Τα όμορφα λόγια ξεμυαλίζουν. Αφηγούνται τις πιο συναρπαστικές ιστορίες: πώς τα πουλιά γεννήθηκαν από το σμίξιμο του Χάους και του Ερωτα, όταν ακόμη δεν υπήρχε η φυλή των Αθανάτων. Τα λόγια δίνουν φτερά στη φαντασία. Προκαλούν το γέλιο ή τον θυμό. Μεταδίδουν ιδέες. Ταράζουν τη σκέψη, ξυπνούν τον πιο ακραίο πόθο. «Λέγων πτερώ σε» υπόσχεται ο Πεισθέταιρος, ο κεντρικός ήρωας των «Ορνίθων»: Μιλώντας θα σε αναπτερώσω.
Λίγο μετά την άφιξή του στο βασίλειο των πουλιών ο Πεισθέταιρος ξεσηκώνει τους νέους συμπολίτες του προτείνοντάς τους το πιο παράτολμο σχέδιο: να φράξουν τα σύννεφα, να χτίσουν τείχη, να στήσουν χώρα τρανή σαν τη Βαβυλώνα, να γίνουν αφέντες των ανθρώπων, να ξεπεράσουν σε δύναμη ακόμη και τους θεούς.

Η έλξη της εξουσίας
Ως τότε τα πουλιά ζούσαν ανυποψίαστα τη φτερωτή ζωή τους κελαηδώντας ή κρώζοντας, τσιμπολογώντας «λευκό σουσάμι από τους κήπους, μύρτα και περπερήθρες και θυμάρι». Η ιδέα του δαιμόνιου Αθηναίου όμως ασκεί επάνω τους παράξενη έλξη. Αμέσως ενθουσιάζονται. Ο Πεισθέταιρος, είναι αλήθεια, επιστρατεύει όλη τη ρητορική τέχνη του για να κάνει το μεγαλεπήβολο σχέδιό του να ακουστεί όσο το δυνατόν πιο συναρπαστικό. Τους μιλάει για μια εποχή που οι φτερωτοί πρόγονοί τους κυριαρχούσαν στη γη. Τα πουλιά ερεθίζονται τόσο από τη θέρμη των λόγων και τη λάμψη των υποσχέσεών του ώστε τον αποκαλούν θεόσταλτο σωτήρα και του ζητούν να προχωρήσει στην υλοποίηση του σχεδίου παγκόσμιας κυριαρχίας τους. «Η ζωή δεν αξίζει αν δεν πάρουμε εμείς πάλι την παλιά μας εξουσία» υποστηρίζουν.
Στον αρχαίο κόσμο οι Αθηναίοι φημίζονταν για το ανήσυχο πνεύμα τους, την πολυπραγμοσύνη τους, το πάθος τους για την καινοτομία και την περιπέτεια. Πότε όμως τελειώνει η τόλμη και αρχίζουν η πλεονεξία, η απληστία, η ύβρις; Ως τον Πελοποννησιακό Πόλεμο η αθηναϊκή ζωή παρέμενε ισόποσα μοιρασμένη ανάμεσα στις διεκδικήσεις της Αθηνάς και του Ποσειδώνα, μεταξύ της αγροτικής ζωής και του θαλάσσιου εμπορίου. Με την καθοδήγηση του Περικλή, όμως, οι Αθηναίοι πίστεψαν ότι μπορούν να ξεφύγουν από τα στενά γεωγραφικά όρια της πόλης τους και να απλώσουν την κυριαρχία τους παντού. «Σε όλον τον πέμπτο αιώνα δεν υπάρχει πιο καθοριστική απόφαση για την πόλη των Αθηνών από αυτή την περίκλεια πολιτική» υποστηρίζει ο αμερικανός κλασικιστής Γουίλιαμ Αροουσμιθ στο εξαιρετικό δοκίμιό του Aristophanes’ Birds: The Fantasy Politics of Eros. Το τίμημα για την απόφαση αυτή ήταν τεράστιο, όπως απέδειξε η ολέθρια έκβαση του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Τα οικεία δεινά
Οταν πρωτοπαρουσιάστηκαν οι «Ορνιθες», το 414 π.Χ., η Σικελική Εκστρατεία, η πιο ζοφερή επιχείρηση του πολέμου, είχε ήδη αρχίσει. Ως «ύστατος άγγελος της καταστροφής», ο Αλκιβιάδης έπαιξε καθοριστικό ρόλο. «Δεν μπορούμε να ορίσουμε το ακριβές σημείο όπου θα σταματήσει η αυτοκρατορία μας» έλεγε στους Αθηναίους και τα εμπρηστικά λόγια του θα μπορούσαν να ανήκουν στον Πεισθέταιρο καθώς φλογίζει τις καρδιές των πουλιών με τις επεκτατικές υποσχέσεις του. Στους «Ορνιθες», καθότι κωμωδία, δεν υπάρχει τραγικό τέλος. Η σκηνή του γάμου, όμως, βρίθει ειρωνείας και αμφισημίας: ο απαστράπτων Πεισθέταιρος παντρεύεται τη Βασιλεία (αυτή που επιβλέπει τον κεραυνό του Δία, την εφαρμογή των νόμων, τον στόλο, το δημόσιο ταμείο κ.τ.λ.) και ο Χορός εξυμνεί περιχαρής τον νέο απόλυτο άρχοντα που παίρνει τη θέση του Δία. Ο Αριστοφάνης αφήνει τους θεατές να φανταστούν μόνοι τους την εξέλιξη των πραγμάτων, το φάντασμα του Ικαρου, όμως, πετάει δυσοίωνα δίπλα στα πουλιά και το μέλλον, για όσους ξέρουν πως η Ιστορία επαναλαμβάνεται, διαγράφεται επώδυνο. Ο Πεισθέταιρος ασκεί σίγουρα μεγάλη έλξη ως ήρωας. Η ύβρις του ανυψώνεται με κωμικά φτερά. Παρ’ όλο που μας παρασύρει με την απίθανη ορμή του, δεν μπορούμε ταυτόχρονα να μην αντιληφθούμε και το σκοτεινό πρόσωπό του, την επικίνδυνη πλευρά του: αυτή που παραπέμπει ευθέως σε οικεία δεινά, στους δημαγωγούς τού σήμερα, που παραπλανούν με τις υποσχέσεις, τις απάτες και τις αυταπάτες τους, τους δόλιους χειρισμούς τους.
Η δική μας σικελική τραγωδία είναι η οικονομική κατάρρευση, η πτώχευση και τα μνημόνια, η εξαθλίωση της χώρας και των κατοίκων της. Αν συνεχίζουμε να αντιδρούμε όπως τα ευκολόπιστα πουλιά απέναντι στον νέο αρχηγό τους, τότε φέρουμε τεράστιο μερίδιο ευθύνης. «Εκείνοι που εξουσιοδοτούν ανόητους ή τρελούς ή εγκληματίες να κυβερνούν τον κόσμο αξίζουν να πάθουν όσα παθαίνουν» συνεχίζει ο σοφός Αροουσμιθ. Η πτήση του Πεισθέταιρου στα υψηλότερα στρώματα των ουρανών εγκυμονεί και τη δική μας αναπόφευκτη πτώση…
Εδώ και μέρες προσπαθώ να κατανοήσω πώς είναι δυνατόν να ανεβάσει κανείς τους «Ορνιθες» εν έτει 2016 επιλέγοντας να κλειδώσει στο συρτάρι την όποια ιστορική και πολιτική συνείδηση μπορεί να διαθέτει (το ενδεχόμενο να μη διαθέτει καθόλου μου φαίνεται αδιανόητο και δεν το εξετάζω καν).
Ενα άλλο έργο
Στην εκδοχή του Νίκου Καραθάνου, πέρα και πάνω απ’ όλα, προέχει το συναίσθημα. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης υποστηρίζει στο σημείωμά του, στο πρόγραμμα: «Αυτό που με συγκινεί στους Ορνιθες είναι ο πόθος τους για μια άλλη ζωή. Για μένα οι Ορνιθες είναι άνθρωποι και όχι πουλιά, άνθρωποι με χαραμάδες». Μάλιστα. Το κλείσιμο της παράστασης είναι χαρακτηριστικό αυτής της προσέγγισης: με όλους τους ήρωες επί σκηνής, τη θεά Αφροδίτη, τη βασίλισσα Ελισάβετ, έναν αθλητή που έχει χάσει τα πόδια του σε ατύχημα (Γιάννης Σεβδικαλής), μια αινιγματική αντρογυναίκα με γυαλιά ηλίου, μία γυναίκα-νάνο (Βασιλική Δρίβα), τη Νατάσσα Μποφίλιου, νέους και νέες εκστασιασμένους, ντυμένους και ημίγυμνους, να διανύουν την ορχήστρα με χαρούμενη ανεμελιά, με το χαμόγελο της ικανοποίησης στα πρόσωπά τους, λαμπεροί και όμορφοι στην ποικιλία τους, να παίζουν με ένα γιγάντιο λευκό μπαλόνι-φεγγάρι. Πολύ όμορφα, θα μπορούσε να πει κανείς, αν επρόκειτο για ένα άλλο έργο, ένα έργο με θέμα τη θαυμαστή ποικιλία των πλασμάτων της Γης, την αποδοχή της διαφορετικότητας, την ομορφιά της ζωής στη Φύση, την παγκόσμια αδελφοσύνη κ.ο.κ. Μα δεν είναι αυτό το έργο που έγραψε ο Αριστοφάνης! Και για να μην παρεξηγηθώ: ο σκηνοθέτης έχει κάθε δικαίωμα να κόψει, να ράψει, να επέμβει, να «πειράξει» το κείμενο. Αρκεί να μην προδώσει τον στόχο του. Αρκεί να κρατήσει ζωντανή την ουσία του. Ο Νίκος Καραθάνος δεν αφαίρεσε μόνο πληθώρα σκηνών από το πρωτότυπο. Πήρε στα χέρια του μια πολιτική κωμωδία και αφαίρεσε από την εξίσωση το σκέλος «πολιτική». Το όποιο μήνυμα του σεβασμού στη διαφορετικότητα δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υποκαταστήσει τον προβληματισμό για τη σχέση λαών και δημαγωγών που βρίσκεται στο επίκεντρο των «Ορνίθων».

«Οτιδήποτε κι αν προτάσσει η φαντασίωση του Αριστοφάνη για τη Νεφελοκοκκυγία, σίγουρα δεν προτάσσει την απόδραση σε έναν άλλον κόσμο· ορθώνει έναν φανταστικό καθρέφτη στους Αθηναίους που
(…) εκτοξεύθηκαν σε μια επιχείρηση παγκόσμιας κυριαρχίας παρακινούμενοι από τα φτερωτά λόγια του Πεισθέταιρου και του κωμικού συντρόφου του Ευελπίδη» γράφει ο Αροουσμιθ. Και όμως, αυτή ακριβώς την απόδραση προτάσσουν οι «Ορνιθες» του Καραθάνου. Λίγος λυρισμός, λίγος σουρεαλισμός, σκηνές δροσερού ντους κάτω από τα δέντρα, όμορφα γυμνόστηθα κορίτσια και αγόρια, η Ιρις από το Καρναβάλι του Ρίο, η συντροφιά που μαζεύεται για να πει ιστορίες στο μισοσκόταδο, να τραγουδήσει γλυκερά τραγούδια και να μας παροτρύνει να σπάσουμε τα δεσμά του μικροαστισμού μας, της «σκατένιας ζωής μας», να «πιστέψουμε στα πουλιά! Να γίνουμε ένα μαζί τους!». Αγάπη μόνο! Αυτό θα σώσει τον κόσμο. Στα τσακίδια η ιστορική σκέψη, στα κομμάτια η πολιτική συνείδηση. Εγώ θα βάλω γιρλάντες και θα τραγουδώ με τους φίλους μου στο φεγγαρόφωτο.
Πάθος και αφοσίωση
Οσο για την πιπίλα της «προσωπικής ανάγνωσης», η οποία τόσο μασουλήθηκε τις τελευταίες μέρες, ας τη βάλουμε στην άκρη. Φυσικά και είναι «προσωπική» η ανάγνωση του σκηνοθέτη· αν θέλει όμως να είναι τόσο αυθαίρετα προσωπική, ας έχει τουλάχιστον το θάρρος να το δηλώσει: ας πει «οι Ορνιθες του Νίκου Καραθάνου εμπνευσμένες από το έργο του Αριστοφάνη» –πού, όμως, τέτοια τύχη…
Θα μπορούσα να αναφέρω εδώ μερικά όμορφα στιγμιότυπα (ανέφερα ήδη δύο από αυτά), τη σπιρτόζα κινησιολογία του Χορού, την αίσθηση ονείρου που καταφέρνει ενίοτε να δημιουργηθεί επί σκηνής ταξιδεύοντάς μας σε ένα τροπικό νησί όλο χάρες. Θα μπορούσα επίσης να πω –και θα πω –για το πάθος και την αφοσίωση όλων των ηθοποιών, οι οποίοι υπηρετούν ολόψυχα το εγχείρημα. Ιδιαίτερη παρουσία, ανάμεσά τους, ο Αρης Σερβετάλης ως Ευελπίδης: ένα γοητευτικό «νευρόσπαστο» με τρομερά δουλεμένη και αναζωογονητική αίσθηση κωμικού ρυθμού και πνεύματος. Οσο για τον ίδιο τον σκηνοθέτη στον ρόλο του Πεισθέταιρου, ούτε αυτός απογοητεύει.
Δεν μπορώ όμως να παραβλέψω το γενικότερο πλαίσιο. Η κωμωδία δαγκώνει, δεν αποχαυνώνει. Οταν βιώνουμε εποχές τεράστιου αναβρασμού και επικίνδυνων ανακατατάξεων στη δημόσια ζωή, ο σκηνοθέτης δεν δύναται να σφυρίζει κλέφτικα. Αν το κάνει, τότε είτε βρίσκεται στον κόσμο του, αποκομμένος από την πραγματικότητα, είτε επιδιώκει να υπηρετεί το σύστημα αποπροσανατολισμού του κόσμου μέσα από ανώδυνα, χαριτωμένα θεάματα, όπου λαλούν γλυκούτσικα πλην ξεδοντιασμένα πουλιά. Και δεν ξέρω ποιο είναι χειρότερο από τα δύο…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ