Την ερχόμενη Κυριακή κυκλοφορεί ο τρίτος τόμος της σειράς «Ζωή σαν μυθιστόρημα», που αυτή την εβδομάδα είναι αφιερωμένος στη θρυλική Φρίντα Κάλο, για την οποία η ζωγραφική ήταν τα φτερά της: «Τι τα χρειάζομαι τα πόδια, όταν μπορώ να πετάω;»

Αναγνωρισμένη πλέον σήμερα ως μία από τις σημαντικότερες σύγχρονες ζωγράφους, πρόφτασε στη σύντομη ζωή της να γευτεί την επιτυχία, με ατομικές εκθέσεις στο Μανχάταν, στο Παρίσι και στο Μεξικό και να κερδίσει τη λατρεία των σουρεαλιστών και τον σεβασμό των συμπατριωτών της. Μάλλον δεν θα φανταζόταν, ωστόσο, ότι τη δεκαετία του 1980 θα αναγόταν σε σύμβολο του γυναικείου κινήματος στην Ευρώπη και την Αμερική (μια ταύτιση που αδίκησε εν πολλοίς την αποτίμηση των έργων της), ότι από το 1984 το έργο της θα ανακηρυσσόταν στην πατρίδα της τμήμα της εθνικής κληρονομιάς ούτε θα διανοούνταν μάλλον τη «Φριντομανία» και τη «Φριντολατρεία» του 20ού αιώνα που θα εκφραζόταν αρχικά με την έκθεση «Πάθος για τη Φρίντα» το 1992 στο Μεξικανικό Μουσείο του Σαν Φρανσίσκο.

Λατρεύτηκε ευρέως, η ζωή της έγινε επανειλημμένως το θέμα θεατρικών έργων και κινηματογραφικών ταινιών, αλλά και θέμα σε πίνακες, γλυπτά, εικαστικές εγκαταστάσεις και βίντεο αρτ. Το πρόσωπό της κόσμησε επίσης ρολόγια, σκουλαρίκια, μπλουζάκια, κεντήματα κ.ά., ενώ τα έργα της έφτασαν να πωλούνται στο Μεξικό σε γυαλιστερά πόστερ παντού, με τη Φρίντα να είναι τουριστική ατραξιόν, όπως τα τσολιαδάκια και οι προτομές των αρχαίων στην Πλάκα.

Η βιογραφία της Λίντε Ζάλμπερ, λαμβάνοντας υπόψη της όλα τα παραπάνω, επιχειρεί να φωτίσει την πραγματική Φρίντα πίσω από τον θρύλο. Αναδεικνύοντας τη στενή της σχέση με τις ρίζες του μεξικανικού πολιτισμού, αναδεικνύει την πίστη της στη συλλογικότητα, αποκαλύπτει τις ανθρώπινες εμπειρίες που συνδέονται με τα έργα της και τις συνθήκες δημιουργίας τους, τους δρόμους και τα σταυροδρόμια που διέσχισε ως ύπαρξη, τις έμμονες ιδέες της, τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε τον κόσμο: «χτίζουμε και γκρεμίζουμε για να νιώθουμε ζωντανοί και για να βασανιζόμαστε», έλεγε.

Η Ζάλμπερ, ψυχοθεραπεύτρια που εξετάζει τη σχέση της ζωής και του έργου ενός καλλιτέχνη, παρακολουθεί από τη γέννησή της στο Κογιοακάν τη Φρίντα – αγαπημένο παιδί του μπαμπά της και κόρη μιας ασθενικής και καταθλιπτικής μητέρας, την επέλαση στο κορμί της της πολιομυελίτιδας στα έξι της χρόνια. Ήδη από τότε, και κυρίως μετά το ατύχημά της στα 18 της χρόνια, η Φρίντα εισέρχεται σαν άλλη Αλίκη στη Χώρα (όχι των Θαυμάτων, αλλά) του Πόνου, όπου μαθαίνει ότι όλα μια μέρα μπορούν αιφνιδίως να ανατραπούν στη ζωή. Στα 15 της είναι ένα από τα 35 κορίτσια που φοιτούν στο δημόσιο σχολείο που προετοιμάζει 2.000 μαθητές για την είσοδό τους στο Πανεπιστήμιο, κι εκεί γίνεται μέλος μιας ομάδας παιδιών τα οποία αργότερα θα διακριθούν στη ζωή τους και τα οποία σκορπούν «έναν αέρα νεανικής αναρχίας στο σχολείο», διαβάζει πολύ και αμφισβητεί κάθε είδους αυθεντία. Στα 18 της θα έχει ξεκινήσει με φυσικότητα τη σεξουαλική της ζωή, θα αισθάνεται ελεύθερη και θα θέλει να σπουδάσει Ιατρική, ώσπου είχε το τραγικό ατύχημα μετά το οποίο οι γιατροί χρειάστηκε να την ανασυναρμολογήσουν.

«Αυτό που συνέβη, όταν το ατύχημα άλλαξε την πορεία της ζωής μου, ήταν πως άγνωστα ως τότε προβλήματα με εμπόδιζαν να εκπληρώσω επιθυμίες που αυτονόητα μπορούσα να έχω. Και τι πιο φυσικό από το να ζωγραφίσω αυτά που δεν μπορούσα να έχω;» έγραψε αργότερα η Φρίντα.

Και κάπως έτσι, ένα τυχαίο ατύχημα παραμορφώνει το σώμα της και δίνει στη Φρίντα τα υλικά της ζωγραφικής της, προκειμένου να δημιουργήσει μια ζωή ξεχωριστή, κυριολεκτικά μοναδική.

Στο βιβλίο —το οποίο εμπλουτίζεται με χρονολόγιο, μαρτυρίες και πλούσιο φωτογραφικό υλικό— ιστορούνται όλοι οι σταθμοί της ζωής της, αρχικά «υπό τις φτερούγες του Ντιέγο Ριβέρα», από εκεί στον «νέο κόσμο των γκρίνγκο» όταν το ζευγάρι θα ζήσει στο Σαν Φρανσίσκο, έπειτα η επιστροφή στο Μεξικό και η σχέση με τον Τρότσκι, οι εκθέσεις ανά τον κόσμο, η οικονομική και σεξουαλική της ανεξαρτησία, η διδασκαλία στην Ακαδημία Ζωγραφικής στην Πόλη του Μεξικό και οι «Φρίντος», τα χειρουργεία, οι αφόρητοι πόνοι («Μας αρέσει να είμαστε άρρωστοι γιατί έτσι νιώθουμε προστατευμένοι), το τέλος μιας ζωής πλούσιας στην οποία, όπως σημείωσε ο Κάρλος Φουέντες για το έργο της, «όλα μεταμορφώνονται, αλλάζουν τελείως. Προκύπτει μια φρικτή ομορφιά».