Φον Χάρμπου στην περιγραφή του κόσμου στον οποίο αναφέρεται είναι πραγματικά μαγικές, όμως ο στόχος του έργου είναι πολύ σκοτεινός και επιτεύχθηκε πλήρως με την ταινία που ακολούθησε βασισμένη πάνω του το 1927, σκηνοθετημένη από τον ύψιστο Φριτς Λανγκ, που την εποχή εκείνη ήταν σύζυγος της Φον Χάρμπου (που συνεργάστηκε μαζί του στο σενάριο). Γιατί κάτω από τους ουρανοξύστες του 20ού αιώνα, οι οποίοι επισκιάζονται από τους πολύ υψηλότερους στρατοσφαιρικούς ουρανοξύστες του 21ου, ένας άλλος κόσμος προσπαθεί να επιβιώσει «ζώντας» σε υπόγειες, τεχνητές σπηλιές. Οι υπάνθρωποι κάτω από τη γη, οι εργάτες που ζουν χωρίς καμία ελπίδα, σκλάβοι των κατοίκων της επιφάνειας της γης, μαριονέτες στη θέληση του Αρχοντα της Μητρόπολης, άβουλα πιόνια που πρέπει να φροντίζουν συνεχώς τη Μηχανή της Καρδιάς, την απάνθρωπη Μηχανή Γκέιζερ…

Ενα σαφές μήνυμα από την εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, που ακόμα ηχεί επίκαιρο: δικαιοσύνη, ισότητα, αδελφοσύνη, όχι εκμετάλλευση του ενός από τον άλλον, όχι ο παράδεισος του ενός να είναι η κόλαση του άλλου. Χάρη στην ταινία του Λανγκ αυτή η ιδέα παίρνει ταξική μορφή: οι αστοί και οι εργάτες. Το μήνυμα είναι διαχρονικό.

Οπως χαρακτηριστικά έγραψαν οι «Times» της Νέας Υόρκης, «το Metropolis διατηρεί τη δύναμη να συγκλονίζει, να προβληματίζει και να συγκινεί γιατί αναφέρεται στις βαθύτερες αγωνίες της σύγχρονης ζωής».


Η ακριβότερη ταινία!
Εκείνη την εποχή, όμως, στη Γερμανία, το στούντιο της UFA, που θα γύριζε την ταινία, βίωνε τις συνέπειες της τεράστιας οικονομικής κρίσης. Η εταιρεία είχε μεγάλο χρέος, αλλά ο Λανγκ παρ’ όλα αυτά ανακοίνωσε την πρόθεσή του να κάνει το «Metropolis», την πιο ακριβή και φιλόδοξη γερμανική ταινία που έγινε ποτέ. Το στούντιο πίστεψε σε αυτόν, γιατί θεωρούσε ότι ένα γερμανικό μπλοκμπάστερ χολιγουντιανών διαστάσεων θα μπορούσε να βρει πλατιά αγορά στην Αμερική και να κάνει μεγάλη επιτυχία. Συνεπώς, η «Metropolis», με κόστος πέντε εκατομμύρια μάρκα, ήταν στην εποχή της η πιο ακριβή βωβή ταινία που έγινε ποτέ. Πρόκειται για μια γιγάντια παραγωγή, που πήρε δύο χρόνια για να γυριστεί και είχε αστρονομικό μπάτζετ για τα δεδομένα της εποχής ενώ χρησιμοποιήθηκαν πάνω από 30.000 κομπάρσοι για να ενσαρκώσουν την τάξη των εργατών, σε θεαματικές σκηνές που μας έχουν χαραχτεί στη μνήμη.
Η δύναμη του σινεμά
Συν τοις άλλοις, η ταινία αγκαλιάζει πολλές από τις ιδέες και την αισθητική των ρευμάτων της εποχής, από Νταντά μέχρι εξπρεσιονισμό, μοντερνισμό και Μπαουχάουζ. Το αισθητικό αποτέλεσμα είναι εκκεντρικό, μοναδικό. Σε άρθρο του δημοσιευμένο τον Οκτώβριο του 1926 λίγο πριν από την ολοκλήρωση της ταινίας, ο Λανγκ επεσήμανε μεταξύ άλλων: «Ισως δεν έχει υπάρξει άλλη εποχή τόσο αποφασισμένη να βρει νέους τρόπους έκφρασης από τη δική μας. Ο κινηματογράφος έχει ένα πλεονέκτημα σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες εκφραστικές φόρμες: έχει την ελευθερία χώρου, χρόνου και τόπου. Αυτό που τον κάνει πιο πλούσιο από τις άλλες μορφές είναι η φυσική του εκφραστικότητα, που είναι έμφυτη στα μορφικά του μέσα. Πιστεύω ότι ο κινηματογράφος θα γίνει ο πιο προσωπικός, δυνατότερος και καλλιτεχνικότερος τρόπος έκφρασης, όσο πιο γρήγορα αποτινάξει από πάνω του όλες τις μεταφερμένες και δανεισμένες εκφραστικές φόρμες από άλλες τέχνες και ριχτεί στις απεριόριστες δυνατότητες του καθαρά φιλμικού…».
Η αποτυχία και η σωτηρία
Μόνο που τέσσερις μήνες μετά την πρεμιέρα της στο Βερολίνο (10 Ιανουαρίου 1927) η UFΑ θεώρησε προτιμότερη την απόσυρση της «Metropolis» από τις αίθουσες για εμπορικούς λόγους. Για την ακρίβεια, η UFΑ παραλίγο να οδηγηθεί σε χρεοκοπία! Το καλοκαίρι του ίδιου έτους η ταινία προβλήθηκε ξανά κομμένη, ενώ εκτός Βερολίνου ελάχιστοι θεατές είχαν την ευκαιρία να τη δουν στην πλήρη μορφή της. Οι κόπιες που παίχτηκαν στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική είχαν αρκετά ασύνδετα κομμάτια δημιουργώντας πρόβλημα στην κατανόηση της ιστορίας. Τον Φεβρουάριο του 2010, παραπάνω από 80 χρόνια μετά την πρεμιέρα του στο Βερολίνο, αυτό το μνημείο του γερμανικού εξπρεσιονισμού επανήρθε στην οθόνη στη μορφή που την είχε φανταστεί και πρωτοπαρουσιάσει ο δημιουργός του. Η προβολή της ταινίας, στο πλαίσιο του επετειακού 60ού κινηματογραφικού Φεστιβάλ του Βερολίνου (12- 21 Φεβρουαρίου), με «ζωντανή» υπόκρουση από τη Συμφωνική Ορχήστρα του Βερολίνου, υπήρξε ένα από τα κορυφαία χάπενινγκ της διοργάνωσης. Ηταν όντως μεγάλο γεγονός διότι επί δεκαετίες σκηνές ολόκληρες της εμβληματικής αυτής ταινίας θεωρούνταν χαμένες. Ολα άλλαξαν το 2008, όταν μια κόπια της ταινίας 30 λεπτά μεγαλύτερη σε διάρκεια από όλες όσες υπήρχαν ως τότε ανακαλύφθηκε σε ένα αρχείο στην Αργεντινή…

Φιλοναζίστρια
Οσο για την Τέα Φον Χάρμπου, η βαυαρή συγγραφέας υπήρξε συνεργάτρια πολλών σπουδαίων σκηνοθετών του βωβού κινηματογράφου και ολοκλήρωσε αρκετές ταινίες με τον Φριτς Λανγκ, τον οποίο παντρεύτηκε το 1922. Η σχέση τους διεκόπη με την επικράτηση του ναζισμού το 1933. Ο Λανγκ έφυγε για την Αμερική αλλά η φον Χάρμπου έμεινε στη Γερμανία και το γεγονός ότι εξακολούθησε να δουλεύει για τον γερμανικό κινηματογράφο σήμανε την ταύτισή της με το καθεστώς. Μάλιστα, μετά τη λήξη του πολέμου, οι βρετανικές αρχές την υποχρέωσαν σε καταναγκαστική εργασία. Το 1959, πέντε χρόνια μετά τον ξαφνικό θάνατό της, ο Φριτς Λανγκ μετέφερε στο σινεμά τα μυθιστορήματά της «Ο τίγρης του Εσναπούρ» και «Ο τάφος του Ινδού». Ηταν οι τελευταίες ταινίες της ζωής του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ